Που παν’ τόσες ελπίδες βυθισμένες

Τα όνειρά μας ήταν το καλύβι μας
και ήρθαν και το έβαλαν φωτιά.
Τόση σοδειά ονείρων και ελπίδων πάει χαμένη.
Λεπιδοφόρα κι όχι ελπιδοφόρα η αφή του κράτους.
Μια σκοτεινή οργή προετοιμάζεται .

Με ψεύτικες γιορτές για κατανάλωση
οι ελπίδες αφανίστηκαν κι αυτές που απέμειναν,
πάγωσαν, δεν μπορείς να τις αγγίξεις.
Πολυάριθμοι ασιάτες πρόσφυγες,
τους βλέπεις κάθε μέρα στο σταθμό των τρένων
στην Αλεξανδρούπολη.
Που παν’ τόσες ελπίδες βυθισμένες;

Πολύ καλοντυμένη γηραιά κυρία
παίρνει στα χέρια της και εξετάζει τις μελιτζάνες .
Στο τέλος βάζει δυο στη ζυγαριά
μαζί με μία πιπεριά.
Κι ο Γιώργος που όταν ήμασταν παιδιά
έπαιζε με την φυσαρμόνικά του
και πότε-πότε απ’ τα σάλια του την σκούπιζε,
πριν τρία κιόλας χρόνια έφυγε στον ουρανό,
εκεί να συνεχίσει την μαναβική του.

Δρ. 29 Οκτωβρίου 2011

Ποίημα δρεπανηφόρο φεγγάρι

Φωνές κάνουν έφοδο
σε αυτή την σιωπή που τόσο του αρέσει
και ο θυμός ετοιμάζει τα καψούλια του.

Ο νους εκτροχιάζεται
και σκέφτεται άλλα.
Μη γίνεστε φονικά κύτταρα.

Γίνεται φούρνος το μυαλό του
και τον σπρώχνουν να ψηθεί.
Το αίμα του χτυπάει συναγερμό.

Σκέψη χωρίς κοινή πηγή,
πλήρως μοναχική.
Οι φλέβες καίγονται, πυκνώνει το σκοτάδι.

Το μυαλό του είναι πια ξερή λάβα,
η καρδιά του καμίνι
και το ποίημα δρεπανηφόρο φεγγάρι.

Κάτω Θόλος, 14 Μαΐου 2022

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