Πλάγιος μπακ: Ποιητικό
εγχειρίδιο αυτοβοήθειας προς επίδοξους ποιητές ή προς τον εσώτερο εαυτό μας.
Πλάγιος
μπακ (γράμματα σε νέο ποδοσφαιριστή)είναι ο τίτλος της πέμπτης ποιητικής
συλλογής του Αχιλλέα Κατσαρού, τίτλος που φέρνει την μπάλα στο δικό μας μεταμοντέρνο
γήπεδο, θυμίζοντας παιγνιωδώς τα Γράμματα
σ’ έναν νέο ποιητή του Ράινερ Μαρία Ρίλκε.
[…] «Δεν μπορώ να σας δώσω παρά τούτη μόνο
τη συμβουλή: βυθιστείτε στον εαυτό σας, ψάξτε στα βάθη απ’ όπου πηγάζει η ζωή
σας. Έχετε βρει την απόκριση στο ερώτημα: πρέπει να δημιουργείτε; Δεχτείτε την,
όπως αντηχήσει, χωρίς να γυρέψετε το νόημά της. Ίσως βγει πως η Τέχνη σας
καλεί. Τότε αγκαλιάστε αυτή τη μοίρα, κρατήστε την για πάντα απάνω σας, μ’ όλο
το βάρος και το μεγαλείο της, χωρίς ποτέ ν’ αποζητήσετε καμιά αμοιβή απ’ έξω.
Γιατί ο δημιουργός πρέπει να ’ναι ολόκληρος ένας κόσμος για τον εαυτό του»[1] […]
Αυτά μεταξύ άλλων συμβουλεύει ο Ρίλκε τον
νεαρό στρατιωτικόFranzXaverKappus, επισημαίνοντάς του
πως η τέχνη είναι ένα μακρύ, επώδυνο και μοναχικό ταξίδι προς τα μέσα και πως
φυσικά δεν υπάρχει μεγαλείο δίχως ειδικό βάρος.
Πάμε τώρα σε έναν Γερμανό. Ο
Αντρέας Μπρέμε υπήρξε ένας από τους καλύτερους πλάγιους μπακ τις δεκαετίες ’80
και ’90, ένας από τους σπουδαιότερους Γερμανούς ποδοσφαιριστές όλων των εποχών
και πρωταθλητής το 1990. Το δικό του πέναλτι στο τελικό με την Αργεντινή στο
Ολίμπικο της Ρώμης, ήταν αυτό που ανέβασε στο υψηλότερο σκαλί την Γερμανία και
οδήγησε στο περίφημο κλάμα του Ντιέγκο Αρμ. Μαραντόνα.
Ο άνθρωπος αυτός που κέρδισε την εκτίμηση
όλων ως ένας από τους καλύτερους πλάγιους μπακ, με την ικανότητα να παίζει με
την ίδια ευκολία και στις δυο πλευρές του γηπέδου, δυστυχώς, όπως διαβάζω σε
γνωστή αθλητική σελίδα, δεν ήξερε να «παίζει» εκτός γηπέδου. Ο εθισμός του στον
τζόγο και το ποτό τον οδήγησε στην καταστροφή και τα πολλά λεφτά που έβγαλε
εξανεμίστηκαν, αναγκάζοντάς τον να πουλήσει το ίδιο του το σπίτι. Άστεγος και
εξαντλημένος κατέληξε να δέχεται προτάσεις για να καθαρίζει τουαλέτες.
Η μικρή Οδύσσεια του Μπρέμε από την κορυφή
στον πάτο της κοινωνικής πυραμίδας, το καλό που γυρίζει σε «ξαφνικό κακό»,
συνιστά κατάλληλο πρόλογο για τον ποιητή που φοβάται πως ποτέ δεν θα γίνει/ ο ποιητής που θα ήθελαν/ ο πατέρας κι η μητέρα του. Αυτόν
δηλαδή που, ανάμεσα σε όλα τα γαϊδουρινά
τρεξίματα, βρίσκει τον χρόνο να διαβάσει τα μεγάλα αριστουργήματα ή να
γράψει ένα ποιητικό εγχειρίδιο αυτοβοήθειας με την επιτελεστικότητα ενός
ποδοσφαιριστή.
