Δειλία
Οι
υπαινιγμοί επικάθησαν στα ποτήρια του κρασιού.
Οι μύστες
των επτάπυλων Θηβών, λιγόστεψαν.
Ξεπούλησαν
οι οικήτορες τη χώρα τους.
Η
οργή φυγαδεύτηκε στα σύνορα.
Στους
θύλακες του
δυνητικού
αν
κατατροπώθηκε
η δειλία.
Άνεμος
Σε είδα να πληθαίνεις στον
κάμπο με τα στάχυα.
Να χορταίνεις αφή.
Να ξαπλώνεις, να χαίρεσαι.
Εκείνο το βράδυ σε είδα να
μικραίνεις.
Μια αράχνη στο κατώφλι.
Ένα φως –ημίφως.
Το ρολόι που σήμανε οχτώ.
Ο καναπές
που έγειρε
κι έπεσες στο πρωινό
μ’ένα ποτήρι στο χέρι άδειο.
Κομμένη στα δυο.
Μισή φως μισή νάρκη
Νάρκη
Ονείρων
Ωρών
Τροπή
Τ’ ακύμαντο του πελάγους
ανασαίνεις και γίνεται ταραχώδες
το ποτό σου.
Λικνίζεσαι στην πορφυρή υγρή
του όψη.
Σε συλλαμβάνει η τάξη.
Περνά χειροπέδες στον ίλιγγό
σου.
Στριμώχνεσαι στον τοίχο μαζί
με τις άλλες βοκαμβίλιες.
Και καθώς σε πατούν,
σκουραίνει το δάπεδο.
Έτσι είναι.
Ξεβάφουν τα αισθήματα όταν
αναμειγνύονται στον ίδιο κάδο.
Από τη συλλογή «εν ώρα λήθης».
Στίχοι
·
Υπνόσακοι κρύβουν
τις ώρες.
Ζεστές, σαν κάστανα
στην Αριστοτέλους.
Θέλουν κι αυτές
τον οίκτο μας.
·
Ακεστήρας, η
ψευδαίσθηση.
Ημερεύει
το ποτάμι.
Αναίτια
πληγώθηκες.
·
Όποιος λαθραία
ονειρεύεται, στοχεύει με την πρώτη.
Μελί και καίγεσαι.
Αποσπάς μια ηλιαχτίδα απ’ τα
πλευρά
του γλάρου και τη φυτεύεις
στα τετράδια σου.
Να που πήρε φως όλη η σελίδα.
Τόσο που αργοκαίγεται απ’ άκρη σ’ άκρη.
Προφταίνεις να δεις σχήματα
και χρώματα,
να εκραγείς μαζί, να χάσεις,
να γεράσεις.
Κι έρχεται δειλά
το μελί
της σελίδας που καίγεται
και γλύφει αργά
τις πληγές σου.
Απερισκεψία
Να ξυπνάς μ’ έναν κόκκινο
ουρανό στην τσέπη και ο χρόνος
θηρίο ανήμερο
να ζητά τα λουστρινάτα του παπούτσια
να γυαλίσεις…
Οι άστεγοι, σου τραβούν το
μαντήλι. Κατακόκκινο. Μην αρνηθείς.
Κι ας σε ρήμαξαν οι έννοιες. Πάντα νάχεις κατά νου.
Πριν τυφλώσεις τον Πολύφημο,
απήγγειλέ του ένα ποίημα.
Επίκαιρο
Ένα πιάτο στοργή
Δεμένο με όστρακα.
Κι από πάνω να στάζει
Η ευθύνη του κόσμου.
Για κείνο το πιάτο που γέμισε
μνήμη
Και ξεχείλισε οργή
Μην παραπονεθείς που για
πάντα άδειασε.
Απέμεινε στην αυλή να το
γλείφει η γάτα.
Κρίκος ακέραιος
Πατρίδες και παρτίδες.
Στο ίδιο χωνευτήρι παθών.
Η πρώτη να χάνεται από τη
δεύτερη
Και τούτη να ποντάρει στην
πρώτη.
-Μια παρτίδα ακόμη.
Με έντρομο ύφος ξυπνάς
Από το λήθαργο μεσαζόντων
ονείρων.
Αυτά, βέβαια, κερδίζουν
διπλά.
Από την παραγωγή υποσχέσεων
και την κατανάλωση μύθων.
Και η παρτίδα σώζεται.
Ράθυμα κάποιοι σκορπούν τα
χαρτιά.
Και η νύχτα, με μαύρη
δαντέλα, αποπνέει σιμά τους.
Και η πατρίδα πενθεί.
Έντρομοι κάποιοι συλλέγουν
χαρτιά .
Αποτυπώματα νύχτας σε
ορθάνοιχτη πόρτα.