Γιάννης
Καρατζόγλου, “Εγγραφές κλεισίματος”,
εκδ. Ρώμη, 2017.

Γράμμα στον ποιητή Γιάννη Καρατζόγλου,

Θεσσαλονίκη, 3/1/2018

Αγαπητέ κ.
Καρατζόγλου, έλαβα σήμερα το νέο βιβλίο
σας και πολύ σας ευχαριστώ. Το διάβασα
μονομιάς και με πολύ ενδιαφέρον. Θα
έλεγα πως η θεματολογία της απεικόνισης
του ισόβιου τοπίου, που προτιμήσατε,
στις “Εγγραφές κλεισίματος”, είναι
μια σχεδόν “πιστή” μετα-ιμπρεσιονιστική
αναπαράσταση λεπτομερειών, με τη χρήση
της μνήμης που ξαναπαίζει την κασέτα
προ του τέλους. χωρίς μάλιστα “να
προσδοκάται άνοιγμα νέας χρήσης…”,
γεγονός που καθιστά το βιβλίο πολύ
ανθρώπινο και συγκινητικό. Ο ίδιος ο
τίτλος μάλιστα είναι επίσης πολύ
συγκινητικός και ιδιαίτερος,
μεταστοιχειώνοντας την λογιστική
ορολογία σε ποιητικό κατόρθωμα. Η
λεπτομερειακή καταγραφή, ανθρώπων,
βιωμάτων, καταστάσεων, συναντήσεων,
ροών, ροπών και αντι-ροών σε ανάλογη
κλίμακα του συναισθηματικά φορτισμένου
παρόντος στον ποιητικό καμβά, επίσης
εντυπωσιάζει και αγγίζει πολλές χορδές
του “ψυχισμού” του αναγνώστη, τον
οποίο και μεταθέτει προ του δικού του
τέλος, εφόσον κατορθώσει να διασχίσει
ένα αντίστοιχα “ικανοποιητικό”
μέρος της βιο-γραμμής του.

Πρόκειται
θα έλεγα, για να συνεχίσω, για μια ποίηση
που υπογραμμίζει τη σημασία των έργων
μικρής κλίμακας, αντί των έργων μνημειακού
χαρακτήρα που φαντάζουν ξένα στην εποχή
μας. Ενδεικτικά ξεχωρίζω και παραπέμπω
στα ποιήματα “Υπνοβασίες”, “Ο
χρόνος”, “Μετά την καταστροφή”
[τα οποία και παρατίθενται στο τέλος].
Οι «κλειδώσεις της ωμοπλάτης» που πονούν
και υπόσχονται φτερά, μας περνούν σε
μια ονειρική διαδρομή όπου όντως αξιώνει
το “printκατευθείαν απ’
τον όνειρο”, και από εκεί με τα λίγα
κέρματα που επαρκούν μόνο για να αγοράσει
ο ομότεχνος των Δημουλά, Μέσκου και
Κουγιουμτζή, Γιάννης Καρατζόγλου, τα
λογοτεχνικά τους βιβλία, περνάμε στο
ντοστογιεφσκικό, αλά Ιβαν Καραμαζώφ
αδιέξοδο, στο “Σύνδομο της Δευτέρας”
όπου διαβάζουμε:

«Και
καταλήγει αυτό το φριχτό όνειρο,να
είναι, υποτίθεται, Δευτέρα, να τον έχει
σηκώσει συνοφυρωμένος ο Μέγας Καθηγητής
και να τον ταπεινώνει: “γιατί μας
ήρθες πάλι απροετοίμαστος εδώ πάνω,
παιδί μου;”

Αν δεν έχετε
δει την ταινιά “Lucky” του Τζον Κάρολ
Λιντς, την παίζει αυτές τις μέρες στο
σινεμά, θα σας πρότεινα να την δείτε.
Κινείστε στο ίδιο κλίμα.Mε
τρόπο συμπληρωματικό. Με αγάπη και
εκτίμηση. Όλα τα παραπάνω τα έγραψα
μονομιάς. Πατάω enter, δηλ. σας τα στέλνω,
και έπειτα τα διαβάζω. Δικός σας.

