Φορούσε πάλι εκείνο το παλτό. Δε θυμάμαι πότε το αγόρασε, νομίζω γύρω στα τέλη του 80 από ένα δερματάδικο κακόφημο κάτω από την πλατεία Βικτωρίας.

Εγώ, ακόμα δεν είχα γεννηθεί βέβαια, πράγμα που σήμαινε πως το παλτό εκείνο, το δερμάτινο προηγείται από εμένα.

Στην αρχή, το αγαπούσα αυτό το παλτό. Όταν ερχόταν να με πάρει απ’ το σχολείο, εκείνο ανέμιζε όπως ήταν μαλακό και η γυαλιστερή, κόκκινη φόδρα του ξεπρόβαλλε και μου υποσχόταν πως μια μέρα κι εγώ με μια γροθιά θα σκίσω τον άνεμο όπως ο Σούπερμαν. Πού να’ ξερα όμως, πως όσο τα χρόνια περνούσαν, θα με έσκιζε εκείνο, θα με έκανε κομμάτια.

Μην κάτσεις εκεί, θα μου τσαλακώσεις το παλτό, σιγά με τα χέρια σου βρε παιδάκι μου είναι λερωμένα, αχ ξέχασα το παλτό μου, γιατί δε μου το θύμισες και άλλα τέτοια.

Θυμάμαι μια μέρα λευκή, αδίστακτη, πάλι φορούσε εκείνο το παλτό, το μαύρο, το δερμάτινο, το χιλιοτσακισμένο, που ταίριαζε με όλα εκτός απ’τη στοργή.

Στη δεξιά τσέπη μια καραμέλα τσάρλεστον, στην αριστερή ένα ντεπόν, για ώρα ανάγκης όπως έλεγε πάντα. Πάντα, το γλυκό και το πικρό σε ένα σώμα.

Μπροστά εκείνη, πίσω εγώ, μπήκαμε στην εκκλησία. Όχι δε θέλω, μη με πιέζεις, η πίστη είναι υπόθεση προσωπική και η φωνή μου επέστρεφε οργισμένη ξυπνώντας τους αγίους. Ξαφνικά, σιωπή, μόνο δυο τρία κέρματα στα χέρια και κεριά. Ανακωχή, ευχή και άναμα. Και αφού ευχόμουν και άναβα, το κερί δεν το άφηνα απ’τα μάτια μου. Ήθελα να λιώσει αργά και χαιρόμουν κρυφά, όταν τα άλλα τα απομάκρυνε ένα χέρι πρόωρα. Λιγότερες ευχές να ικανοποιηθούν σκεφτόμουν. Ίσως, η δική μου πιάσει και αγαπηθώ. Εκείνη, μακριά από τις ευχές, σκελετωμένη και τυλιγμένη στο παλτό σαν σάβανο, έσκυβε, φιλούσε με ευλάβεια τις εικόνες. Περίεργο να ζηλεύεις τους νεκρούς.

Τη θυμάμαι καλά εκείνη την ημέρα, φορούσε πάλι εκείνο το παλτό, όπως και τώρα που παγωμένη κείτεται εκεί και πρέπει να τη χαιρετήσω. Δεν ξέρω, αν θα το κάνω σωστά, και τι θα ήθελε τελικά περισσότερο την αγκαλιά, το χάδι ή την περιφρόνηση.

Ίσως πλησιάσω και της πω ένα περήφανο “γεια σου ρε μάνα” και ίσως, φεύγοντας να την ακούσω να ψιθυρίζει  “ασιδέρωτος πώς ήρθες, έχεις σκεφτεί ο κόσμος τι θα πει;” Και τελικά ο κόσμος δε θα μάθω ποτέ τι είπε. Ίσως, να έλεγε ότι η μόνη μάνα που με αγκάλιασε είναι εκείνο το παλτό, το μαύρο, το δερμάτινο, το καπνισμένο.

Εργοβιογραφικό
Μεγάλωσα με δυο γιαγιάδες που σκάρωναν μοναδικά ιστορίες.
Στην προσπάθειά μου να τους μοιάσω, άρχισα να γράφω μικρές ιστορίες
και σπούδασα Φιλόλογος στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Παράλληλα,
μελέτησα ελληνική και ευρωπαϊκή ποίηση στο διετές εργαστήρι του
Ιδρύματος Σινόπουλου. Κείμενά μου έχουν φιλοξενηθεί στο Διαδικτυακό
Περιοδικό Ντουέντε, στην Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης ποιείν.gr, στο
Metropolis Free Press και στο περιοδικό Χάρτης. Υπήρξα ιδρυτικό μέλος και αρχισυντάκτρια του διαδικτυακού Περιοδικού Λόγου & Τέχνης ΛΥΚΟS και πλέον, εργάζομαι στο
χώρο της διαφήμισης ως κειμενογράφος. Ακόμα, προσπαθώ να τους μοιάσω.