Για
την ποιητική συλλογή της Λένας Σαμαρά,
Επιμένω
να είμαι το σκοινί που λύνει το πλοίο
στο λιμάνι,
εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2019.
Της
Ευσταθίας Δήμου
Κάθε ποιητική
συλλογή, ανεξάρτητα από τη θεματική, το
ύφος και το ήθος των ποιημάτων που
περιλαμβάνει, συνιστά και μία απόπειρα
αποφόρτισης του ποιητή από όλα όσα τον
βαραίνουν και παρακωλύουν τη συμφιλίωσή
του με τον εαυτό του και τον κόσμο. Μια
τέτοια προσπάθεια διαφαίνεται και στην
τελευταία ποιητική συλλογή της Λένας
Σαμαρά που φέρει τον ασυνήθιστα
μακροσκελή, όσο και πεζολογικό τίτλο
Επιμένω
να είμαι το σκοινί που λύνει το πλοίο
στο λιμάνι.
Η ανατροπή που πραγματοποιείται με τη
χρήση της λέξης «λύνω», αντί του «δένω»
όπως θα περίμενε κανείς, διαμορφώνει
έναν ορίζοντα προσδοκιών για τον
αναγνώστη που έχει στο κέντρο του τη
φυγή από οτιδήποτε δεσμεύει τον άνθρωπο
μέσα σε απατηλές βεβαιότητες. Μέσα στο
πλαίσιο αυτό κινούνται και τα σαράντα
οκτώ ελευθερόστιχα ποιήματα της συλλογής
που διαρθρώνονται σε έξι επιμέρους
ενότητες.
Η
πρώτη, που τιτλοφορείται «Μαθητεία του
νερού» περιλαμβάνει οκτώ ποιήματα,
συνεκτικός ιστός των οποίων είναι το
στοιχείο του θαλασσινού νερού με την
λυτρωτική, καθαρτική του παρουσία. Στενά
συνυφασμένη με αυτό είναι η προοπτική
του ταξιδιού, νοούμενου ως απελευθέρωσης,
ως απαλλαγής από τα βαρίδια του κορμιού
και της ψυχής που καθηλώνουν τον άνθρωπο
και τον περιορίζουν μέσα στα στενά όρια
μιας φυλακής που είναι ίσως η χειρότερη
απ’ όλες, της φυλακής του νου. Σ’
αυτήν την υγρή πολιτεία/ επιστρέφοντας/
θα χαθούν για πάντα τα στεγανά του νου/
υποδυόμενα δελφίνια/ που μαστορεύουν
την ευφυία τους στο κύμα/ χωρίς να ξεχνούν
ποτέ τον αέρα που τα ζει.
(«Σέριφος (Μονοπάτια δελφινιών)»).
Στη δεύτερη
ενότητα, «Ανώνυμοι πόθοι», πραγματοποιείται
μία σύζευξη της έννοιας του ταξιδιού
με την έννοια του έρωτα που άλλοτε
ταυτίζονται και άλλοτε υπόκεινται σε
διχασμό, και στις δύο όμως εκδοχές η
ποιήτρια προσδίδει θετικό πρόσημο και
θετική προοπτική. Στην πρώτη περίπτωση
ο έρωτας λειτουργεί, όπως και το ταξίδι,
ως αντίδοτο στην καθήλωση και τη φθορά,
ενώ στη δεύτερη ο έρωτας μετουσιώνεται
σε μία σταθερά, σε ένα δεδομένο
αναμφισβήτητο που λειτουργεί ως σημείο
αναφοράς για την ποιήτρια. Ανιχνεύω
τα μάτια σου. Στο κέντρο τους είναι η
γη./ Δεν το πρόσεξα/ δυο-τρία πράγματα
απλά δεν πρόσεξα.// Μα είναι όλα εκεί/
μένουν εκεί./ Σαν να μοσχοβολούν ακόμα
κήποι.
