Αν η ασημαντολογία είναι η αγιάτρευτη πληγή της σύγχρονης ποίησης , τότε η ποιητική συλλογή των Γιάννη Στιγκα και Νικόλα Ευαντινού είναι σίγουρα το αντίδοτο. Ο Γ. Σ και ο Ν. Ε, αφορμώμενοι από τη Δαντική Κόλαση, το Καθαρτήριο και τον Παράδεισο στήνουν το δικό τους ποιητικό Σύμπαν δημιουργώντας τον καμβά στο ποιητικό πεδίο όπου πάνω του κεντώνται βελονιές αισθημάτων και που πάνω του η απουσία και η ομίχλη συναιρούνται και η μοναξιά εξαχνώνεται όπως σοφά καταθέτει ο Μαρξ.

Η σύνθεση αυτή χτίζεται με κέντρο το ‘’αίσθημα’’ και γύρω του με αλλεπάλληλους κύκλους συνυφαίνεται αξεδιάλυτα το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον σε μια διαδοχική προοδευτική ανέλιξη στο άπειρο.

Στην ποιητική αυτή συλλογή αμφότεροι οι ποιητές, με μνήμη άναρχη και συνάμα καταλυτική οδοιπορώντας όχι από τις λεωφόρους μα από τις ατραπούς, επιχειρούν να κάνουν το μαχαίρι βελούδινο χτυπώντας συνάμα ανελέητα. Δεν σηκώνουν το δείκτη νουθετώντας, υπονοώντας το ‘στα ‘λεγα εγώ’’. Όχι. Δεξιώνονται τη ζωή εν βρασμώ καρδίας (άρα και το τέλος με το οποίο είναι οργανικά ζευγαρωμένη),

Χορεύοντας

ξυπόλητος κουτσό στην κουζίνα ( στις ριπές απ’ το Kalashnikov του Bregovitch) να υποστείς κάταγμα πέμπτου μεταταρσίου:

Απειροελάχιστη

Και σπάνια

Και ακριβή’’

Σε μια σεκάνς αισθημάτων,

Αγάπη

’ Είναι το σκοτεινό και μυστηριώδες

Τσεκούρι.

Το κρατάμε κι ας μην το ξέρουμε…

…όταν το δουλεύουμε απασφαλίζουμε τη σιωπή..’’

που λειτουργούν σαν ψηφίδες απαραίτητες για να στοιχειοθετηθεί ένα ασθμαίνον μωσαϊκό, όπου το υπόρρητο συγκείται με το ρητό, το δηλούμενο με το άδηλο και όλα μαζί λιώνουν το ένα εξαρτημένο από το άλλο.

Όπου η σιωπή,

Αγνοούμενος

‘’ένας πραγματικά σοβαρός λόγος

για να κόβεις

τις πολλές καλημέρες’’

με την αξεδιάλυτη συνύφανση του χρόνου παίζουν με το αληθοφανές και το αναληθοφανές αντάμα και η ζωή ξαναφωτίζεται από την αρχή.

Η ‘’Κωμωδία’’ των Στίγκα και Ευαντινού προτρέπει τους αναγνώστες να ‘’δουν το κρανίο κάτω από το δέρμα ‘’ όπως έγραψε και ο Eliot στους ‘’Ψιθύρους Αθανασίας’’

Και η μνήμη; Τι είναι η μνήμη τελικά;

Μνήμη

Εξαιρετικά βεβιασμένη χειραψία με το παρελθόν

Λόγω φοβίας

Πως θα μου αφήσει εκ νέου αποτυπώματα. Για τους ποιητές, η μνήμη είναι αυτό που σοφά εκφράζει ο Κωστής Παπαγιώργης στο δοκίμιο του ‘’Περί Μνήμης’’. Είναι αυτό το εσωτερικό κάτοπτρο που διαθέτουμε και παρακολουθούμε στο μυθικό μας έσοπτρο, ράκη του εαυτού μας και του κόσμου. Μόνο που απολησμονημένες σκηνές καταλαμβάνουν εξαπίνης την σκηνή της συνείδησής μας και μας μετακινούν σε ένα βάθος που μας ανήκει αποκλειστικά. Εκεί βλέπουμε κάτι που οι άλλοι δεν βλέπουν, ζούμε ψευδαισθητικά κάτι που ξαναζήσαμε άλλοτε, σ’ έναν ακαριαίο αποκρυφισμό της στιγμής.

Οι συγγραφείς με μια γραφή ρυθμική, ασθματική και αγωνιώδη επιχειρούν να οικοδομήσουν πάνω στην εξορία του ανοίκειου του νεωτερικού κόσμου, το οικείο που εκλείπει.

