![]() |
Kώστας Παπαθανασίου, Χωρίς Λεξικό, Εκδόσεις Θράκα 2016 |
«Η κατάκτηση της υπαρξιακής γενναιότητας»
γράφει η Έλσα Κορνέτη
Ο άνθρωπος ποιητής, ο ποιητής άνθρωπος κατακρημνίζεται και ταυτόχρονα ανυψώνεται αλώβητος, ακέραιος πραγματικός, πλούσιος σε εμπειρίες και ταυτόχρονα σοφός για να αποδείξει τι άλλο παρά την ύπαρξή του. Αμύνεται καλπάζοντας χωρίς άλογο, ξιφουλκώντας χωρίς ξίφος, με πραγματικούς κάκτους και φανταστικούς ανεμόμυλους στην άγρια έρημο της αδυσώπητης πραγματικότητας, απογυμνωμένος, αποφλοιωμένος κι είναι η απόφαση του αυτή να επιβιώσει έστω μετρώντας βαθιές τομές, δαγκωματιές και εγκαύματα κάτω από τον καυτό ήλιο, να γλιτώσει από τη δίψα, τα όρνια, τους ληστές και τους κροταλίες κι είναι η τρισδιάστατη αντίσταση με σώμα ψυχή και πνεύμα που κάνει τη διαφορά στη γενναιότητα.
Είναι η καταγραφή της ελεύθερης πτώσης του εντός του, σε χάος απύθμενο, απροσμέτρητο, προς αναζήτηση ενός αυθεντικού, ανεξάρτητου, γνήσιου, κυρίως ελεύθερου εαυτού απέναντι στην αγριότητα της ζωής, θύμα κι αντίπαλος ταυτόχρονα.
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες είχε πει χαρακτηριστικά: «Η ποίηση είναι η μοναδική σαφής απόδειξη της ύπαρξης του ανθρώπου» και πρόσθεσε την εξής χρήσιμη διαπίστωση που δεν χρησιμοποιώ τυχαία «Έπρεπε να περάσει πολύς καιρός για να αντιληφθώ ότι ακόμα κι εκείνη η αίσθηση της ήττας ήταν ωφέλιμη γιατί δεν υπάρχει τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο ούτε στον άλλο που να μην είναι χρήσιμο για ένα συγγραφέα» πόσο μάλιστα για έναν ποιητή, συμπληρώνω.
Ταξίδια χωρίς επιστροφή, δρόμοι αδιέξοδοι, σπίτια χωρίς στέγη, όνειρα χωρίς πάτωμα, μοναχικές διαδρομές σε ατέλειωτο τούνελ, πτήσεις χωρίς αεροπλάνο, βάρκες χωρίς κουπιά, εφιάλτες που γαβγίζουν στον ύπνο σαν λυσσασμένα σκυλιά, έρωτες σαν κατηφορικά απόκρημνα σκαλιά είναι ένα δείγμα μόνο από τη ζωηρή οπτικοποίηση της ποιητικής δράσης του ποιητή που εμπνέεται από ένα στυγνό περιρρέοντα ρεαλισμό και τον μεταμορφώνει σε έναν κόσμο πειραγμένο, ξεβιδωμένο, αλλόκοτο, αλλά σίγουρα περισσότερο φιλόξενο και ζεστό.
Είναι φορές που η ζωή γίνεται ένας κεραυνός που σε καταδιώκει σκάζοντας διαρκώς δίπλα σου κι εσύ στέκεσαι εκεί ανυπεράσπιστος χωρίς αλεξικέραυνο, είναι φορές που η ζωή γίνεται η σφαίρα που σ’ ακολουθεί κι εσύ είσαι εκεί γυμνός χωρίς αλεξίσφαιρο γιλέκο – είναι στιγμές που η ζωή σε προσπερνά με ιλιγγιώδη ταχύτητα κι εσύ διαπιστώνεις ότι δεν έχεις κανένα μέσο για να της παραβγείς ούτε μια ρόδα για να την ακολουθήσεις. Είναι φορές που ομολογείς ότι για άνθρωπος – στόχος στάθηκες για άλλη μια φορά απλά τυχερός.
