Τα Νιάτα


Στην Κ.

Έβαλε το χέρι της πάνω στο πρόσωπό μου. Το πέρασε μια φορά, όπως περνάει ο λουστραδόρος με το χέρι την καστανιά και ψάχνει για ρόζους από το βερνίκι. Κουράστηκες πουλάκι μου -είπε- ράισαν τα μάτια σου, μαύρισε το πρόσωπό σου. Σε περπάτησαν οι δρόμοι, σε κούρασαν. Άσπρισε το μέτωπο, χωράφι αγιώργητο. Της χαμογέλασα, μα εκείνη τρόμαξε, καθώς δεν μπόρεσε για πρώτη της φορά να δει το γκρίζο νερό που της αποθέσαν στα χέρια σαν το ‘βγαλαν από τα σπλάχνα της. Η πρώτη φορά που δεν αναγνωρίζεις….. Τώρα τα δικά μου χέρια ήταν στο πρόσωπό της. Λείο, πεδιάδα από χιόνι στα παιδικά της χρόνια. Χόρευαν στα βλέφαρά της τα άγρια πουλιά, τα γιορτάρικα χρόνια, οι μακεδονίτικες ώρες της αργίας και της χαράς. Την είδα ως τα γόνατα μες στο πικρό ποτάμι να μαζεύει τα ζωντανά, να παλεύει με το μπουρίνι κοριτσάκι μικρό και ατρόμητο, ο ουρανός σαν κλήμα να κρέμεται πάνω απ’ τα χέρια της, φορούσε το μαντήλι στα μαλλιά της. Πέταξε το μαντήλι το αθάνατο στο ποτάμι σαν έκανε ταίρι τον πατέρα μου και με γέννησε και γέρασε. Κλαίει τώρα, πουλάκι μου -λέει- κουράστηκες, μεγάλωσες. Τα μελήματα κι η αντηλιά των ανθρώπων. Σαν να μην κλαίει για τα δικά μου τα χρόνια αλλά για τα δικά της, για τα λευκά της μαλλιά, για τα πανηγύρια που άφησε πίσω της, για όσα δεν τόλμησε να πει, για το μαντήλι της που κρυφά το περηφανευόταν πως ομορφαίνει τα μαύρα, τα άτακτα μαλλιά της, τα νιάτα.