Κόκκινα γεράνια
Η περιπέτεια είναι μια έκταση, είπες.
Ανοίγεται μπροστά μου. Κάθε σελίδα,
ένα αλφάβητο κινδύνου.
Παραμονεύει την επιστροφή της λέξης.
Κάτι σκληρό σαν τιμωρία αρχίζει: αν κόψω
ένα λουλούδι, θα ηρεμήσω; Από το χώμα
με χωρίζει μια γενιά, όμως, η απόσταση
αυτή με μαλακώνει.
Η ζωή περνάει από τις ανοιχτές σελίδες
του βιβλίου. Η εποχή έχει παγώσει
στο περβάζι.
Μου υπαγορεύει να γράψω σε έναν ρυθμό
που δεν υπάρχει. Και το σεντόνι στο κρεβάτι,
έχει το δέρμα των προγόνων.
Έξω οι λόφοι, το βουνό, τα κόκκινα γεράνια.
Ένας μονόλογος που φωσφορίζει. Δεν ξέρω
αν πρόκειται για λέξεις: ίσως να είναι μόνο
μία θάλασσα που αγγίζει ένα λιβάδι
ή μία τυφλή αδημονία.