Στο ράφι με τα ποιήματα

 

 

Ὅλοι βλέπουν ὁράματα

κανεὶς ὡστόσο δὲν τ᾿ ὁμολογεῖ·

(Γιώργος Σεφέρης, Θερινό ηλιοστάσι, Β’)

 

 

στο ράφι με τα ποιήματα και τα παλιά βιβλία

έχω αραγμένο στόλισμα μια βέσπα μινιατούρα

κρεμάει τις λέξεις στα κλειδιά, μαρσάρει όλο φιγούρα

σηκώνει σκόνη τρέχοντας στη βιβλιογραφία

 

βάζει κάτω απ΄τη ρόδα της και στρώνει μια σελίδα

στις ράχες τις χρυσόδετες κόντρα ανηφορίζει

ό,τι είν’ γραφτό και θέσφατο εν τάχει ξεφυλλίζει

όσα ο καιρός προσπέρασε αλλάζοντας λωρίδα

 

στο ράφι εμπρός γονάτισα και έβγαλα το κράνος

εκείνο χαμογέλασε απ’ το πολύ το βάρος

κι είδα από μηχανής θεό τον ίδιο τον Σεφέρη

 

«γράψε με το μολύβι σου της προκοπής δυο λόγια

μην κλαις και μην ωρύεσαι και μην χτυπάς τα πόδια

γιατί ο κόσμος πάει με τις ταχύτητες στο χέρι»