ΔΑΝΑΗ
ΣΙΩΖΙΟΥ, «Χρήσιμα Παιδικά Παιχνίδια
», εκδ.αντίποδες, 2016

Μόνη
πατρίδα μας τα παιδικά μας χρόνια. Και
σ’ αυτά τα παιδικά χρόνια, σαν σύντμηση
όλων των μεταγενέστερων, ζούμε τα πάντα,
ή σχεδόν. Έρωτες, λύπες, χαρές, μαθητείες,
γέννηση συνηθειών, τσακωμούς, θανάτους
και κυρίως (εν είδει θεατρικού
αυτοσχεδιασμού) παιχνίδια. Και φαίνεται
πως αυτά τα παιχνίδια έχουνε την
(διαχρονική) χρησιμότητα τους. Αυτή την
χρησιμότητα ποιεί και μεταδίδει με τα
ποιήματά της η πρωτοεμφανιζόμενη
(σχετικά με την έκδοση βιβλίου) Δανάη
Σιώζιου. Νομίζω, χωρίς να είμαι απολύτως
σίγουρος, ότι στην σύγχρονη ποιητική
ζωή της εγχώριας ποίησης, πρώτη φορά
εκδίδεται ένα τέτοιο ποιητικό βιβλίο,
με συγκεκριμένη θεματικη (στην πεζογραφία
έχουμε αρμαθιά τέτοιων βιβλίων με,
μάλλον εμφανώς εναρκτήριο, το “Τώρα θα
δεις” του Γκιώνη), η οποία όμως περιλαμβάνει
πολλές μικρότερες, μοιάζοντας με το
σχήμα των ομόκεντρων κύκλων. Το “Το
σόι” της Μαστοράκη επίσης μία τέτοια
θεματική έχει, μόνο που στην συλλογή
της Μαστοράκη φρονώ πως η ηλικιακή
περιοχή δεν είναι η παιδική, αλλά η
νεανική.

Η
σύνθεση της Σιώζιου αποτελείται από
τέσσερα τιτλοφορούμενα κεφάλαια, το
τελευταίο εκ των οποίων, επιλογικό,
αρκετά συντομότερο (μόλις πέντε ποιήματα).
Θα ριψοκινδυνέψω να διατυπώσω μία δική
μου υπόθεση γι’ αυτόν τον διαχωρισμό,
αφού πάντα υποθέτω πως τούτο δεν συμβαίνει
τυχαία. Στην πρώτη ενότητα με τον τιλο
“ ΖΩΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ ”, βρίσκουμε ποιήματα
που αναφέρονται στα πολύ πρώτα παιδικά
χρόνια του ομιλούντος προσώπου, που
πάλι υποθέτουμε πως είναι η ίδια η
ποιήτρια. Στο ποίημα “ ΣΤΟ ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ
”, το πρώτο όλης της συλλογής, οι δύο
γιγάντιες χελώνες (εικόνα παραμυθιού)
περιμένουν “ το παιδί ”, και στο ποίημα
“ ΒΑΡΥΤΗΤΑ ” συναντάμε ένα “ παιδικό
καρότσι ”,… η ηρωίδα μας ακόμη δεν
περπατάει. Στο τελευταίο ποίημα της
ενότητας “ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΧΩΜΑ ”, μάλλον
βλέπουμε την ποιήτρια να πληροφορείται
έναν θάνατο, και ίσως εδώ έχουμε την
υπόμνηση μιας πρώτης αρνητικής ή σκληρής
συνειδητοποίησης. Ταιριαστός και ο
τίτλος της πρώτης ενότητας. Συνήθως
μικρά παιδιά ενθουσιαζόμαστε με τα
ζωάκια, αλλά και η συμβολική – αλληγορική
όψη του τίτλου επίσης συνοδεύει την
παιδική μας ηλικία. Μοιάζουμε, από τα
γενοφάσκια μας, εγκλωβισμένοι πια σ’
έναν κήπο που δείχνει ήρεμος και
ειρηνικός, δείχνει να θέλει να προσφέρει
χαρά, μα σ’ αυτόν κατοικούν όλων των
ειδών τα ζώα, ακόμη και τα πιο άγρια.
Στην προμετωπίδα που τον συνοδεύει τα
πλάσματα της παιδικής μας φαντασίας,
τα φαντάσματα, που συνεχώς παχαίνουν,
όσο και η νυχτερινή μας φαντασία οργιάζει.

Η
δεύετερη ενότητα, με τον τίτλο “ ΚΡΥΠΤΗ
”, περιέχει ποιήματα κάπως πιο ερμητικά,
θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, σε σχέση
με την πρώτη. Το σκοτάδι, μία φορά στην
προμετωπίδα της ενότητας και άλλη μια
στον τίτλο ενός ποιήματος αυτής, το
αλλόκοτο, το δυσερμήνευτο, μνήμες όχι
χαρούμενες, πολιορκούν αυτήν την ενότητα.
Σχετικά με την ηλικιακή αναφορά, που
πάντα εγώ υποθέτω, ας αναφερθώ στο ποίημα
“ ΤΟ ΒΕΛΟΣ ”. Σ’ αυτό το ποίημα βλέπουμε
πια όχι ένα μικρό παιδί που ακόμη
βρίσκεται στο καροτσάκι, αλλά ένα μικρό,
ακόμη, κορίτσι που προσκαλεί σε παιχνίδι.
Θα τολμήσω να δω αυτό το ποίημα ως την
αποτύπωση των πρώιμων, πλην υπαρκτών,
ερωτικών σκιρτημάτων, που δεν ξέρουμε
αν τα μικρά παιδιά τα συνειδητοποιούν
ως τέτοια, αλλά τούτο μικρή σημασία
έχει.

