Μια
πόλη έτοιμη να ανθίσει

Καθόταν
σε ένα παγκάκι ανάποδα και κοιτούσε τα
αυτοκίνητα. Φασαρία, σκόνη, άνθρωποι,
μυρωδιές, μια τεράστια πόλη.

Γεννήθηκε
πριν από πολλά χρόνια σε αυτή την πόλη,
σε ένα γκρίζο κτίριο, σε ένα ψυχρό
δωμάτιο. Η γειτονιά που μεγάλωσε ήταν
πάντα η ίδια, όλες τις εποχές. Οι άνθρωποι,
η κίνηση, το βουητό. Μόνο που την άνοιξη
άνθιζαν όλα τα δέντρα στο πάρκο.
Περπατούσες ανάμεσα από ευωδίες καπνού,
από παρέες που κάπνιζαν και από υπέροχες
μυρωδιές από κάθε λογής άνθη. Το πάρκο
άρχιζε δειλά να ανθίζει και παράλληλα
να γεμίζει με κόσμο, κάθε χρόνο.

Μόνο
φέτος άργησε ο χειμώνας και αυτή τη
νύχτα τα παγκάκια είναι άδεια και τα
δέντρα γυμνά. Αποφάσισε να κάνει μια
βόλτα μόνος του, ένα γρήγορο περίπατο
σαν να τον κυνηγούσαν οι σκέψεις, κάπνιζε
βιαστικά και κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι
του για να δει την πανσέληνο. Ήξερε πολύ
καλά την περιοχή, όπως επίσης και τις
μεγάλες πιθανότητες που υπήρχαν να
πέσεις πάνω σε κάποια παρέα με κακές
διαθέσεις. Περπατούσε τώρα με σκυμμένο
το κεφάλι. Κάποιοι είχαν σπάσει τις
λάμπες του δρόμου σε αυτό το σημείο και
ίσα που μπορούσες να διακρίνεις ένα
παγκάκι στο σκοτάδι. Κάθισε και άρχισε
να στρίβει ένα τσιγάρο. Θυμήθηκε όταν
έκανε εδώ τις πρώτες του βόλτες, έφηβος,
και η ζωή του σαν ένα μπουμπούκι, έτοιμο
να ανθίσει μαζί με τα υπόλοιπα άνθη και
να φέρει μια ζεστή και φωτεινή άνοιξη,
μια εποχή που θα κάνει τα όνειρα του να
ανθίζουν, κάθε πρωί.

Ακόμα
περιμένει αυτή την εποχή. Ολόκληρη η
ζωή του μοιάζει με χειμώνα, το μόνο που
θυμάται είναι ένα κρύο για συντροφιά,
μια βροχή που τον κυνηγάει και συνέχεια
ψάχνει να καλυφθεί κάτω από κάτι και
τελικά να καταλήγει από ζέστη σε ζέστη,
από φωτιά σε φωτιά, ψάχνοντας συνεχώς
κάποιου τύπου καταφύγιο.

Ξαφνικά
μια παρέα νεαρών πλησιάζει αργά και του
ζητάει φωτιά, δεν απαντάει, απλά σηκώνεται
ψαχουλεύει στην τσέπη του και βγάζει
ένα πακέτο σπίρτα, ανάβει ένα σπίρτο
και αμέσως ένας νεαρός του πιάνει τα
δυο χέρια. Ένας άλλος νεαρός άρχισε να
τον χτυπάει και να τον κλωτσάει δυνατά
μέχρι που έπεσε κάτω. Ο πρώτος νεαρός
τότε γυρνάει με ένα μαχαίρι και τον
μαχαιρώνει στην κοιλιά. Μετά έφυγαν
τρέχοντας.

Έχανε
πάρα πολύ αίμα, δεν μπορούσε να σηκωθεί.
Μόλις είχε αρχίσει να ξημερώνει. Σίγουρα
τέτοια ώρα δεν θα τον έβρισκε κανείς,
άλλωστε η μαχαιριά ήταν σε τέτοιο σημείο
που δεν σου άφηνε περιθώρια για να
ελπίζεις, για να ονειρεύεσαι. Κοιτάζει
από πάνω του ένα κλαδί γεμάτο μικρά
μπουμπούκια και στην άκρη του ένα που
με την πρώτη ακτίνα φωτός, μόλις άνθισε.

Άραγε
να είναι αυτό που θα δείξει τον δρόμο
και στα άλλα μπουμπούκια για να ανθίσει
ολόκληρο το κλαδί, το δέντρο, το πάρκο.
Η άνοιξη έχει ήδη έρθει, σε αυτή την
πόλη, μια πόλη έτοιμη να ανθίσει.

——————————

βιογραφικό συγγραφέα:

O
Μπέσης Νεκτάριος, γεννήθηκε το 1977 στην
Αθήνα, έζησε στην

Αίγινα
μέχρι την ηλικία των 17, έκτοτε ζει και
εργάζεται στην Αθήνα.

Το
2008 εκδόθηκε το ποίημα του – Η αλμυρή
μαγεία της Θάλασσας –

στο
περιοδικό Ραπόρτο (φύλλο 65). Το 2016 εκδόθηκε
ηλεκτρονικά

στην
στήλη – εν καινώ – (24 γράμματα) η ποιητική
συλλογή «αστροφεγγιά.¨»

«Η
ορχήστρα του δάσους (2017)» είναι η πρώτη
του έντυπη έκδοση στις

εκδόσεις
24 γράμματα και το

«Καταστρέφοντας
τα χρώματα της νύχτας (2018)» είναι η
δεύτερη έντυπη έκδοση, επίσης στις
εκδόσεις 24 γράμματα .

Ποιήματα
του έχουν εκδοθεί σε διάφορες ποιητικές
ανθολογίες

(-ανθολογία
ποιητών 2015-2016, από «24 γράμματα»


4
η
ομαδική, από εκδόσεις «διάνυσμα» ,

-Ποιητές
για την άνοιξη, από εκδόσεις
«Υδρόγειος»(2008))


όπως και το μικρό διήγημα, αόρατες
γραμμές,

στο
βιβλίο, λαθρόψυχοι.