Προθάλαμοι ελευθερίας

 Χάθηκα σε χοντροκομμένα σκεπάσματα, δεν αποτίμησα σωστά τη διεύρυνση -διερεύνηση- της στιγμής.

Απορροφήθηκα σε παράξενες συμμετρίες σωμάτων και αδηφάγων

κτιρίων, -τίμια απομίμηση μιας φύσης εκλεπτυσμένης- προθάλαμοι

ελευθερίας.

Το σώμα πάντα στις επάλξεις.

Το σώμα σου γυρισμένο στην Ανατολή/ το δικό μου στη

Δύση, ανέλυε δεδομένα και δημιουργούσε απρόβλεπτα προβλήματα που μόνο με ένα τεράστιο μυστήριο λυνόταν.

Έβρισκες πάντα τη λύση.

 

Μέρες της Σοφίας

Μέρες που ο ήλιος παύει να είναι εχθρικός

Μέρες που η επιθυμία ανυψώνεται και γίνεται τραγούδι γι’ αυτούς που

στροβιλίζονται γύρω από έναν πόθο (απαγορευμένο και απροσδιόριστο για τα κοινά μάτια).

Τραγούδι γι αυτούς που δεν προσφέρουν ποτέ δηλητήριο σε γεύματα και

δεξιώσεις, το έχουν ήδη πιει όλο (και συνεχίζουν το ακούραστο παιχνίδι

τους προσφέροντας απλόχερα σύνεση και ασφάλεια).

 

 

Το Φως είναι ήδη με το μέρος τους.

*

 πότε θα λήξει στο σπίτι μου το ολοκαύτωμα

 Άχρονοι τόποι

 

Έψαχνα το σπίτι μου. Ο τόπος γεμάτος επαναστατημένα αγριόχορτα, ψιθύρους λουλουδιών, κάθε λογής αγκάθια ζωντάνευαν την εγκατάλειψη.

Στην εξώπορτα οι φράχτες υψώνονται ψηλοί/ το εσωτερικό δυσδιάκριτο.

Δίπλα στην ιτιά – που δε κλαίει γιατί νιώθει πως έκανε το χρέος της – το καταφυγιο του σκυλου• σωρός από χώμα.

Η μνήμη μου μια πέτρα.

Το σπίτι μισογκρεμισμενο.

Τα σπλάχνα του φανερώνονται•

Strip show

οι ντροπές τελείωσαν

δεν υπάρχουν πια θεατές.

Παράθυρα, τα μάτια του σπιτιού σπασμένα.

Δάκρυα ποταμια στους διαδρόμους και στο βάθος ένα φως σα πάχνη κάπου ανάμεσα στα κενά της πόρτας

και τους ξεχαρβαλωμένους μεντεσέδες

κρυφτό με την αινιγματική λάμψη.

Κάποτε σκέφτομαι ζήσαμε εδώ ολότελα περίλυποι και τυφλοί.

 

Ω, τόποι του μυαλού παραμορφωμένοι.

 

Στο πλατάνι που φύτρωσε στο κέντρο του σπιτιού κρέμασα την πέτρα απολίθωμα και δεν

επέστρεψα• μην κοιτάς που στέκομαι εδώ και σου μιλάω.

Μην κοιτάς που ξεκινώ επαναστάσεις αποτυχημένες και πάντα -στον ύπνο μου- νιώθω αδικημένος

για κάτι που ολοκληρωτικά δε πόθησα.

Μην κοιτάς που φοβάμαι να σε μοιράζομαι, είναι γιατί είσαι μέρος του σπιτιού.

 

Τώρα

έξω από το κατώφλι του σπιτιού στέκομαι και προσμένω -δεν περιμένω- μια Ανάσταση

ή ένα φονικό.

Καθώς

μια κατήχηση με δίδαξε ιδανικά να ξεστρατίζω

και να επιστρέφω

πάντα.

 

Ό,τι υποτάσσω με το σώμα μου

ο χρόνος το κάνει χώμα

 * 

 

Γέννηση

 

Οι πέτρες με προδίδουν και ντύνομαι όλα τα πρόσωπα της μνήμης.

 

Εμπεριέχομαι και περιβάλομαι απο το (ψηλόλιγνο) σώμα σου. Ψηλαφώ τις ακούσιες

θλίψεις σου.

Ακούω τις αποχρώσεις των λόγων σου. Η έλειψη σου θρέφει την επιθυμία μου/αλλόκοτος

ερωτισμός.

Πες μου ποια

                                         (μοναδική) εικόνα σου

                                         προσπαθώ ν’ αναστήσω;

Έχω ανάψει όλα τα κεριά του σπιτιού μου και περιμένω έναν ακόμη θάνατο. Στο ανήλιαγο δωμάτιο

σου δίνω εκείνο που δεν έχω.

Σου προσφέρω την μοναχικότητα του κενού μου, τους μυριάδες μικρούς θανάτους μου (που πάντα περιέχονται σε άλλους μεγαλύτερους)

Την πολικότητα των άστρων μου και των σωμάτων.’Ολος ο κοσμος μου/μας τρίγωνο που κορυφώνεται σε μια αντίθεση.

Προσμένω την οριστική απογύμνωση σου.

Πες μου -ύστερα- με

                                         τι ρούχα να σε ντύσω;

Αυτός ο καινούριος σου θάνατος

αρχή και τέλος της ανωτερότητας σου

ακούσια θέληση για ανύψωση

υπόσχεση αιώρησης.

 

Από τις κινήσεις των χεριών σου ψηλαφώ το ανέκφραστο εκείνο

συναίσθημα που έχεις / σιωπή διαπεραστική είν’ η αλήθεια.

Ένας ολόκληρος αιμάτινος πλανήτης το σώμα σου με όλων των ειδών

τις κραυγές.

 

Στο πρόσωπο σου δέσποζε η πέτρα.

Τώρα απλώνεται μια διαφάνεια

σαν γέννηση.

 

 

 

Δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω παρά μια παρακαταθήκη ευτυχίας