Προδημοσίευση από
το Μυθιστόρημα ‘’Γράμματα σ’ έναν
δραπέτη’’ (Εκδόσεις Θράκα) της

Νίκης Μπλούτη
Καράτζαλη

Όταν
ο Ηλίας μου αποκάλυψε ότι βλεπόσαστε
σάστισα. Έμεινα σιωπηλή για ώρα να τον
κοιτάω σαν χαμένη. Περίμενε υπομονετικά
να τον ρωτήσω κάποια πράγματα για την
καινούργια σου ζωή, αλλά δεν το έκανα.
Δεν ήξερα από πού ν’ αρχίσω, δεν ήξερα
αν ήθελα να μάθω. Άρχισε μόνος του να
μου μιλάει ήρεμα κι εγώ αφέθηκα να τον
ακούω και να προσπαθώ να σε φανταστώ με
το ράσο και το κοτσάκι στα μαλλιά. Αυτός
μου είπε για το κελί σου, για τα περιποιημένα
παρτέρια σας, για τα σκόρπια εκκλησάκια
που μαζεύεστε και προσεύχεστε, για την
όμορφη απέραντη θέα που απολαμβάνεται
από ψηλά, για την ήρεμη ζωή σας. Κι εμένα
μέσα μου, φούντωνε περισσότερο ο θυμός
και η οργή, για το μονοπάτι που διάλεξες,
σίγουρος πως δεν υπάρχει σταυροδρόμι
για να μας ανταμώσεις ποτέ. Γιατί πήγες
εκεί που δεν μπορώ να σε φτάσω; Τώρα θα
μου πεις, κι αλλού να είχες πάει, δεν
ξέρω αν θα ερχόμουνα να σε δω ποτέ. Μου
στοίχισε πολύ η φυγή σου. Ήταν το πρώτο
δυνατό χαστούκι που έφαγα στη ζωή, απ’
το δικό σου χέρι. Ακόμα νιώθω πως έχω το
σημάδι του στο πρόσωπό μου.

Ο
Ηλίας μου είπε τότε, πως μπορώ αν θέλω
να σου γράφω. Πέρασαν χρόνια, ώσπου ν’
αποφασίσω να πιάσω το μολύβι στα χέρια
μου και ν’ αρχίσω να το κάνω. Ο θυμός
δεν ξεθυμαίνει εύκολα ούτε στο χαρτί,
σε μένα άργησε πολύ να καταλαγιάσει.
Και δεν ξέρω αν μαλάκωσε η καρδιά μου
με το πέρασμα του χρόνου ή αν έπαιξε
καταλυτικό ρόλο η αρρώστια μου. Νομίζω
το δεύτερο. Αναρωτιέμαι αν σου μίλησε
ο Ηλίας γι’ αυτό το κομμάτι της ζωής
μου. Δε τον ρώτησα κι ούτε θα το κάνω.
Έμαθα, όμως, πως σου γράφει και η Κατερίνα.
Μου το είπε η ίδια, το βράδυ που έμεινε
στο προσκεφάλι μου όταν εγχειρίστηκα.
Μου μιλούσε ψιθυριστά όλη νύχτα, για ν’
απαλύνει τον πόνο μου. Σαν παραμύθι μου
τα έλεγε, μόνο που δε θυμάμαι το τέλος.
Αποκοιμήθηκα με το γλυκό νανούρισμα
της φωνής της. Πόσο ανάγκη έχουμε από
μια γλυκιά φωνή να μας συντροφεύει τις
δύσκολες ώρες! Εσύ δεν ένιωσες ποτέ αυτή
την ανάγκη;

Αλλά
εσύ διάλεξες το πιο εύκολο μονοπάτι για
να περπατήσεις στη ζωή. Σηκώνεσαι κάθε
πρωί δίχως καμιά έγνοια να σε ταλανίζει.
Παραιτήθηκες, αυτό ξέρω και λέω εγώ. Τι
τα έκανες τα όνειρά σου; Τα έκλεισες
μέσα στο σεντούκι του κελιού σου μαζί
με τα πολύτιμα βιβλία σου; Σου φτάνει
δηλαδή ένα μονό κρεβάτι, ένα σεντούκι,
μια καρέκλα και μια δίφυλλη ντουλάπα
για να τα χωρέσεις; Αυτό γύρευες απ’ τη
ζωή σου, γιατί εγώ τουλάχιστον θυμάμαι
άλλα. Ήθελες να γίνεις μεγαλοδικηγόρος,
να διαπρέπεις μέσα στις αίθουσες των
δικαστηρίων με τον λόγο σου, να βοηθήσεις
τους ανθρώπους να βρουν το δίκιο τους,
να υποστηρίξεις τα δικαιώματά τους.
Ήθελες, έλεγες με περίσσιο πάθος κάποτε,
να κάνεις οικογένεια με πολλά παιδιά,
να ταξιδέψεις μαζί τους ως την άκρη της
γης. Τώρα, πώς ταξιδεύεις μονάχος σου
σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό; Τι τα έκανες
τα φτερά σου;