Και σ’ αυτό το σημείο μου έρχεται στο νου η όμορφη ατάκα του Μαρτσέλο Μαστρογιάννι στο έργο του κορυφαίου ιταλού σκηνοθέτη Έτορε Σκόλα με τον τίτλο «Una giornata particolare», «Μια ιδιαίτερη μέρα». Λέει ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι μαζεύοντας όλα τα απομεινάρια της όποιας αισιοδοξίας που του απέμεινε στην συμπρωταγωνίστριά του Σοφία Λόρεν:
«Η ζωή όπως και να’χει πρέπει να βιωθεί. Θα έρχεται σαν την μάϊνα κάθε μέρα να στο θυμίζει πώς είναι μια μέρα ιδιαίτερη».
Αυτήν την κάθε ιδιαίτερη μέρα που παραδόξως τού συμβαίνει ή κατορθώνει να του συμβεί κάθε μέρα, περιγράφει στο ποιητικό του ανάγλυφο με τρόπο συναρπαστικό ο Κώστας Παπαθανασίου. Είναι η φτερωτή μέρα που του χτυπά με το ράμφος το τζάμι και τον παρακολουθεί από το περβάζι του παραθύρου του κομίζοντας όχι ένα δώρο απαραίτητα, αλλά μια έκπληξη οπωσδήποτε. Το κάθε ποίημα της συλλογής είναι μια ιδιαίτερη μέρα που τρεκλίζει κι έπειτα στέκεται στιβαρά στα πόδια της, είναι η μέρα που «γράφεται» μεθυστικά και κατόπιν βιώνεται χωρίς βοηθήματα, χωρίς υποστήριξη, χωρίς υποβολέα, χωρίς βολικές πατερίτσες, χωρίς ερμηνεία, χωρίς μετάφραση, εν τέλει χωρίς λεξικό.
Είναι κάποιες μέρες σημαδεμένες με το κόκκινο μελάνι του λάθους. Είναι κάποιες μέρες στοιχειωμένες, δαιμονισμένες. Είναι κάποιες μέρες που εκλύουν νέφη απελπισίας παράφορης, με μια ένταση ιδιάζουσα που δημιουργείται από την ένταση που τρέφει ο ποιητής ανάμεσα σε αυτόν και τον παραμορφωμένο κόσμο γύρω του. Θυμίζει κάτι από το γνωστικό πάθος του Ιταλού συγγραφέα Κάρλο Εμίλιο Γκάντα του επονομαζόμενου Τζόυς των Ιταλών που τον οδηγεί από την αντικειμενικότητα του κόσμου στη δική του απελπισμένη υποκειμενικότητα σε μια διαδικασία πολλαπλής αναπαράστασης του εγώ παραμορφωμένου και συντετριμμένου και του ιδίου.
Ο ποιητής έχει το χάρισμα να δομεί και να αποδομεί τον εαυτό του, να διαλύει τον ήρωα και να τον συναρμολογεί σαν αντιήρωα. Να συναρμολογεί τον αντιήρωα και να προκύπτει ένας αγνός αγωνιστής ορκισμένος και γενναίος υπερασπιστής της ύπαρξης, αλλά και του δικαιώματος να ερωτεύεται και να ζει με πάθος την κάθε στιγμή χωρίς να δίνει στον περίγυρο δικαίωμα στον κανιβαλισμό, στον εκχυδαϊσμό και στην ευτέλεια. Ο έρωτας αυτή η δίνη της ύπαρξης του σύμπαντος η κινητήρια ορμή. Στο περί έρωτος γράφει ο Σταντάλ: «Νομίζω πως βλέπω έναν άνθρωπο να πέφτει από το παράθυρο και να επιζητεί ωστόσο, να έχει μια χαριτωμένη πόζα φτάνοντας στο λιθόστρωτο. Ο ερωτευμένος είναι όπως αυτός κι όχι κάποιος άλλος».
