I am, I am, I am.

Στη Νέα Υόρκη
σε φιλήσανε
υπό τέσσερα διαφορετικά ταυτόχρονα ονόματα,
όλα εντυπωσιασμένα από την άριστή σου χρήση της διαφραγματικής αναπνοής
που άλλοι θέλουν χρόνια και εσένα σου πήρε δύο μέρες να τη μάθεις. Και κατά τα διακόσια χρόνια
παραπάνω ζωής σου από εμένα, εξάσκησες αυτή αντί των λέξεων.

Τώρα εσύ αναπνέεις τον καθαρό αέρα, με ρυθμισμένη αρτηριακή πίεση και μειωμένους καρδιακούς
παλμούς, ενώ σε μένα δε χωράει ούτε ένας.

Μόλις με διέγνωσα με τη μικρότερη καρδιά στον κόσμο.

Όλες οι σελίδες τονίζουν τη σημασία της έγκαιρης διάγνωσης και τον κίνδυνο να μεγαλώσει το σώμα
μου τόσο, που να την κρύψει εντελώς και μέσα στα επόμενα χρόνια να μη φαίνονται ούτε οι γωνίες.
Όλες οι σελίδες τονίζουνε τη μέρα που άφησα τα χέρια απ’ το ποδήλατο και έπεσα και αντί να ζαλιστώ
εγώ, ζαλίστηκες εσύ και έβλεπες σχήματα, και μένα με μαλώσαν.
Εύχομαι αν ποτέ κοιτάξεις κάτω να με δεις.
Όλες οι σελίδες τονίζουνε πως το φεγγάρι είναι σχεδόν όμορφο και τα ντουβάρια σχεδόν άνετα και οι
νύχτες μες στο καταχείμωνο σχεδόν ζεστές και το σπίτι μου σχεδόν έτοιμο και εγώ σχεδόν.
Όλες οι σελίδες επιμένουνε να μην κατηγορώ τον κιρκάδιο ρυθμό για τον πρωινό μου πονοκέφαλο, και
πως είναι λογικό η μικρότερη καρδιά στον κόσμο να κάνει το κρεβάτι μου να φαίνεται αντίστοιχα
μικρό και τις φίλες μου να διώχνονται μόλις ανέβει ο ήλιος και τη δική σου την καρδιά μεγάλη και
τεράστια και πιο διωγμένη απ’ όλες.
Όλες οι σελίδες, ανάμεσα από τις γραμμές, αποδίδουνε δικαίως την ευθύνη ποινικού αδικήματος στο
κορίτσι με το σύνδρομο της μικρότερης καρδιάς στον κόσμο.

Θα μάθω απ’ έξω και τις διακόσιες τριάντα τέσσερις.
Θα μάθω για τη Νέα Υόρκη, θα μάθω τα υφάσματα των ρούχων, θα παρατηρώ τα ταβάνια σε όλα τα
μπάνια, θα φυτέψω συκιές στην αυλή μου και θα μάθω να τις σκαρφαλώνω ξυπόλυτη. Θα τρώω τα
λουλούδια από τα βάζα και το νερό τους θα το χρησιμοποιώ για τα ημερήσια πλυσίματα χεριών μου.
Το σπίτι μου θα το γεμίσω με κομμάτια σκόνης.

Και όταν αποφασίσει απρόσκλητη η ελλιπέστερη καρδιά του κόσμου να υπερασπιστεί τον εαυτό της,
θα χτυπήσει τρεις φορές μονάχα,
εκκωφαντική υπενθύμιση
ότι τουλάχιστον υπάρχει.

Μόλις με διέγνωσα με τη μικρότερη καρδιά στον κόσμο.
Εύχομαι αν ποτέ κοιτάξεις κάτω να με δεις.

 

Σεπτέμβρης δεκαεφτά

Από τον πενταψήφιο αριθμό ωρών του περασμένου χρόνου καμία δεν ήτανε κατάλληλη
και, αν το σκεφτείς, κάποια ψηφία χάνονται όταν επιλέγεις να κοιμάσαι κάθε βράδυ.
Προς αξιοποίηση των ψηφίων που έρχονται, δηλώνω την επιθυμία μου,
λοιπόν,
φέτος να μην κλείσω μάτι.

Έμαθα ένα μυστικό προσφάτως, πως άμα κλείνεις τα παντζούρια όταν κοιμάσαι, νομίζουν τα πουλιά
πως δεν υπάρχεις.
Και τώρα που μιλάμε, αν δεν κοιτάξω το ρολόι, δεν ξέρω αν έχει ξημερώσει ακόμη
-μπορεί να είναι μεσημέρι κιόλαςκαι ούτε πώς μοιάζεις όταν κοιτιέσαι από παράθυρο θυμάμαι.
Όμως γλίτωσα το φως
και αυτό γλίτωσε εμένα.

Φέτος πήγανε να με σκοτώσουνε για τα γενέθλιά μου. Κι εσύ καθόσουνα στο σπίτι σου και ευχόσουνα,
κι εσύ περπάταγες μπροστά μου ακριβώς και πίσω, κι εσύ δε σε άφησες και σου ‘κοψες τη λέξη σου
στη μέση, κι εσύ που πάντα περπατάς με τους ψηλούς, με τους ψηλούς περπάταγες και τότε, κι εσύ
φοβήθηκες και κρύφτηκες στο σπίτι με το μάλλον ανοιχτό παράθυρο, και η γάτα έκλαιγε,
φαντάζομαι,
κι εγώ σκοτώθηκα και χρόνια μου πολλά.

Αγαπημένη μου, μιλάς πολύ
και μου ‘στειλες στον ύπνο μου κρυφά ένα λευκό βραχιόλι, να δει τι κάνω
γιατί φοβόσουν να ρωτήσεις, αγαπημένη μου,
μακάρι να μιλούσες παραπάνω.

Είμαι καλά.
Και σου ‘πα ψέματα, για σένα τα ‘χω κλείσει τα παντζούρια,
αγαπημένη μου, και δε με νοιάζει τι νομίζουν τα πουλιά.

Ανόητο που είχα ένα χέρι να με τραβάει από τα πόδια και ένα απ’ την καρδιά και υπερτίμησα το πρώτο
και, αν το σκεφτείς, ανόητο και που με τράβαγε απ’ τα πόδια και δε με πήγε πουθενά.
Προς αξιοποίηση των χεριών που έρχονται, δηλώνω την επιθυμία μου,
λοιπόν,
να μη με αγγίξουνε καθόλου.

Φέτος πήγανε να με αγαπήσουνε
για τα γενέθλιά μου,
πήγε για μια στιγμή να τους ξεφύγει
και προσπαθώ να καταλάβω
αν είμαι ενοχλημένη ή ενοχλητική
και δεν τους ξέφυγε εν τέλει ούτε για μια στιγμή.

Αγαπημένη μου, απόψε αντί για το λευκό βραχιόλι, μου ‘στειλες τοίχο χτισμένο ως ψηλά.
Και σου ‘πα ψέματα, καλά δεν είμαι,
όμως, τουλάχιστον, πίσω απ’ τον τοίχο, αγαπημένη μου,
δε θα με ξαναδούνε τα πουλιά.

 

 

Η Φωτεινή Τσέτογλου γεννήθηκε το 1999 στην Καβάλα και από το 2017 μένει στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτη του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.