Πέτρος

ΤΑ
ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ ΩΜΟΠΛΑΤΗΣ

Όσο γερνάει
κάνει το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που
υποδεικνύουν οι γιατροί.

Καπνίζει σαν
φουγάρο, πίνει ούζα και τσίπουρα
βουστροφηδόν

τραβάει τις
νύχτες ως το χάραμα διαβάζοντας αδηφάγες
διηγήσεις

δεν περπατάει
το καθημερινό χιλιόμετρο, δεν ανεβαίνει
σκάλες με τα πόδια

τους μετρητές
χοληστερίνης, πίεσης , σακχάρου αγνοεί…

Όσο παλιώνει
πράττει το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό
που λέει η λογική.

Θυμάται τα
πρόσφατα, δεν προσφεύγει στα παλιά, τα
καλοκαίρια αγνοεί

απολαμβάνει
τη βροχή, το χιόνι, τις λασπουριές και
τους ανέμους

ακούει
τραγούδια με γερασμένους τραγουδιστές
της εποχής του

ξοδεύει
άναρχα όσα του απομείνανε, οι καταθέσεις
του τελειώνουν,

δεν ασχολείται
με διαθήκες, ψιλές κυριότητες και
επικαρπίες…

Όσο γερνάει
καλυτερεύει η υγεία μέσα του, εκτός από
κάτι πόνους,

στις κλειδώσεις
της ωμοπλάτης, δεν είναι τίποτα του
είπαν οι γιατροί,

είναι που
φύονται φτερά, λιγάκι ακόμα θα πονάς
μέχρι να μεγαλώσουν

αλλά τη μέρα
εκείνη θα πετάξεις άνετα με μεγάλες
απλωτές…

ΜΕΤΑ
ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Μετά
την Καταστροφή η οικογένεια σκόρπισε.
Ένα ολόκληρο κλαδί της πήγε Αμερική
μεριά. Εκεί και πάλι έσπασε. Άλλοι για
Σικάγο, άλλοι Ντιτρόιτ και μερικοί στη
Φιλαδέλφεια. Κανείς τους δεν επέστρεψε
ποτέ στην άγνωστη πατρίδα Ελλάδα,
ελάχιστοι πήραν το υπερωκεάνιον και
ήρθανε λίγες φορές σαν περιηγητές, μετά
τον Πόλεμο. Έφερναν στους εδώ συγγενείς
τους κάλτσες νάιλον, μαγιό πολύχρωμα
με Χαβανέζες, πλαστικά πορτοφόλια και
στους άνδρες ρολόγια με μπαταρία.
Βγαίνανε φωτογραφίες με τους εντόπιους
συγγενείς και φίλους κι έπαιρναν τα
φιλμ μαζί τους να τα εμφανίσουν στην
Αμερική για σιγουριά. Επέστρεφαν πίσω
μετανοιωμένοι που πήγαν στην Ελλάδα,
εδώ τους έλειπαν τα πάντα: το πλαστικό
χρήμα, το κέτσαπ, το σκατς, οι λιμουζίνες
τους, το αις κρημ σόδα και πολλά άλλα.
Μετά από καιρό ταχυδρομούσαν τις
φωτογραφίες με αφιέρωση. Ούτε στην
Αμερική βλεπόντουσαν ποτέ, Σικάγο-Ντιτρόιτ
ήταν, λέει, μεγάλη απόσταση.