Στην περίπτωσή μας ο ποιητής έχει το χάρισμα να αυτοαναφλέγεται, να καίγεται και κάθε φορά από τις στάχτες και πάλι να αναδύεται ολόκληρος, ετοιμοπόλεμος και μαχητικός με την απαραίτητη πόζα πάντα.
Η μούσα, η ερωμένη, η εξιδανικευμένη γυναίκα τοποθετούνται ακόμα και σήμερα στην ποίηση των αρρένων Ελλήνων ποιητών σαν «μια ασημένια φρουτιέρα με χρυσά μήλα μέσα» όπως συνήθιζε να χαρακτηρίζει τις γυναίκες αρκούντος υποτιμητικά τρεις αιώνες πριν ο Γκαίτε. Όμορφες, αψεγάδιαστες, πολυτελείς, ακίνητες, διακοσμητικές, εν τέλει ακίνδυνες.
Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις όπου στο αντρικό ποιητικό έργο στον αντίποδα της εξιδανικευμένης στέκεται πολλές φορές και η γυναίκα η δαιμονοποιημένη, η αποκρουστική ή η δαιμονική πανέμορφη μάγισσα.
Δείγματα αυτών των γυναικείων προτύπων ζουν κι αναπνέουν στην ποίηση του Κώστα Παπαθανασίου και δεν είναι σίγουρα ουδόλως διακοσμητικές.
Η γλώσσα είναι υπέρ του δέοντος δραστική μέσα στην απλότητά και τα λιτά της στοιχεία, η ποίηση είναι όμως πλούσια σε σκηνικά που κοσμούν μικρά θεατρικά δρώμενα δωματίου ξέχειλα με παράφορες εξομολογήσεις. Κάτι που συνιστά άλλη μια σημαντική αρετή του γράφοντος είναι ότι δεν διακρίνεται ίχνος επιτήδευσης ή κατασκευής. Τα δομικά στοιχεία που χρησιμοποιεί είναι στέρεα και το οικοδόμημα δεν κλυδωνίζεται και οπωσδήποτε δεν πέφτει. Σ’ αυτό το σημείο θα αναφερθώ στον Πώλ Βαλερύ και στο Ολικό Φαινόμενο, δηλαδή στην Ολότητα των σχέσεων, των συνθηκών, των δυνατοτήτων, των μη δυνατοτήτων. Η θεωρία του Ολικού Φαινομένου αν και αφορά περισσότερο σε πεζογραφικά έργα μπορεί να εφαρμοστεί ανενόχλητα και στο παρών ποιητικό έργο μια που την εκφράζει απόλυτα.
Δεν θα αναφερθώ σε σκόρπιους στίχους για να μην χαλάσω τη μαγεία της ολότητας που εξήγησα παραπάνω. Θα ομολογήσω όμως ότι τα ποιήματα αυτά προκαλούν στον αναγνώστη ρίγη συγκίνησης κάτι που ακόμα και μέσα στον ποιητικό κατακλυσμό της εποχής σπάνια συμβαίνει.
Συνοψίζοντας απομωνώνω από το έξοχο δοκίμιο του Ίταλο Καλβίνο, Οπτικότητα, έξι προτάσεις για την επόμενη χιλιετία, 1995: «Πραγματικότητες» και «φαντασίες» μπορούν να λάβουν μορφή μόνο μέσα από τη γραφή, εκεί όπου η φαινομενικότητα και η εσωτερικότητα, ο κόσμος και το εγώ, το βίωμα και η φαντασία μοιάζουν να αποτελούνται από την ίδια ρηματική ύλη. Τα πολύμορφα οράματα των ματιών και της ψυχής περιέχονται σε ομοιόμορφες γραμμές, σημεία πυκνά παρατεταγμένα σαν κόκκους άμμου, απεικονίζουν το ποικιλόχρωμο θέαμα του κόσμου σε μια επιφάνεια, πάντα ίδια και πάντα διαφορετική, όπως οι αμμόλοφοι της ερήμου που μετακινούνται από τον άνεμο».