Η βάσανος

Όταν γύρισα είδα στρωμένο τον καναπέ.

Ξέρεις γιατί ! είπες.

Και φορούσες εκείνο το λευκό μακρύ

νυχτικό που μου αρέσει.

Ξάπλωσα και σκεφτόμουν την δαντέλα του

στο δαντελένιο σου κορμί, στο δαντελωτό

του κορμιού σου την δαντέλα του σκεφτόμουν·

ξάπλωσα και δεν ξάπλωσα

κι εσύ ήσουν ένα δωμάτιο μακριά

και δεν με ήθελες και φορούσες

αυτό το λευκό μακρύ νυχτικό

για να με βασανίζεις

και το χειρότερο

δεν ήξερα γιατί !

Από την ανέκδοτη ποιητική
συλλογή « ερώτων σάτιρες »