Τώρα
ο θείος Ραφαήλ, ο δικηγόρος, η θεία Θέκλα,
ο θείος Ιορδάνης είναι βεβαίως φευγάτοι
από χρόνια. Τα παιδιά τους, ούτε τα
γνωρίσαμε, παρά μόνον σε χρωματιστές
φωτογραφίες βγαλμένες στον Νιαγάρα ή
σε πλούσια εξοχικά. Κι αυτά όμως τώρα
–αν ζούνε- θα είναι εις τας δυσμάς. Τα
παιδιά των παιδιών τους, γνήσιοι
Αμερικάνοι πια, ούτε που θα γνωρίζουν
κατά πού πέφτει η Σμύρνη, τι σημαίνουν
οι λέξεις Μαγνησία, Αξάρι, Κιρκαγάτς,
τι παίχτηκε στο Αφιόν Καραχισάρ…
Κοντεύει αιώνας πλέον. Όσοι παρέμειναν
Ελλάδα αποδήμησαν και αυτοί και οι
διηγήσεις τους. Ακόμα κι εγώ, κουράστηκα
να βλέπω τις νύχτες τον Κιορ Μπεχλιβάν
να μπαίνει στο χωριό με τη μεγάλη του
χατζάρα, φεύγω σιγά-σιγά κι εγώ, η
εθνοκάθαρση του αιώνα επέτυχε απολύτως…

PRINT
ΚΑΤΕΥΘΕΙΑΝ ΑΠ’ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Ξύπνησα
μες στη μαύρη νύχτα από ένα υπέροχο
όνειρο. Στον ύπνο μου είχα γράψει, λέει,
ένα τέλειο ποίημα που το διάβαζα
ανεβασμένος σε μεγάλη εξέδρα μέσω
μικροφώνου σε χιλιάδες ακροατές κι ο
κόσμος το χειροκροτούσε ώρα πολλή
ζητωκραυγάζοντας. Λίγο πριν να ξυπνήσω
το επαναλάμβανα από μέσα μου διαρκώς
,ανάμεσα σε ύπνο και σε ξύπνιο, μην το
ξεχάσω. Όμως σαν ξύπνησα, το ποίημα και
το όνειρο είχανε γίνει αγέρας. Και τότε
άρχισε να με βασανίζει η απορία, γιατί
να μην μπορεί να κάνωprintή έστωsaveκατευθείαν μέσα
απ’ το όνειρο, να σώσω ότι μπορεί να
απομείνει…

ΥΠΝΟΒΑΣΙΕΣ

Αιώνες
πριν έφηβος ονειροπόλος κατέληγε πέντε
με έξι το πρωί στο σπίτι, συχνά γεμάτος
ευωδιές έρωτα κι άλλοτε μετά από κραιπάλες
φίλων με ρετσίνες και τσακίρ κέφι
ανεβαίνοντας τις σκάλες, έπεφτε ράκος
στο κρεβάτι και ξύπναγε νήφων αργά το
μεσημέρι πλήρης σε πλούσια όνειρα.

Άλλοτε
πάλι εν ταις ημέραις εκείνες ο ύπνος
δεν ήταν παρά ένα ερωτικό πανδαιμόνιο,
με σώματα ποθητά περιπεπλεγμένα γύρω
απ’ τα νεανικά του μπράτσα κι όλη τη
νύχτα η φύση του σε παρατεταμένη
επανάσταση.

Τώρα
κοιμάται νωρίς μετά τις δίαιτες που
διατάξανε οι γιατροί, αναγκαστικά
άπιωτος μετά τις τόσες ακτινογραφίες
ηλεκτροκαρδιογραφήματα και εξετάσεις
αίματος ακούγοντας κάθε απόγευμα
ειδήσεις για μίζερα οικονομικά
προγράμματα, περικοπές και μειώσεις
των προς το ζην κι ανασκευάζοντας τις
νύχτες τις σειρές προτεραιότητας
ανέφικτων πληρωμών.

Στο
ενδιάμεσο, πάντα γύρω στις τέσσερις το
πρωί ξυπνάει και τριγυρνάει μέσα στο
σκοτάδι παραπατώντας σαν υπνοβάτης
σκουντουφλώντας σε καρέκλες και κλειστές
πόρτες και πάει τουαλέτα. Ρίχνει μια
πλάγια βιαστική ματιά στον καθρέφτη
στην κατάντια του και σπεύδει στο κρεβάτι
του να συνεχίσει ανούσια όνειρα με άδεια
κύστη και φύση διαρκώς καθεύδουσα.