Εγώ
τουλάχιστον πάλεψα να τα υλοποιήσω.
Έγινα δασκάλα, αυτό που πάντα ονειρευόμουνα.
Ήμουνα ανάμεσα σε πιτσιρίκια κάθε μέρα,
τ’ άκουγα να κελαηδάνε και να μουρμουρίζουν,
τα έβλεπα να παίζουν στο προαύλιο, να
κυνηγιούνται, να φωνάζουν, να τρέχουν
κι ύστερα τα μάζευα σαν σαλιγκαράκια
μέσα στην τάξη μου για να τους μάθω πέντε
πράγματα που θα τους είναι εφόδια για
τη ζωή. Προσπάθησα να κάνω οικογένεια,
παντρεύτηκα, έκανα ένα παιδί, χώρισα.
Έφερα στον κόσμο ένα παιδί! Υπάρχει
μεγαλύτερο θαύμα απ’ αυτό;

Ο
Ηλίας μου λέει συχνά, πως οι περισσότεροι
άνθρωποι είμαστε εγωιστές, στην ουσία
δε θέλουμε την πραγματική ευτυχία για
τους αγαπημένους μας, γι’ αυτό μετράμε
την επίπτωση που θα έχει στη δική μας
ζωή η οποιαδήποτε πράξη τους ή απόφασή
τους. Αυτό, όπως καταλαβαίνεις, το λέει
για μένα, γιατί δεν μπόρεσα ακόμα ν’
αποδεχτώ πως μας παράτησες για πάντα.
Κι ούτε πιστεύω πως θα το πετύχω ποτέ.
Με προβληματίζει πολύ η άποψή του, για
μέρες ολόκληρες τη σκέφτομαι συνεχώς
προσπαθώντας να βγάλω ένα συμπέρασμα.
Και κατέληξα πως έχει δίκιο, τελικά. Θα
έπρεπε λογικά να μου αρκεί το ότι εσύ
είσαι ευτυχισμένος και ήρεμος εκεί που
είσαι, κι όχι να κοιτάω πόσο άλλαξε τη
δική μου ζωή η απόφασή σου να εξαφανιστείς.
Λογικά. Εμένα, όμως, δεν μου αρκεί η
λογική, μου περισσεύουν τα αισθήματα.
Είμαι εγωίστρια; Είμαι, αφού πονάω
αφόρητα ακόμα απ’ αυτόν τον χωρισμό
και δεν καταλαγιάζει ο πόνος ούτε όταν
με βεβαιώνει ο αδερφός σου πως εσύ είσαι
ευτυχισμένος. Τι θα πει ευτυχισμένος;
Μακριά μας;

Ένα
γλυκό ξημέρωμα, όπως καθόμουνα στο
κρεβάτι του νοσοκομείου ανασηκωμένη,
μέσα στους τέσσερις λευκούς τοίχους
του δωματίου και χάζευα απ’ το παράθυρο
το χάραμα με τις αποχρώσεις του στον
ουρανό, ένιωσα μια ενδόμυχη ανάγκη να
σου γράψω. Τέντωσα το χέρι και χτύπησα
το κουδούνι να καλέσω τη νοσοκόμα. «Θέλω
ένα τετράδιο κι ένα στυλό, αν σας είναι
εύκολο», παρακάλεσα τη νεαρή κοπέλα
όταν κατέφθασε να μ’ εξυπηρετήσει.
«Τέτοια ώρα; Μάλιστα, θα κάνω ότι μπορώ…»
ψέλλισε εκείνη σαστισμένη με την επιθυμία
μου. Όταν ήρθε ο Ηλίας, μετά από ώρες, με
την άσπρη ποδιά του και μια συνοδεία
από φοιτητές πίσω του ν’ ακολουθούν
τον κύριο καθηγητή, με βρήκε σκυμμένη
στο τετράδιο να γράφω. «Μπα!» Έκανε
έκπληκτος. «Γράφουμε και ημερολόγιο
τώρα;» με ρώτησε κι έσκυψε από πάνω, τάχα
μου, για να ελέγξει τι γράφω. Το έκλεισα
αργά κάτω απ’ τα βλέμματα των νεαρών
απέναντί μου, που είχαν σταθεί στη σειρά
και με κοιτούσαν. «Δεν είναι ημερολόγιο,
έχει παραλήπτη… Έναν δραπέτη», του
τόνισα ψιθυριστά στ’ αυτί, έτσι όπως
είχε πλησιάσει για να μ’ εξετάσει. Τα
μάτια του Ηλία φωτίστηκαν από χαρά, όταν
κατάλαβε ποιον εννοούσα, αλλά ίσως
περισσότερο επειδή αντιλήφθηκε πως η
καρδιά μου άρχισε επιτέλους να μαλακώνει.
Αυτό ήταν το πρώτο μου γράμμα σε σένα,
που το έχωσα με τρόπο στην τσέπη της
άσπρης ποδιάς του για να στο δώσει όταν
με το καλό σε ξαναδεί.