(«Δρίμες») Ο έρωτας ως ζητούμενο και ο
έρωτας ως κατάκτηση είναι οι δύο πόλοι
ανάμεσα στους οποίους κινείται και
ταλαντεύεται η ποιήτρια που μέσα από
αυτόν τον προβληματισμό δεν κάνει τίποτε
άλλο από το να παραδέχεται τη δυσκολία
να συλλάβει και να αποδώσει το νόημα
και την ουσία του έρωτα, αλλά και του
ίδιου του υποκειμένου. Εμείς
μικροί ήρωες μεγάλου παραμυθιού/ ή
άγγελοι μικρού ονείρου;
(«Αργόσυρτες παραδομένες»)
Στην επόμενη
ενότητα, που τιτλοφορείται με τη φράση
«Μεσημβρινοί κύκλοι», και, όχι τυχαία
ίσως, βρίσκεται στο κέντρο περίπου της
συλλογής, όπως το μεσημέρι στο κέντρο
της μέρας, η θεματική της ποιήτριας
αλλάζει προσανατολισμό και εκκινεί από
συγκεκριμένες αφετηρίες, πρόσωπα
πραγματικά, μυθολογικά ή φανταστικά.
Είναι η Μέδουσα, ο Οδυσσέας, η Ωκεανίδα,
η Αφροδίτη, η Μόνα Λίζα, η Μαρίνα
Τσβετάγιεβα, ο Φερνάντο Πεσσόα που
λειτουργούν ως αφορμές για να καταθέσει
η ποιήτρια τους υπαρξιακούς της
προβληματισμούς που άλλοτε παίρνουν
την μορφή απόφανσης και άλλοτε διερεύνησης
ή ερωτήματος για τον άνθρωπο και για
την ανεξερεύνητη και αινιγματική
υπόστασή του. Είμαι
ένα όνειρο; Είμαι ένας άνθρωπος;/ Είμαστε
φως και μερίδιο απ’ το σκοτάδι.
(«Φερνάντο Πεσσόα: Αμφιβολία»)
Ακολουθεί η
ενότητα «Ανυπεράσπιστα είδη», με ποιήματα
που προκρίνουν την καταδίκη της
απανθρωπιάς απέναντι σε όσους υποφέρουν,
αλλά και το δικαίωμα όλων των ανθρώπων
για μια δίκαιη ζωή μέσα σε μια δίκαιη
κοινωνία. Χωρίς
να πιστεύω/ ούτε να μην πιστεύω/ ήρεμα/
διεκδικώ το δικαίωμα/ να υπάρχουν/ οι
ζωντανές φωνές/ ενός κόσμου δίκαιου
(«Animalia»).
Οι κοινωνιολογικοί αυτοί προβληματισμοί
συμπλέκονται και συνυπάρχουν με τον
θεμελιώδη προβληματισμό της ποιήτριας
και των καλλιτεχνών γενικότερα σχετικά
με την φθαρτή φύση του ανθρώπου, καθώς
και με τα συνυφασμένα με αυτή ζητήματα
της μνήμης, της λήθης και του χρόνου που
ως έννοιες αναδεικνύονται σε ένα είδος
αντιπάλου που φέρει επάνω του τα ίχνη
και τις ενδείξεις της επερχόμενης
βέβαιης νίκης του.
Τα επόμενα
οχτώ ποιήματα της συλλογής ομαδοποιούνται
υπό τον τίτλο «Μαρτυρία» και διακρίνονται
για την αυτοαναφορικότητά τους,
συναποτελούν δηλαδή ένα παλίμψηστο των
προσωπικών αναζητήσεων της ποιήτριας.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό διαμορφώνεται
μία προβληματική που έχει στο κέντρο
της την επιθυμία της ποιήτριας να
παραμείνει αλώβητη από την επέλαση όλων
εκείνων των στοιχείων που απειλούν την
αυτογνωσία και την αυτοσυνειδησία της,
την ίδια της την ύπαρξη. Όλα όσα
συναποτελούν την ουσία της – η μνήμη, η
νόηση, η φιλέρευνη διάθεση, η τέχνη της,
τα όνειρά της – και διατρέχουν τον κίνδυνο
της οριστικής απώλειας διοχετεύονται
σε στίχους που υπερασπίζονται την
αυθυπαρξία και διεκδικούν την συνέχειά
τους. Αρχίζω
φαίνεται/ να χωρώ τα κομμάτια μου/ στα
ρούχα του άστεγου/ που λυπάται τη μνήμη
μου που τίποτα/ δεν ανταποδίδει/ σ’ ένα
τόσο συγκινητικό βλέμμα/ σε μια τόσο
συγγενική νύχτα.
