Όταν νυχτώνει η μνήμη

βγαίνει στον δρόμο και μας ψάχνει
μ’ ένα δρεπάνι στα χέρια
φέρνει στ’ αυτιά μας σφυριχτά
το αγαπημένο μας τραγούδι
και στα ρουθούνια τις οσμές
των νεκρών τις έξεις
των περασμένων
ορισμών μας

οι πιο επιρρεπείς συνήθως
την πατάνε καθώς μηρυκαστικά
ανοίγουν την πόρτα και την προσκαλούν
για ένα καπνιστό μπέρμπον απ’ την αποθήκη
αγνοώντας άδολα την ορμήνια του Ποιητή
ώστε πριν κιόλας την πρώτη γουλιά
κείτονται ημίπνοες στο χωλ
μετανιωμένοι

οι πιο λεοντόψυχοι
χτίζουνε γύρω απ’ το κρεβάτι τους
ένα φράχτη
και μ’ ωτοασπίδες πέφτουν
σ’ αυταμυνόμενο ύπνο

όταν νυχτώνει η μνήμη
βγαίνει στον δρόμο και μας ψάχνει
μ’ ένα δρεπάνι στα χέρια
κάποιες φορές –καίτοι σπανίως– αν δεν βρεθεί
κανείς να τηνε στέρξει
κάθεται δίπλα σ’ ένα πρόσφυγα της πόλης
και του προσφέρει ένα τσιγάρο
λίγο καφέ
και μια κουβέντα για το άλφα το στερητικό
στη λέξη αλήθεια

…………………

Η ταυτότητα του Όιλερ

πάντα θα επιστρέφουμε στην Ομορφιά
των πραγμάτων
σαν τα νερά του ποταμού το σώμα
πάντα θα γυρίζει
στις πληγές του
κ’ απ’ τις πηγές του αρτεσιανό κορμί
θα κελαρύζει

πάντα θα επιστρέφουμε στην Ομορφιά
των θαυμάτων
τα άκρα μας χοάνες μιγάδων αρυθμών
υψωμένων στις μυστικές σταθερές
του κόσμου
αθροίζοντας το Εν της αρχής και του τέλους
θα ψηλαφίζουμε το αδιάφευκτο
μηδέν

πάντα θα επιστρέφουμε στην Ομορφιά
του οριακού
σ’ εκείνο το κορίτσι με τα νούφαρα στα χέρια
στο Traum ως τραύμα ενδιάθετο του ανθρώπου
στο ποίημα, το μόνο Σύμπαν
όπου ένα κ’ ένα
κάνουν τ’ άπειρο

…………………

Η μπαλάντα της αιώνιας βροχής

                                   Στη Χριστίνα Σολδάτου

Σ’ έρημες πόλεις –γύρα οι Τσέτες συναγμένοι–
σα ραβδοσκόποι που γυρεύουνε σκοπό
στιλέτα οι λέξεις μας να ηχούν στην οικουμένη
ως ακατάληπτες κραυγές απ’ το κενό.
Κ’ όταν αρχίζουν οι βροχές, παρακαλώ-
ντας όλους να μας λυπηθεί το μετερίζι
του κάκου: ξένοι στον απύθμενο βυθό
με την πουτάνα μοναξιά που μας ορίζει.

Με τον Γενάρη επ’ ώμου –αρχές του εικοσιδυό
έναν αιώνα απής κ’ ακόμη αφορισμένοι
από θεούς κ’ ανθρώπους – ήρθες να σε διώ
κ’ ήταν η πόρτα μου με γαίμα ασβεστωμένη.
Τι να σου κάνει μια σακάτισσα ειμαρμένη
μπρος στο χειμέριο ψύχος που διαρκώς γυρίζει
στο ίδιο σπίτι μια άλλην άγκυρα να δένει
μες στην πουτάνα μοναξιά που μας ορίζει.

Η νύχτα αγρίμι στις ειρκτές κουρελιασμένη
έκανα τόσο δρόμο αυγή μου να σε βρω
μα όταν σ’ απάντησα ήσουν ήδη πεθαμένη
κ’ ήταν οι πλάτες σου συντρίμμια απ’ το σταυρό.
Σπασμένο πνεύμα, έρημο σώμα ολισθηρό
χαρίσου ανύποπτα στο δάκρυ που αναβρύζει
και πες στο βράδιασμα του κόσμου εμπρός: ερώ-
μαι την πουτάνα μοναξιά που μας ορίζει.

Κ’ όσες φορές ξεγελαστείς, σ’ εκλιπαρώ,
μην το ξεχνάς: κάτω απ’ τον ήλιο ψιχαλίζει –
Ήρθαμε μόνοι κ’ έτσι φεύγουμε αποδώ:
με την πουτάνα μοναξιά που μας ορίζει.

 

Ο  Άρης Φίλιππας γεννήθηκε το 1995 στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας, όπου και ζει τα τελευταία 8 χρόνια. Από τον Οκτώβρη του 2021 σπουδάζει στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα του Ιονίου Πανεπιστημίου, Επιστήμη της Μετάφρασης. Ποιήματα και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Η πρώτη του ποιητική συλλογή θα κυκλοφορήσει τον Μάιο του 2022 από τις εκδόσεις Θράκα.