Η αποτίμηση μιας ζωής είναι ενίοτε οδυνηρή διαδικασία και επιφέρει θλίψη. Πράγματα που δεν κάναμε, πράγματα που έπρεπε να κάνουμε διαφορετικά. H Χρύσα Μαστοροδήμου, με τη δεύτερη ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις Οδός Πανός, «Κλειδιά στο τραπέζι», διαπραγματεύεται με κοινωνιολογική και φιλοσοφική διάθεση το «αμετάκλητο» παρελθόν («Ο χρόνος», σελ.24) αλλά και  το μέλλον του παρελθόντος που δεν είναι άλλο από το παρόν της γραφής, σε μια προσπάθεια να περιγράψει μια «ανώνυμη αρρώστια» («Άρρωστοι», σελ.26), που πλήττει τον σύγχρονο άνθρωπο.

Τα ποιήματα της συλλογής δομούνται με μια βασική αλληγορία, γύρω από τη διαλεκτική της κίνησης και της ακινησίας του χρόνου, της κίνησης και της ακινησίας της ύπαρξης. Πάνω στο «τραπέζι» που συμβολίζει αφενός το πραγματικό, τόσο το σύμπαν ως τόπο αλλά και ως χρόνο που μας περιβάλλει και αφετέρου την «τετράγωνη λογική» ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, στέκουν τα «κλειδιά» της ύπαρξης μας, «κλειδιά σκουριασμένα», «πεταμένα αδιάφορα»:

έτσι μεγαλώσαμε
[…]
αντικρίζοντας τα βρόχινα όνειρά μας
κλειδιά σκουριασμένα
σε άδειο τραπέζι
πεταμένα αδιάφορα.
(«Κλειδιά στο τραπέζι», σελ.7)

Η ποιήτρια, αναλογιζόμενη τα «βουβά τοπία χρόνων παιδικών» της ζωής της, αλλά και των «φίλων»  που «εδώ και χρόνια βουβάθηκαν» («Φορτίο», σελ.44), θα μιλήσει για «σκουριασμένες» υπάρξεις, που εξελίχθηκαν «αδιάφορα», δίχως έγνοια, «πεταμένες» δίχως κατεύθυνση ή προσανατολισμό, με διάθεση να ξεδιπλώσει έναν κοινωνικό προβληματισμό γύρω από το παρόν του σύγχρονου ανθρώπου: ένα «άδειο τραπέζι», η μοναξιά, η απουσία, η απώλεια, η αδιαφορία.

Αμείλικτα αδιάφορος εντούτοις όλων, μοιάζει να είναι ο χρόνος με τον οποίο τα γεγονότα ή οι στιγμές, είναι συνυφασμένα. Η ποιήτρια θα φιλοσοφήσει τις ιδιότητες και τις εκφράσεις του χρόνου έτσι όπως εκδηλώνονται στην ίδια και θα αποδεχτεί την τελεσίδικη φύση του: «πίσω δεν γυρίζει»:

Ο χρόνος
αμετάκλητος
αμετάπειστος
[…]
με αλλάζει
[…]
με προσδιορίζει
πίσω όμως δε γυρίζει
(«Ο χρόνος», σελ.42)

Παρά την ψευδαίσθηση ροής και συνέχειας που δημιουργεί, ο χρόνος είναι «κλέφτης ενδιάμεσων σταθμών», («Αυταπάτη», σελ.28). Ο χρόνος μοιάζει να ψιθυρίζει η ποιήτρια δεν είναι συνεχής, συμπαγής, μες την ημερολογιακή του γραμμικότητά, αλλά διακοπτόμενος και διακεκομμένος. Γεμάτος κενά ανυπαρξίας, κενά ασυναισθησίας, απογοητεύσεις που ωστόσο γεμίζουν τις ρωγμές του χρόνου και συντελούν στην δημιουργία μιας στιβαρής βάσης, πάνω στην οποία εγγράφεται ή καταγράφεται ο «ανεξίτηλος χρόνος» («Ανεξίτηλο», σελ.23, ). «Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει», λέει στον επόμενο στίχο. Κι ό,τι γράφεται, είναι παρόν, αφού ανακαλείται με την μνήμη, την ανάμνηση ή με το ίδιο το ποίημα:

