Παρατήρηση και ενδοσκόπηση

 

Για
την ποιητική συλλογή της Αλεξάνδρας Μπακονίκα, Ο κόσμος απροκάλυπτα, εκδόσεις Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη 2018.

Της
Ευσταθία Δήμου

Η
Αλεξάνδρα Μπακονίκα, έξι χρόνια μετά την τελευταία της συλλογή Το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων,
κυκλοφορεί το νέο της ποιητικό βιβλίο που φέρει τον ενδιαφέροντα τίτλο Ο κόσμος απροκάλυπτα και αποτελείται από
47 ολιγόστιχα ποιήματα. Η εξάχρονη απουσία της ποιήτριας σε συνδυασμό με τον
τίτλο που επιλέγει, δείχνουν μία διάθεση να στρέψει την ποίησή της σε άλλες
κατευθύνσεις, σε άλλους ορίζοντες, πέρα και πάνω από το προσωπικό ερωτικό βίωμα
που σφραγίζει έντονα τις προηγούμενες συλλογές της. Το ερωτικό αίσθημα, ο
ερωτισμός σε όλες του τις αποχρώσεις που διεκδικεί την αποκλειστικότητα σε όλο
το προηγούμενο ποιητικό έργο της Μπακονίκα, μπολιάζεται εδώ και με άλλα θέματα,
έτσι που να μην κυριαρχεί κατ’ αποκλειστικότητα. Οι ορίζοντες της ποιήτριας
έχουν ανοίξει για τα καλά προκειμένου να περιλάβουν όλον εκείνο τον κόσμο που
έρχεται τώρα από την περιφέρεια και το περιθώριο για να μπει στο κέντρο του
ενδιαφέροντός της.

Η
γραφή της παραμένει πιστή στην ποιητική γραμμή που χάραξε από την πρώτη κιόλας
στιγμή που εμφανίστηκε στην ποίηση. Λόγος λιτός, απέριττος, πυκνός, χωρίς
περιττά ψιμύθια, γι’ αυτό ακριβώς τόσο καίριος και καταλυτικός. Η ποίηση της
Μπακονίκα συνεχίζει και, ταυτόχρονα, ανανεώνει την ποιητική παράδοση της
Θεσσαλονίκης. Η ίδια άλλωστε στο ποίημα πουανοίγει τη συλλογή καταθέτει τη δική
της εξήγηση για την επιλογή της αυτή που είναι αποτέλεσμα της κατάρρευσης του
κόσμου γύρω της. Η κατάρρευση αυτή αντανακλάται και στην ποίησή της η οποία
είναι απογυμνωμένη από καθετί που θα μπορούσε να στρέψει την προσοχή και το
ενδιαφέρον του αναγνώστη σε ο,τιδήποτε άλλο πέρα από το περιεχόμενο.

Στον
απομυθοποιημένο κόσμο μας

έχω αυθόρμητα
την τάση, την αισθητική,

να λειαίνω, να
απογυμνώνω τη γραφή μου.

(«Αισθητική»)

Όμοια
απολογητική και αποκαλυπτική εμφανίζεται η Μπακονίκα στο ποίημα της «Η οπτική
μου αλλάζει» με το οποίο παραδέχεται ευθέως ότι η πικρή της πείρα από τους
ανθρώπους την έχουν κάνει καχύποπτη και επιφυλακτική.

Γι’ αυτό η
οπτική μου στον κόσμο αλλάζει,

γίνεται
βαρύθυμη.

Γι’ αυτό πια
υποπτεύομαι, παρατηρώ,

κόβω κίνηση.

(«Η
οπτική μου αλλάζει»)

Η
παραδοχή αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία διότι σηματοδοτεί και μια στροφή στην
ποιητική της πορεία. Η ποιήτρια γίνεται πιο αιχμηρή, πιο ειλικρινής, πιο
αληθινή ακριβώς για να αντιπαλέψει την υποκρισία που την περιβάλλει.

Η
θεματική του βιβλίου διαρθρώνεται σε τρεις άξονες. Ο πρώτος είναι ο κύκλος των
ποιημάτων που αφορμώνται από προσωπικές εμπειρίες και βιώματα. Κυρίαρχο εδώ
είναι το ερωτικό βίωμα χωρίς όμως να λείπουν και τα ποιήματα εκείνα που
αποτυπώνουν διάφορες στιγμές της ζωής της ποιήτριας, όπως, για παράδειγμα, την
άσχημη εμπειρία της πρώτης μέρας στη δουλειά.