Φιλανθρωπία

Οδοντοστοιχία

Όσων καταβροχθίζουν

Σοκολατένιους ανθρώπους

Προκειμένου να έχουν

Την απαραίτητη διαύγεια

Για να σκεφτούν

Πως θα διατηρηθεί

Η ισότητα

Μεταξύ των ανθρώπων.

Οι Στίγκας και Ευαντινός με την

Ψυχή

Άοπλη διαδήλωση διαδήλωση διαμαρτυρίας

Που φτάνει αποδεκατισμένη

ως το στόμα

κάνουν flash back στη συλλογή αυτή και πάνε να σ

υναντήσουν το παρελθόν,

Οικογένεια

Η πίκρα πως όλα όσα ζήσαμε

-Το αντιπυρετικό ανα τρίωρο

Το κλάμα για το ζωγραφιστό σπαθί

Του πειρατή που δεν είναι όρθιο.

Η αγκαλιά από το αμάξι ως την εξώπορτα ενώ κοιμάται.

Ο αυτοκράτορας Μπαμπαντιανός

Και τα μαξιλαρένια τείχη της Κωνσταντινούπολης

Το άλμα από τον καναπέ προς την κόχη του τραπεζιού,

Ο δράκος που εισβάλλει στη σπηλιά κουβέρτα μας,

Η μουσούδα του Μιγκέλ στο χαλί των παιχνιδιών,

το ντουλάπι με τις άφταστες σοκολάτες –

κάποτε θα χωρούν σε μια κουνημένη φωτογραφία.

τις μνήμες, τα βιώματα και γύρω απ αυτές τις συνιστώσες

να υφάνουν το μύθο τους και να ανασυστήσουν έναν

κόσμο καταποντισμένο.

Νανούρισμα

Εθελούσιο μαρτύριο εξαγνισμού.

προσομοιάζει με πνιγμό

αφού κάθε του ανάσα

είναι άμπωτη και παλίρροια

και όλα κρέμονται σε μια χορδή

– της φωνής σου

Προς το τέλος απαιτούνται

συγκεκριμένες και λεπτές κινήσεις απεγκλωβισμού.

Λίγα δευτερόλεπτα μετά το θέαμα σε κάνει να νιώθεις

λιγότερο βρόμικος.

Τα φαντάσματα του υπερεγώ συχνά μας καλούν να φτιάξουμε τα πράγματα, να θέσουμε θεμέλια από μπετόν. Οι ποιητές Γιάννης Στίγκας και Νικόλας Ευαντινός ζώντας σε έναν κόσμο όπου όλα παραμένουν ρευστά και αβέβαια, ορθώνουν ποιητικό ανάστημα απέναντι στον ολετήρα της ανθρώπινης απάθειας, παραμένοντας μακριά από τέτοιες επιταγές σ’ αυτήν την ποιητική σύνθεση και χωρίς ίχνος ‘’δραματικού’’ τόνου καταθέτουν μια στοιχειοθετημένη καταγραφή αισθημάτων, αναμνήσεων και σκέψεων μπαινοβγαίνοντας άλλοτε με ευκολία και άλλοτε οδυνηρά από τον κόσμο του περίκλειστου στον κόσμο του ορθάνοιχτου, μοναχικοί και ερωτευμένοι λύκοι και με λέξεις τρικυμισμένες όπως και οι θάλασσες υπερασπίζονται την αλήθεια τους εν μέσω μια σολιψιστικής πραγματικότητας, κοιτώντας τον κόσμο από το φινιστρίνι ενός υποβρυχίου και έχοντας ταυτόχρονα την απόλυτη συνείδηση πως και η γλώσσα είναι αυτή που καθορίζει τον κόσμο.

Υποβρύχιο

Κάθε φορά που κλείνω τα φινιστρίνια

είναι σαν να κλείνω τα βλέφαρα και σκάει το κεφάλι μου

από μια βύθια όραση

η αλήθεια είναι

ότι όσο ξεμακραίνω από τον Κόσμο

τόσο περισσότερο ποθώ την επιφάνεια.

Ά, υποβρύχιο

ίσον η απόλυτη αντίφαση

Στο παραδίδω ολοκαίνουργιο, Φρανσουά Βιγιόν,

ξήλωσε μηχανές και προπέλες

γδάρε τα διακριτικά του στα βράχια

κάντο μπαλαντοκίνητο

 

λύτρωσε το.

 

 

*Η Εύη Κουτρουμπάκη είναι κριτικός Λογοτεχνίας