Καλά ως εδώ. Τι γίνεται όμως όταν γυρίζεις
τη σελίδα και το δεύτερο ποίημα της συλλογής ονομάζεται «Τηλέμαχος»; Το τρίτο «Νέστορας»;
Το τέταρτο «Πρωτέας» κ.ο.κ.; Τι γίνεται δηλαδή όταν ολόκληρη η ποιητική σύνθεση
ακολουθεί συμβολικά τον νόστο του Οδυσσέα;
Μήπως αυτή η επιστροφή είναι το βύθισμα
στον εσώτερο εαυτό, όπως το εννοεί ο Ρίλκε; Κι αν ναι, τι δυσκολίες έχει αυτός
ο ιδιαίτερος επαναπατρισμός;
Συνήθως ένα βιβλίο αυτοβοήθειας γράφεται με
σκοπό να δώσει στους αναγνώστες του οδηγίες για το πώς να επιλύσουν θέματα που
τους απασχολούν. Ακολουθώντας αυτό το σκεπτικό θα επιχειρήσω να εξετάσω κάποια
από τα ζητήματα ταυτότητας, ετερότητας και σύγχρονης ποιητικής που θέτει η
συλλογή.
[Ταυτότητα ή η μεταποιητική δύναμη της
ποίησης]
Ζούμε σε μια εποχή συγχρονικότητας,
διασταυρώσεων, παραλληλίας και διασποράς, όπου το μόνο που μπορούμε να κάνουμε
κατάFoucaultείναι να κατοικούμε τη στιγμή. Πώς μπορεί
ένας ποιητής να συγκροτήσει την ταυτότητα του σε έναν κόσμο που δεν αποτελεί
πια ένα οργανικό όλον; Πρέπει απλώς να αποδεχτεί ότι είναι ένας γιος κατώτερος του πατέρα, όπως ο
Τηλέμαχος, ένα αναλφάβητο ρόδο που
αντιστέκεται με σθένος στην εποχή του θάμβους καθώς πορεύεται προς την
άγνοια; Ή μήπως η ίδια η πρωτεϊκή διάσταση της ποίησης έχει κάτι να μας
αντιπροτείνει; Ο Οδυσσέας άλλωστε δεν είναι μόνο ο πολύτροπος ήρωας της
Οδύσσειας, είναι και ο αοιδός των Μεγάλων Απολόγων της. Αυτός δηλαδή που μπορεί
να αλλάξει τον βιωμένο πόνο σε ακροαματική τέρψη.
[Τέρατα και άλλες δικαιολογίες]
Στην ποίηση του Αχιλλέα Κατσαρού τα μυθολογικά
τέρατα ανασταίνονται για να μας δείξουν ότι οι περιπέτειες στη ζωή δεν είναι
πάντα συμμετρικά μοιρασμένες ούτε στρογγυλεύονται σε αριθμούς. Οι Λωτοφάγοι
βρίσκουν ακόμη και τώρα ιδιαίτερα ευφάνταστους τρόπους να ληστεύουν όλα τα εκτός εποχής άρματα, να μας αφήνουν
μόνους, χωρίς τα αναγκαία εργαλεία της ιστορικής μνήμης για να επεξεργαστούμε ή
να μαντέψουμε το μάταιο. Οι Θεοί είναι
πολύ αφηρημένοι, ενώ ο Πολύφημος και οι Σειρήνες έχουν ξεφύγει κατά πολύ
από την μανιχαϊστική αντίληψη του καλού και του κακού. Ο πρώτος έχει ένα
παραμελημένο γαλάζιο μέσα στο πληγωμένο του μάτι και οι Σειρήνες, αργοπορημένες γυναίκες, μοιάζουν με ζώα της Αφρικής που όμως δεν προορίστηκαν για καμία Αφρική, θύματα
και οι ίδιες. Όσο για τον έρωτα, αυτή
την όμορφη λαιμητόμο που αρέσκεται να
πίνει ζεστό αίμα, αυτός μοιάζει να
έχει απωλέσει προ πολλού τον παραδείσιο χώρο του. Την κοινή του ρίζα με το
πνευματικό. Αντιστρέφω εδώ τον Ρίλκε . Η σωματική ηδονή δεν μπορεί να γίνει μια
απαλότερη, πιο μυστηριακή, πιο γητεμένη, πιο αιώνια επανάληψη του έργου του
πνεύματος.[2] Τίποτα δεν μπορεί να
αποτελέσει πραγματική έμπνευση στον μετανεωτερικό αποδομημένο κόσμο μας. Αφού
όλα ανακατεύονται γλυκά, χωρίς να βγαίνουν
στη στεριά. Ή ίσως αυτή να είναι η δικαιολογία μας.