κλειδιά στο τραπέζι
η παρουσία σου˙
τώρα
κλειδιά στο τραπέζι
η απουσία σου
(«Απουσία», σελ.15)

Τα «κλειδιά» της Μαστοροδήμου είναι ποιήματα που ξεκλειδώνουν παρουσίες, κλειδώνουν απουσίες. Είναι η επιθυμία της ποιήτριας να «κλειδώσει» τον χρόνο που την «κοροϊδεύει», που την «προσπερνάει», και «νούμερα στην πλάτη [της] κεντάει διαρκώς» («Περί χρόνου», σελ.40). Τα «κλειδιά», είναι «οι μέρες μας», «η ζωή μας», «σελίδες λευκές» στις οποίες εγγράφεται ανεξίτηλα το σημαντικότερο ποίημα:  η ίδια μας η ύπαρξη.

κι άλλοτε
κλειδώνει σε άυλες φυλακές
Έτσι είναι οι ζωές μας
σελίδες λευκές που γεμίζουνε γοργά
(«Λευκές σελίδες», σελ.25)

Τα «Κλειδιά στο τραπέζι» είναι η συλλογή με τα ποιήματα, η επιθυμία του όντος να αφήσει ένα κομμάτι από την ύπαρξη στο μεγάλο «τραπέζι» του άπειρου χρόνου που μας περιβάλλει. Σε μια αναμέτρηση από την οποία το ποιητικό «εγώ», το υπαρξιακό ον, τρέπεται από υποκείμενο σε αντικείμενο («εμένα/με):

Ο χρόνος […]
με αλλάζει
με πείθει
με ορίζει
με περιορίζει
με προσανατολίζει
με γοητεύει
με μαγεύει
με προσδιορίζει

Και μαζί η οδυνηρή διαπίστωση πώς ο πολύτιμος χρόνος δεν μας ανήκει:

αόρατα μάτια
πυρπολούν τις κινήσεις μου
σαν να μου έκλεψαν το χρόνο
κι ούτε μια στιγμή δεν μου ανήκει πια
…ούτε μια στιγμή
(«ΑΔΥΝΑΜΙΑ», σελ 13)

Κι όμως, η ποιήτρια δεν έχει ψευδαισθήσεις για το μέλλον. Ο πραγματικός χρόνος, εκείνος που έχει αξία, είναι ένας «κλασματικός χρόνος», δυστυχώς δυσανάλογος:

Για αυτό δε θέλω να αναρωτιέμαι
πόσος κλασματικός χρόνος μου απέμεινε.
Τόσος λίγος χρόνος
για τόσα πολλά λάθη.
(«Δημόσια αναμονή», σελ.9)

Η Χρύσα Μαστοροδήμου δεν θα φοβηθεί την χρήση επιθέτων ή επιρρημάτων, αλλά θα γίνουν το κατεξοχήν εργαλείο που ξεκλειδώνει την ποιητική μεταφορά και την εκφορά της συγκίνησης στους στίχους της. Η απλή, σχεδόν διάφανη γραφή υιοθετεί αποφθεγματικό χαρακτήρα που στοχεύει να κατευθύνει τον αναγνώστη, να υποδείξει το «νόημα» του ποιήματος, να «κλειδώσει» το ποίημα, όπως ακριβώς «κλειδώνει» η πραγματικότητα :

Με φράσεις κλισέ κλειδώθηκες
παντοτινά σε ένα μικρό χρυσό γοβάκι
(«Σταχτοπούτα», σελ.37)

Αποφθέγματα, βεβαιώσεις, οδυνηρές διαπιστώσεις, η ποιήτρια «σβήν[ει] το τσιγάρο [της]/ στο πρόσωπο του χρόνου/ να τον εκδικηθ[εί]» («Αυταπάτη», σελ.28), αφού καθώς σβήνει φωτιές γράφει ποιήματα, εξοστρακίζει το παρελθόν, ξαναγράφει το μέλλον με το μολυβένιο της όπλο. Το μέλλον, μοιάζει να ψιθυρίζει η Χρύσα Μαστοροδήμου, είναι επιλογή μας:

Έτσι είναι οι ζωές μας
σελίδες λευκές που γεμίζουνε γοργά
και το μολύβι εμείς κρατάμε
τη μοίρα των επιλογών μας
αμετάκλητα κουβαλάμε.
(«Λευκές σελίδες», σελ.25)