Εαρινή τριχόπτωση
είναι καιρός τώρα που το κάπως
αραδιάζεται τραχέως
σε πρωτόστιχα και διαθέσεις
καιρό
σταμάτησαν οι πτώσεις
κάπως αβέβαια
και κάπως
ειλημμένα
αχ, Ντίνο, με τα κορμιά σου τα ιδρωμένα
και Ντίνο με τον Βασιλάκη σου
πέφτεις ακόμη σε έρωτα;
πέφτεις μες στα πηγάδια;
πέφτεις
όπως η Πενθεσίλεια
πέφτει
από το χέρι του Αχιλλέα
(έτσι ποτέ)
η Πενθεσίλεια πέφτει
σε πηγάδι
πιο πριν
(τι κρίμα)
απ’το ιδρωμένο
κορμί
του Αχιλλέα
αχ Αχιλλέα Πενθε-
σίλεια
αχ Βασιλάκη
Βασιλάκη,
οι τρίχες με την πια άνοιξη
με εγκαταλείπουν
(εσένα;)
όπως κι η άνοιξη
-Και τα κορμιά;
– Και τα κορμιά.
Και τα κορμιά, εκατόνταρχε
κι η Άνοιξη
Αχ Γιάννη
εσείς;
φαγιούμ και ανατριχίλες;
ναυτάκια καύλα ωρυμαγδοί
κι αυτά μες στο πηγάδι
μαζί με τα χαμόγελα κάποιων καλών ανθρώπων
ανοίξεις τρίχες και λοιπά
ανατριχίλες όλα
όλα
μες στο πηγάδι
Παρακαλούνται οι διαβάτες όπως προσέχουν
κίνδυνος πτώσης
ολισθηρές μνήμες
όπισθεν
Μπάσταρδη κόρη
Δεν είναι λύση να μαγειρεύω μακαρόνια
γκασταρμπάιτερ
ούτε και λόγια
βέβαια
Η αλήθεια είναι αυτή
Η καλύβα σου
-γυρω γυμνά σου ποδια
η ρίγανη
-εκείνο το μεσημερι
και το αίμα που δεν κοχλάζει
Το αιμα μας;
Είναι δικό μας αιμα;
Το στόμα, η πλάτη, η φύρα μου;
Πόσο μου σού ανήκει;
Όπως η γη στην ρίγανη
ο γκάστ για τον αρμπάιτερ
Πρέπει να μάθω γρήγορα
πριν κουραστουν τα χέρια σου
και φυγουν σταυρωμένα
να βρω την καλύβα
(μα πού)
να με τρυπήσει ρίγανη
και να πονέσω (λίγο)
να ακούσω έστω τα τρενα
Η αλήθεια να λέγεται
λενε
Δεν ξέρω
γκασταιρμπαιτερ
Μπορει να είσαι ξένος
να με δουλευεις σαν τη γη
να με δουλεύεις
ξενα
Δάφνη και πορτοκαλεώνα μου
Δάφνη μου και πορτοκαλεώνα
χρόνου αποβλαστάρι
ακριανό της άκρης
άκρη μου
νερό ποτάμι ποταμέ
θάλασσα που ποτίζει
ποτίζει μου
1000 κατσίκες λευκές μου του Γαλαάδ
Γλυκύτερο μου
Γλυκύ
μου απελαύνεις
με κρατάς
μου είσαι
με ορίζεις
σε γλώσσα
σε τώρα σε μιλώ
είπα τότε εγώ και τότε είπα αψήφησα για λόγου μου τον χρόνο τα έτη για λόγου σου
και είπες εσύ και τι είναι χρόνος χρονιά χρονιές μεγέθη φυσικά δεν είναι τρόπος να
λέμε δεν είναι τραπέζι βιβλίο και τότε απάντησα εγώ εσένα-σε απάντησα- εσύ ο χρόνος
εσύ τραπέζι εσύ βιβλίο εσύ κι εμένα
σε κάνω πως κρατώ
εσύ χέρια μου άσπρα λευκά
εσένα
σε τρέφομαι
σε φέρνω στο στόμα μου
σε φεύγω
σε διαφεύγω
σε κρύβομαι
κρύβομαι
χρόνος εσύ συμβατικός
χρόνος μέγεθος φυσικό
εσύ ικανότητά μου να κοιμάμαι ανάσκελα
εσύ ανάμεσα στη μέρα και στη νύχτα και στο χρόνο
εσύ μουσική
εσύ μου εσύ στήθος μου ολόγυρα ώμοι μου στέρνο και ήβη
εσύ κυρίως ήβη
σε αναπνέω
κέδρε δρυ λειχήνα περήφανέ μου γλάρε
γελάς
γέλα
με γελάς
όλο μου τελευταίο
δέντρο μου του τελευταίου λόφου
λόγου
είσαι
σε διψώ
δίχως πατρίδα δίχως χρόνο εσύ
είσαι
με περιέχεις
με εφορμάς
με διώχνεις
σε διαφεύγω
μη με διώχνεις
μη με γλώσσα
λόγο χρόνο-
για λόγου μου
τώρα εσύ γλυκύ μου
μόνο τώρα
δάφνη μου
Kηδεία
Είχαμε χαθεί πολλά χρόνια, ανταλλαζαμε μόνο κανένα τηλέφωνο σε γιορτές η στα γενέθλια της
μικρής. Είχες σταματήσει να με ρωτάς αν θα πέρναγα το καλοκαίρι. Ένα βράδυ ξαφνικά με παίρνουν,
πέθανες μου λένε. Πήρα το ΚΤΕΛ άρον άρον να προλάβω την κηδεια. Ανέβηκα τα σκαλιά την στιγμή
που ξεκινούσε. Ήσουν μέσα στην ανοιχτή κάσα, σε κοίταξα περιποιημένο στο καινούριο σου
κοστούμι, πιο ωραίο απ’ όσο σε θυμόμουν. Γύρω πρόσωπα που δεν αναγνώριζα, καμια τριανταριά,
ίσως μακρινοί συγγενείς, παλιοί συνάδελφοι. Όλοι τους γέροι σαν εσένα. Τα πρόσωπά τους,
τσαλακωμενα χαρτιά με παλιό μελάνι, σαν αποδείξεις ξεχασμένες στο συρτάρι, μαλακώναν με τα
λόγια του παπά – ένθα ουκ έστιν πόνος ούτε δάκρυα. Ξαφνικά ακούστηκε ένας ήχος από την Αγία
Τράπεζα. Γύρισα να δω. Εσύ. Με την μεταλαβια στο χέρι, καμπουριασμενος επιτέλους. Έλεος ρε
πατέρα. Σστ μου κάνεις με το δάχτυλο στα χείλη κι εξαφανίζεσαι πίσω απ’ τον παπά τρεκλίζοντας.