Η
τρίτη ενότητα ονομάζεται “ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟ
ΜΟΥΣΕΙΟ ”. Εδώ πια το μικρό μορίτσι
είναι κόρη, είναι η νεαρή απουσιολόγος,
είναι η έφηβη που, όπως γράφει η ποιήτρια:
“ συνορεύω με τουλάχιστον δύο χώρες /
με πολιορκούν τεύτονες ιππότες / και
θεσσαλοί αγρότες ”. Διαβάζοντας και το
βιογραφικό σημείωμα της Σιώζιου μπορούμε
να υποθέσουμε πως αυτή η ενότητα είναι
η πλέον αυτοβιογραφική, αφού διαβάζουμε
ποιήματα στα οποία περισσότερο από
αλλού κυριαρχεί το α’ πρόσωπο και οι
αναφορές σε πόλεις χώρες και μαθησιακές
μνήμες, μνήμες που τρέχουν σε ένα απώτερο
παρελθόν, φυλαγμένες καλά και ίσως πια
αποξενωμένες (με το που έγιναν ποιήματα),
εξ’ ου και το “ μουσείο ”. Το ομότιτλο
της ενότητας ποίημα στιγματίζει με
παιχνιδιάρικο, πάντα, τρόπο τα σχολικά
γεγονότα.

Η
ενότητα – επίλογος έχει τον τίτλο “
ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ ”. Βλέπουμε την ποιήτρια, να
μιλάει τώρα, και σε όλα τα ποιήματα αυτής
της ενότητας ο χρόνος γραφής είναι
αόριστος ή κυριότερα παρατατικός. Με
το τελευταίο ποίημα η ποιήτρια ατενίζει
από δω και μπρός την ζωή της λέγοντας
ότι, εκτός των άλλων, τα παιδικά παιχνίδια
(οι μνήμες και εμπειρίες της παιδικής
και εφηβικής ηλικίας, τα παιχνίδια που
δεν είναι πάντοτε ευχάριστα ή μόνο
δυσάρεστα, και γι αυτό τα αποκαλεί μόνο
χρήσιμα) θα αποτελούν στήριγμα και οδηγό
επιβίωσης για τα μετέπειτα χρόνια.

Δεν
θα πρέπει όμως να θεωρηθεί ότι η ποιητική
συλλογή της Σιώζιου είναι απλώς και
μόνο μια “ αυτβιογραφική περιήγηση ”.
Ένα τέτοιο μονόπλευρο και με στενή ματιά
πείραμα, που ίσως να ταιριάζει σε
πεζογραφικά κείμενα, θα εκμηδένιζε την
δύναμη των ποιημάτων της. Τα αυτοβιογραφικά
στοιχεία, ή ενίοτε ολόκληρα ποιήματα,
είναι μόνο η ραχοκοκαλιά της συλλογής,
η οποία διανθίζεται από αναφορές και
στοχασμούς (τόσο ήρεμα και απαλά
δοσμένους, σχεδόν υπονοούμενους, μα και
απαιτώντας την διεισδιτική ματιά του
αναγνώστη) σε ζητήματα και ερωτήματα
πολιτικής σκέψης (ποίημα “ ΡΕΝΤΑ ΙΒΣΕΤ
”), προβληματισμούς γύρω από το πως
αντιμετωπίζουμε την ιστορία (ποίημα “
ΤΟ ΤΙΜΙΟ ΤΕΙΧΟΣ ”), υπαρξιακές έγνοιες
με αφορμή στίχους για τον θάνατο
αγαπημένων προσώπων, σκέψεις περί
έρωτος, και όλα αυτά άλλοτε εμφανώς,
άλλοτε κεκαλυμμένα σε στίχους που
διαπερνούν όλα τα ποιήματα της, έτσι
επιτυγχάνοντας έναν χρονικό, αλλά και
νοηματικό συνδυασμό παρελθόντος και
παρόντος. Η γλώσσα της δεν είναι
εξεζητημένη, ούτε στυλιζαρισμένη,
αποφεύγει τις κάθε είδους φιοριτούρες
και τα ποιήματα της, συμπαγή, θεμελιωμένα
και σταθερά, μοιάζουν το καθένα να
αφηγείται ένα παραμύθι, μιά ιστορία, κι
όμως υποδορίως εξυφαίνεται ένα ολάκερο
σύμπαν. Το ολάκερο σύμπαν της ίδιας της
ποιήτριας.

Με
την πρώτη της συλλογή, στην καλαίσθητη
έκδοση των “ αντιπόδων ” η Δανάη Σιώζιου
μας αποκαλύπτει ένα πλήρη κόσμο ποίησης.
Η έτοιμη και ώριμη γραφή της σε τίποτα
δεν μοιάζει με αποστεωμένη και εξαντλημένη
ποίηση, αντιθέτως υπόχεται μια άκρως
ενδιαφέρουσα πορεία.