Το πέρασμα

Στέκεται μπροστά στον καθρέφτη παρατηρώντας το σώμα του. Επικεντρώνει το βλέμμα στις παλάμες κι ανοιγοκλείνει αργά τα δάχτυλα. Δεν του φαίνεται καθόλου περίεργο που μπορεί να σταθεί στα δυο του πόδια. Αυτό που του ξενίζει περισσότερο είναι πόσο ευάλωτος νιώθει μέσα στο καινούριο του σώμα. Κοιτάζεται μια τελευταία φορά και ύστερα ντύνεται. Δένει τη γραβάτα μηχανικά γύρω απ’ τον λεπτό λαιμό του. Φοράει τα παπούτσια του και κοιτάει το ρολόι που βαραίνει το αριστερό του χέρι. Καταλαβαίνει πως έχει αργήσει και πρέπει να βιαστεί.

Ο Γιάννος δεν ήταν πάντα άνθρωπος. Ζούσε ως αγριοκάτσικο στα φαράγγια της Κρήτης και βέλαζε θριαμβευτικά κατακτώντας τις όμορφες σανάδες. Τα κέρατά του δεν τον πρόδωσαν ποτέ. Ακόμα και τώρα βρίσκονται καλά κρυμμένα κάτω από το μεταμορφωμένο του κρανίο.

Στη δουλειά τα πράγματα κυλούν ομαλά. Εργάζεται ως τραπεζικός υπάλληλος και στέκεται πίσω από τον κισσέ. Μερικές φορές υπενθυμίζει στον εαυτό του να χαμογελά στους ανθρώπους που έρχονται για να αφήσουν τα λεφτά τους. Άλλες φορές ξεχνιέται. Νιώθει τις επικριτικές ματιές των υπολοίπων υπαλλήλων να τον σουβλίζουν με κάθε λάθος κίνηση, παραμονεύοντας για την απόλυσή του. «Όρνια» μουρμουρίζει. Ο υπεύθυνος τον καλεί στο γραφείο του και ο Γιάννος νιώθει ένα αποπνικτικό αίσθημα να τον πλημμυρίζει, κάνοντας την καρδιά του να βροντοκοπά και το μέτωπό του να ιδρώνει. Ένα αίσθημα που άλλοτε ξυπνούσε μέσα του μόνο όταν κινδύνευε η ζωή του, τώρα του σφίγγει το στομάχι με κάθε συναναστροφή. Τα σχόλια που ακούει είναι θετικά. Κάνουν λόγο μέχρι και για προαγωγή. Γυρίζει στη θέση του ανακουφισμένος αλλά κακόκεφος μέχρι το τέλος της βάρδιάς του.

Στον γυρισμό σταματά για ένα ποτό στο μαγαζί που κατά καιρούς συχνάζουν και άλλα οπληφόρα. Νιώθει άνετα εκεί. Κανείς δε συζητάει για την προηγούμενη φύση του αλλά υπάρχουν πάντα τρόποι να την καταλάβεις. Για παράδειγμα, τα άλογα είναι άτομα αλαζονικά αλλά και φιλόδοξα. Τα πρόβατα κουβεντιάζουν ολημερίς για πράγματα που άκουσαν από εδώ κι από εκεί, αργόσχολα και πάντα κακοχτενισμένα. Και οι ταύροι σκέτοι νταήδες.

Μετά το ποτό πάει βόλτα μέχρι τον βραχώδη λόφο και σκαρφαλώνει στην κορυφή. Γδύνεται και ξαπλώνει. Νιώθει τον αέρα καθαρό να τυλίγεται γύρω του. Κλείνει τα μάτια και αφήνει το πνεύμα του να ταξιδέψει ελεύθερο. Πάνω από το κορμί του, πάνω από τον λόφο, πάνω από την πόλη. Επισκέπτεται το προηγούμενο ζεστό του σώμα. Μένει εκεί όλη τη νύχτα. Το πρωί φοράει ξανά τα ρούχα του και σφίγγει τη ζώνη κατηφορίζοντας τον λόφο.

 

Σύντομο Βιογραφικό
Η Δέσποινα Τόβα γεννήθηκε το 1998 στη Μυτιλήνη της Λέσβου. Σπουδάζει κλασσικό πιάνο και εργάζεται ως παιδαγωγός μουσικοκινητικών στην προσχολική ηλικία. Παράλληλα παρακολουθεί σεμινάρια δημιουργικής γραφής και έχει συμμετάσχει στην συλλογική ποιητική έκδοση «Τα Χαϊκού της άνοιξης» από τις εκδόσεις ανεμολόγιο.