Ο ΧΡΟΝΟΣ

Ο χρόνος
είναι χρήμα

Ο χρόνος
είναι κλίμα

Ο χρόνος
είναι σήμα

Ο χρόνος
είναι κύμα

Ο χρόνος
είναι σχήμα

Ο χρόνος
είναι μνήμα

Ο χρόνος
είναι ποίημα …

Σαν
μανιασμένοι λύκοι χίμηξαν οι χιλιάδες
αγαναχτισμένοι διαδηλωτές προς τη
Μεγάλη Πλατεία. Κρατώντας στα χέρια
τους σφιχτά κασμάδες, σφυριά, σκεπάρνια,
τσεκούρια, αυτοσχέδιους κόφτες , πριόνια,
βαριοπούλες και καλέμια, συγκεντρώθηκαν
γύρω απ’ το κατάλευκο μνημείο κι άρχισαν
να το τεμαχίζουν όπως-όπως, αποσπώντας
μικρά και μεγάλα τεμάχια απ’ το σώμα
του και φεύγανε κρατώντας ο καθένας το
δικό του, μικρό ή μεγαλύτερο κομμάτι
μάρμαρο.

Στο
μεταξύ κατέφθασαν οι κάμερες των
τηλεοπτικών συνεργείων κι όσο περνούσε
η ώρα οι διαδηλωτές πληθαίνανε ενώ στις
μικρές πόλεις των επαρχιών οι τηλεθεατές
παρακολουθούσαν εκστατικοί και με
φθόνο. Πηγές της αντιπολίτευσης προέβησαν
σε δηλώσεις που ανάγκασαν τον Υπουργό
Τάξεως και Πειθαρχίας να κάνει
ανακοινώσεις, τονίζοντας ότι η αστυνομία
δεν θα επέμβει διότι προτιμά μερικά
σπασμένα μάρμαρα από ένα σπασμένο
κεφάλι.

Πέρασαν
τρεις ώρες και ανάμεσα στους καπνούς
των καπνογόνων οι αμερόληπτες κάμερες
κατέγραψαν την εικόνα του τι είχε
απομείνει: μόνον η μεταλλική βάση του
αγάλματος, και η μπρούτζινη επιγραφή
επάνω της με τον τίτλο του μνημείου που
έγραφε «ΧΡΟΝΟΣ».

ΕΓΓΡΑΦΕΣ
ΚΛΕΙΣΙΜΑΤΟΣ

Καιρός
για σύνταξη του τελικού Ισολογισμού.
Ημερολόγια και συναλλαγές με επιμέλεια
να καταχωρηθούν, να συνταχθεί πραγματική
Απογραφή για όλα τα αποκτήματα (μακρινές
αγάπες, ξαφνικοί έρωτες, χείλια ενωμένα
σ’ ένα ατέλειωτοadagio,
απρόσμενοι χωρισμοί, ανεξίτηλες φιλίες,
μεθύσια ξημερώματα σε λάγνες αμμουδιές),
να τακτοποιηθούν έτσι τα έσοδα και έξοδα
μιας ολόκληρης ζωής, να επανεξεταστούν
οι Αποσβέσεις της (λέξεις που έγιναν
λόγια, φράσεις που καταλήξανε ποιήματα),
να συλλεχθούν τα απραγματοποίητα όνειρα,
να υπολογιστούνε έτσι με λεπτομέρεια
τα Αποτελέσματα Χρήσεως, οι τελευταίες
υποχρεώσεις και απαιτήσεις, κάτι λιγοστές
προβλέψεις να εγγραφούν με τίτλο
«Εγγραφές προσαρμογής», να υπολογιστεί
επακριβώς το Υπόλοιπο Ταμείου – αν
υπάρχει- καθώς και τα εναπομείναντα
Αποθέματα και τέλος όλα αυτά να αποτελέσουν
πλέον τις Εγγραφές Κλεισίματος, χωρίς
να προσδοκάται άνοιγμα Νέας Χρήσης….