Ρομαντισμός

Δεν την ξεχνώ, στο μυαλό
μου κοιμάται, έχω κλειδώσει τα χέρια της στις πιο αιχμηρές του γωνίες. Εκείνη
περπατά στον λαβύρινθο, στα όρθια σύμβολα κοιτώντας πάντοτε κάτω. Οι κόρες των
ματιών της γυαλίζουν, σχηματίζονται μέσα τους ευθείες γραμμές. Τις σχεδίασα
προσεκτικά με το χάρακα και φύτεψα στο μήκος τους ωραία λουλούδια, για να ‘χει
κάτι να βλέπει στο δρόμο, να ξεχνά τον φόβο που της κλείνει τα πέταλα. Έκοψα κι
ένα φεγγάρι στρογγυλό και το κρέμασα δίπλα της, έτσι, για να ξεγελιέται.

  

Πόθος

Του χρώμα του είναι
άσπρο, δεν είναι κόκκινο. Τον φαντάζεται σαν πάγο που λιώνει, σαν να λιώνουν
ογκώδη, γρανιτένια βουνά από πάγο. Πέθαινε αργά κι ο εαυτός της έμοιαζε με ψάρι
που σπαρταρούσε ενώ απ’ το σώμα του έφευγαν στάλες χοντρό αλάτι. Έσταζαν οι λέξεις
πριν φτάσουν στο στόμα της, δεν είχε χώρο η γλώσσα να δώσει στα λόγια,
κυλούσαν. Από τις τσέπες της έτρεχε το νερό στο χώμα. Ποτάμια συλλαβές, υγρά
σύμφωνα. Θόλωσαν τα τοπία, οι εικόνες έχασαν κάθε σχηματισμό. Τα υφάσματα
κολυμπούσαν στην αιωνιότητα. Μουσκεμένα τα μέλη μέχρι το κόκαλο. Τίποτα δεν
διψούσε πια, για τίποτα.

Μάχες

Προχωρούσε μπροστά και
την ακολουθούσε μια πομπή από φωνές που διηγούνταν όνειρα κι ιστορίες.
Πύκνωναν, πύκνωναν –γίνονταν μάχες, σε κάθε πτυχή του μυαλού έστηναν
στρατόπεδα. Έβγαιναν τότε οι στρατηγοί με τις στολές τους, περήφανοι, με
ψεύτικα όπλα έδιωχναν τους εφιάλτες. Δίπλα τα έντομα κι οι σαύρες γελούσαν,
γελούσαν. Οι λοχίες, χαμένοι, έπαιζαν με νεροπίστολα. Αόρατες ξαναγύριζαν οι
φωνές στα περιβόλια. Κάτω απ’ τα δέντρα, κούρνιαζαν γυμνοί στρατιώτες.