Ας διδαχτούμε λοιπόν μερικές τεχνικές
καθόδου στον Άδη, αφού μας υποσχέθηκαν πως ο θάνατος μπορεί, έχοντας επέλθει
ποιητικά, να μεταμορφωθεί σε καλό αγωγό του νόστου. Ή μήπως το αποτέλεσμα θα
αποδειχτεί απλώς η άλλη όψη του νομίσματος, όπως αποτυπώνεται στο ποίημα «Άδης»:
Εκμηδενίζομαι
όταν με φυσάς.
Απομένω
αυτό που ήμουν.
Στήθος.
Μήπως τελικά ο ποδοσφαιριστής μας ο Μπρέμε
δεν θα καταφέρει ποτέ να μάθει να «παίζει» καλύτερα εκτός γηπέδου; Μήπως η
μοίρα του ποιήματος είναι να σχεδιάζεται πάντα
ατελές και άσχημο;
Επιχειρώντας να απαντήσω στα παραπάνω
ερωτήματα θα ήθελα τέλος να καταδείξω το έντονο πολιτικό στοιχείο που υφέρπει στη
συλλογή του Αχιλλέα Κατσαρού, το οποίο σε μερικά ποιήματα παίρνει το χαρακτήρα
μιας δυσοίωνης διαχρονικής μαντικής πρόβλεψης. Ποιήματα όπως τα «Βόδια του
Ήλιου» και η «Ιθάκη» συμπυκνώνουν ποιητικά με ιερό τρόμο τη χρυσή τερατόμορφη
ανθρωπότητα και τη γλυκιά ρίζα του κακού που επιμένει να νεκρανασταίνεται.
Κι αν όλα πάνε καλά και νικηθούν οι
μνηστήρες, τι μας επιφυλάσσει αυτή η τελική στιγμή της αναγνώρισης με την
Πηνελόπη; Θα γίνει επιτέλους ο καθρέφτης της ευδαιμονίας μας ή θα δούμε, στη μακριά
αυτή νύχτα, στα μάτια της την αντήχηση
της μοναξιάς μας; Το βιβλίο σαν προορισμός επετεύχθη, το χρέος εξοφλήθηκε
κι εμείς δεν έχουμε ιδέα τι να κάνουμε τώρα με τα χέρια μας. Το ποίημα θέλει να
ζήσει και όχι να διαβάζεται, όπως η Πηνελόπη στο προτελευταίο ποίημα της
συλλογής εύχεται να είναι η πόρνη των Ευαγγελίων. Δεν αναγνωρίζει ως πατρίδα το
ίδιο της το σώμα, πόσο μάλλον την Ιθάκη, και ψιθυρίζει καβαφικά:
Τόπος
μου δεν είναι η Ιθάκη. Μόνο εκείνη η κάμαρα η πτωχική που όλα σαν να είναι θεός
τα συγχωρεί.
Ο ποιητής έχει αμαρτήσει, και μόνο από την
επιθυμία του, σαν άλλος Μπρέμε, να κάνει τον Μαραντόνα να κλάψει. Το ποίημα
είναι ολόκληρο μια επιθυμία, και την ίδια στιγμή η ενοχή της επιθυμίας. Θα
παραμείνει το πέναλτι που δεν δόθηκε/ Μαύρος
αραχνιασμένος στίχος πίσω από τα δοκάρια.
Όμως εσύ, καλέ αοιδέ, όπως κι αν έρθουν τα
πράγματα, συνέχισε να τραγουδάς ακόμη και στις τουαλέτες.
*Με πλάγια
γράμματα παρατίθενται στίχοι ή ποιήματα από την ποιητική συλλογή Πλάγιος μπακ (γράμματα σε νέο ποιητή) με
προσαρμοσμένες τις αντωνυμίες όπου κρίθηκε απαραίτητο.
[1]RainerMariaRilke, Γράμματα
σ’ ένα νέο ποιητή, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2010, σ.21
[2] ο.π.
σσ.46-47