ΚΟΡΙΤΣΙ

Στη γέννα
άνοιξε η μέση της.
Δέστε την. Να κολλήσουν τα κόκκαλα ξανά.
Μην γκρινιάζεις.
Δεν μπορεί να σταθεί.
Κουβαλάει τη σκάφη.
Στην ανηφόρα μούσκεμα τα ρούχα είναι βαριά.
Πλένει στη βρύση στη δημοσιά.
Το νερό κρύο είναι Δεκέμβρης είναι Γενάρης.
Τα χέρια κόκκαλο.
Πολύ μικρή, στα είκοσι. Μεγάλη πια.
Πλέκει κεντά σκαλίζει το χωράφι.
Θηλάζει αγκομαχά κρυφά.
Οι τοίχοι δίπλα στενάζουν χειμώνα.
Ω λέλε μ’.

Ανοίγουμε τις κουρτίνες στον ήλιο.
Να ένα κορίτσι
να πλέκεις βελονάκι ντεμισέ τον δρόμο του
να πλάθεις, να ζυμώνεις μάτια χείλη
τα φρύδια γαϊτανάκι τοξωτό
να ένα ωραίο ανθοδοχείο αλαβάστρινο
να φτύνεις πίκρα
τις λέξεις που λες μόνο από μέσα σου
να ένα σαμάρι ν’ ακουμπάς τον φόβο
σταυρουδάκι κατάστηθο
να ρουφάς προσμονές στον αιώνα τον άπαντα
χωράφι σου να παραχώνεις τον θυμό
ομφάλιος λώρος να κρεμιέσαι όποτε θες
τραμπάλα στη ζωή και στον θάνατο

 

ΜΕΡΑ ΜΕ ΝΥΧΤΑ

Τη μέρα
η μάνα μάς ανοίγει φύλλο
μας ραντίζει λέξεις
χαδιάρα μ’ και
θα σου βάλω θερμόμετρο και
μη δίνεις δικαίωμα εσύ
καίει τον φούρνο
να μας ψήσει
να χουμε να μας τρώμε τις δύσκολες ώρες

Ο πατέρας μάς μπολιάζει τον κόσμο
εν αρχή ην ο λόγος λέει
βάζει το ζύγι να μας ζυγίσει το όνομα
με προσοχή
στη σκιά του να πορευόμαστε
ελεύθερα
μην παρεκκλίνουμε και μας βαρέσει ο ήλιος

αλλά το βράδυ
πίσω απ’ τα δέντρα της κουρτίνας
παραμονεύει ο τρόμος για το αναπόφευκτο