(Ποια αλήθεια περίσσεψε για ‘μένα;)
Από ‘δω ψηλά κι απ’ όπου ψηλά φωνές σαν ανθισμένο τίλιο και ένας μικρός σαρκαστικός τραμπούκος φίλος απ’ τους κάτω τους πολύ κάτω εκείνους που φτύνεις και λένε ότι βρέχει
Από ‘δω ψηλά πλάθω ήρεμες προοπτικές με λυμένα κορδόνια και ορθάνοιχτες πόρτες προς κάποιο απόγευμα των εικοσιοκτώ μου χρόνων χωρίς σάλιο καφέ και τσιγάρο
Και παίζει παράνοια άδειος χώρος βρωμιά και ακροβασία απαντήσεις που δεν δόθηκαν ποτέ για μια ψυχή αμακιγιάριστη με τακούνια και έμφυλα οράματα