Οι
πόθοι μου κι οι πόθοι σου στο ίδιο το τραπέζι: Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι.

Αν τα απανταχού νήματα
διαθέτουν μία κινητήριο δύναμη και οι λαβύρινθοι μία μοναδική έξοδο ,υπό την
κωδική ονομασία «Προσοχή Πόθος», τότε ο Μπερτολούτσι έχει χαρίσει στην τέχνη
μία από τις γοητευτικότερες ωδές της στον πόθο ως (προ)αιώνιο γκάζι. Δύο πόθοι βιαστικοί
σκοντάφτουν άτσαλα -πλην απόλυτα εσκεμμένα- ο ένας πάνω στον άλλο,
διαστρέφοντας από επιλογή τύχες και ζωές.

Ο Πολ διαθέτει
αμερικανική προφορά, περί τα 50 έτη ηλικίας και τη γοητεία του Μάρλον Μπράντο. Ενώ,
δεν διαθέτει την άρτι αυτόχειρα σύζυγο του. Ψάχνοντας ίσως μια κάποια παρηγοριά
στους δρόμους του Παρισιού, αποφασίζει γρήγορα πως το «We’llalwayshaveParis» δεν είναι παρά ατάκα στα στόματα
αφελών ατσαλάκωτων Αμερικανών σινεφίλ. Και όσα δεν καταφέρνει να του χαρίσει το
Παρίσι, αναλαμβάνει περήφανα πλην ύπουλα να του παράσχει ένα σώμα. Ένα παρισινό
διαμέρισμα και μια νεαρή γυναίκα μετατρέπονται αυτόματα στην απόλυτη
προσωποποίηση του πόθου-άγκυρα. Μία σαρκική έλξη παίρνει αυτοστιγμεί το πρόσωπο
της άγκυρας και τα εγγενή χαρακτηριστικά του ανεμοστρόβιλου. Ενός
ανεμοστρόβιλου, που δε θα διστάσει να βγάλει στη φόρα όσα επιτάσσει η φύση του
ως αγνού πόθου και να μετατραπεί σε χρόνια εξάρτηση. Ο Πολ θα θέσει τους όρους
μίας ερωτικής σχέσης χωρίς ονόματα και προσωπικές ιστορίες και μερικών κατ’ εξ’
ακολούθηση  ξεσπασμάτων πόθου απεκδυμένων
από στοιχεία ταυτοποίησης. Πενθώντας ενεργητικά την αυτόχειρα σύζυγο,
περιορίζει τον πόθο του σε τέσσερις τοίχους ψάχνοντας με συναισθήματα ενοχής
μια διαφυγή από την κατάρα της απώλειας. Αν, όμως, -και- ο πόθος είναι αληταριό
και πάντα θα δραπετεύει, τότε εδώ επιβεβαιώνει τη φήμη του και, πηδώντας από το
παράθυρο της σεξουαλικής εκτόνωσης, παίρνει στο κατόπι τον Πολ καλώντας τον σε
μια απονενοημένη αποκάλυψη της αλήθειας του και σε μια απέλπιδα διεκδίκηση του
ερωτικού αντικειμένου.

Η Ζαν, ετών 22, βρίσκεται
στις αγκάλες μιας σχέσης με έναν νεαρό σκηνοθέτη, ο οποίος ,μεταβιβάζοντας το
βάρος του πόθου στην τέχνη του, κινηματογραφεί τη σύντροφο του σε κάθε της
κίνηση, αποσκοπώντας στην αποκάλυψη της ουσίας του σινεμά-βεριτέ. Μιας βεριτέ-
αλήθειας που εγκαταλείπει οριστικά την απολυτότητα ως μόνιμο χαρακτηριστικό
της, για να διχαστεί ανάμεσα στην τέχνη ως απόλυτη ηδονή και τη σωματική
ερωτική εκτόνωση. Κι ενώ ο σύντροφος μεταβιβάζει πλήρως τη σεξουαλικότητα στην
τέχνη του, η Ζαν χορηγεί αφειδώς τη δική της στους τέσσερις τοίχους του
παρισινού διαμερίσματος και στο σώμα του Πολ. Διεκδικώντας εξ’ αρχής την
αλήθεια του Πολ, η Ζαν αφήνεται τελικά σε ένα πόθο διαρκείας μακριά από
παρελθόντα και πεπραγμένα, για να κορέσει μία λαιμαργία και ένα κάποιο νεανικό
ανικανοποίητο. Όταν, όμως, εδώ, ο πόθος θα λάβει το προσωπείο της εξάρτησης και
θα αφαιρέσει το μανδύα της σεξουαλικής εκτόνωσης ως αυτοσκοπού, η Ζαν θα
ανακαλύψει το μοναδικό ισάξιο μονομάχο του, την αυτοεκτίμηση. Κι όσο ο Πολ,
τελικά,  διεκδικεί, η Ζαν θα βρεθεί
ξαφνικά σε παράλληλη πορεία έχοντας αιφνιδίως και οριστικά διαγράψει την πορεία
της αντιμετώπισης του πόθου ως προσωρινότητα και του εαυτού ως μοναδικό
καταφύγιο. Η Ζαν σπάει το γόρδιο δεσμό του πόθου όχι για τα μάτια ενός
συντρόφου σκηνοθέτη αλλά για τα μάτια ενός αυτάρεσκου ωριμότερου εαυτού
της.  


Ο Μπερτολούτσι εδώ θέτει
στο ίδιο χειρουργικό τραπέζι δύο πόθους με διαφορετικά προσωπεία και με το
σκηνοθετικό νυστέρι του παντοδύναμου καλλιτέχνη ανατόμου μιλάει για ορμές που
ξεκινούν ακατανίκητες και καταλήγουν σε καταδικασμένες προσπάθειες να κρατήσουν
σώματα ενωμένα. Κι αν όμως, το τανγκό υπήρξε ένα, μοναδικό και τελευταίο και οι
στιγμές ευτυχίας των εραστών ελάχιστες, ο Μπερτολούτσι θα χαρίσει και πάλι στον
πόθο το κύπελλο της άγνωστης παντοδύναμης μεταβλητής που θα παρασύρει τις ζωές
των πρωταγωνιστών.