(«Άστεγη μνήμη»)
Η τελευταία
ενότητα, υπό τον τίτλο «Λευκά τοπία»,
περιλαμβάνει ποιήματα ποιητικής,
ποιήματα δηλαδή που διερευνούν τη φύση
και τη λειτουργία του ποιητικού φαινομένου
και που προσεγγίζουν την ποιητική
δημιουργία με έναν τρόπο ιδιαίτερο και
ξεχωριστό, ως μια διαδικασία μυστηριακή
και, ταυτόχρονα, μια πορεία λυτρωτική
και αναγεννητική. Τα λευκά τοπία δεν
είναι άλλα από τις άγραφες, λευκές
σελίδες που προκύπτουν, βάσει και του
σχετικού νόμου της φυσικής, από μία
πανσπερμία χρωμάτων, μια πανσπερμία
σκέψεων που γυρεύουν τη συγκεκριμενοποίηση
και τη λεκτική – γραφική αποτύπωσή
τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ποίηση
αποκτά το χαρακτήρα μιας πάλης με το
χρόνο που αποδεικνύεται δυνατότερος
και από τον ίδιο τον δημιουργό στην
προσπάθεια ανάδυσης και παγίωσης του
ποιητικού αποτελέσματος. Συλλέγω
τις λέξεις σιωπηρά στη γαλήνη της νύχτας/
ο ήλιος του μεσημεριού καίει τα περιττά/
οι λέξεις ομορφαίνουν/ στιλβώνονται/
το χάραμα ελπίζει στο ποίημα. («Ποίηση»)
Η ποιητική
συλλογή της Λένας Σαμαρά δεν είναι ένα
βιβλίο εύκολο στην προσπέλασή του, ούτε
στην άμεση και ευθεία αποκρυπτογράφησή
του από την αναγνωστική συνείδηση. Κι
αυτό γιατί δεν προϋποθέτει μόνο την
διανοητική και συναισθηματική μέθεξη
του αναγνώστη, αλλά κυρίως την επιστράτευση
της ενσυναίσθησης προκειμένου να
επιτευχθεί κατά τρόπο αποτελεσματικό
η πρόσληψη και η απόλαυση του ποιητικού
κειμένου. Η ποιήτρια αφήνει αρκετά κενά
στη διάρθρωση των ποιητικών της σκέψεων,
κενά που καλείται να συμπληρώσει ο
αναγνώστης πάνω στη βάση και των δικών
του εμπειριών, της δικής του ψυχοσύνθεσης
και ιδιοσυγκρασίας, αλλά και πάνω στη
βάση της εμβάθυνσης στον τρόπο και τη
μέθοδο της ποιήτριας, έτσι ώστε οι δύο
συνειδήσεις, ποιητική και αναγνωστική,
να συναντηθούν και να συμπέσουν μέσα
στη διαδικασία της ανά – γνωσης του
ποιήματος, νοούμενης ως αναγνώρισης
και αναδημιουργίας του ταυτόχρονα.
Μια συλλογή
που αποπειράται να μυήσει τον αναγνώστη
στο μυστήριο της ποιητικής δημιουργίας,
μια συλλογή που, συνειδητά ή ασυνείδητα,
του προσφέρει τη δυνατότητα να διαμορφώσει
και να υπαγορεύσει τους όρους και τα
όρια της πρόσληψης. Τέλος, μια συλλογή
που βαθαίνει το προσωπικό στίγμα της
ποιήτριας καθιστώντας τη σχέση της με
τη γλώσσα αγωνιώδη, σαν περιπέτεια, και
πολύπτυχη, ακριβώς σαν την ανθρώπινη
ύπαρξη.