Όχι μόνο
προσβολή, δυνατή βιτσιά μου έδωσε.

Συγχυσμένη
πέρασα στον διπλανό, μικρό διάδρομο

που κατέληγε σε μια
βρόμικη, στενάχωρη αποθήκη,

γεμάτη με
πεταμένα πράγματα.

Στεκόμουν όρθια
στην αποθήκη

μέχρι να
τελειώσει με το τηλέφωνο

για να βγει έξω.

Τα  στραβά και τα άγρια με το πρώτο ξεκίνημα.

(«Αποθήκη»)

Το
ερωτικό βίωμα παρουσιάζεται στις διάφορες όψεις του που κυμαίνονται από τη
μοναξιά («Εισιτήρια», «Ανυπεράσπιστη», «Στην πλατεία»), την ανάμνηση
(«Ενθυμήματα»), την επικινδυνότητα («Χαμηλό φως στο μπαρ»), την ένωση
(«Εγκαταβιώνει», «Ύψιστη τρυφερότητα», «Ασπαίρουσα»), το ερωτικό κάλεσμα και
την ανταπόκριση («Βάρκα στ’ ανοιχτά»), την έλξη μέσω των αισθήσεων («Η μυρωδιά»,
«Αναζωπυρώσεις», «Σφραγίζουν»), την αγωνία της αναμονής του αγαπημένου («Σκιρτήματα»),
την ερωτική απελπισία ή απόγνωση («Σεκλέτι»), την καταλυτική δύναμη του
ερωτικού αισθήματος («Ανάφλεξη»), την αναμονή συνάντησης με το αγαπημένο
πρόσωπο («Λάγνο μάγεμα»), την επικείμενη σαρκική ένωση («Επίμονα»), την
απομυθοποίηση του κάποτε λατρευτού προσώπου («Τα τεκμήρια»).Ο έρωτας, σε κάθε
του έκφανση και έκφραση, δεν θα μπορούσε να λείπει από το σύμπαν μιας κατεξοχήν
ερωτικής ποιήτριας. Η Μπακονίκα, για μία ακόμη φορά αποτίει φόρο τιμής στο
στοιχείο εκείνο που αποτελούσε πάντοτε τη μήτρα της δημιουργίας της. Τώρα,
μάλιστα, για πρώτη ίσως φορά σε τέτοιο βαθμό, φτάνει στο σημείο να αποθεώσει
τον έρωτα, να του αποδώσει μυθικές διαστάσεις.

Πριν της
χτυπήσει το κουδούνι,

θα τον δει να
διασχίζει τον δρόμο.

Ύψιστο
πανδαιμόνιο,

τρικύμισμα
ανθοφορίας για τον αγαπημένο.

(«Σκιρτήματα»)

Στα ίχνη της έλξης
κυκλοφορώ και διαμένω.

Οι αναζωπυρώσεις
της ανεξέλεγκτες,

δεν έχουν τέλος.

Είσαι το θαύμα

ακλόνητο,
αναλλοίωτο.

(«Αναζωπυρώσεις»)

Ο
δεύτερος άξονας αποτελείται από τα ποιήματα εκείνα που επικεντρώνονται σε
ανθρώπινους χαρακτήρες οι οποίοι, συνήθως, πάσχουν. Είναι η χήρα που βαδίζει
προς το θάνατο και καίει τα ερωτικά γράμματα του άνδρα της, προκειμένου να μην
πέσουν στα χέρια αδιάφορων τρίτων μετά το θάνατό της («Το σβήσιμο»), ο
«κρυψίνους και πανούργος» άνθρωπος των παρασκηνίων που κινείται ύπουλα προκειμένου
να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του («Άνθρωπος των παρασκηνίων»), η γυναίκα που
εισπράττει την ερωτική απόρριψη και βουλιάζει στη θλίψη της («Ο σκηνοθέτης»), η
γυναίκα που δεν μπορεί να κρύψει τη ζήλια και την κακία της («Απροκάλυπτα»), ο
άντρας που σταδιοδρόμησε στη δουλειά του και, πέρα από αυτό δεν έχει τίποτε
άλλο να επιδείξει («Πλήθη συρρέουν»), η ώριμη γυναίκα που συνδυάζει στο
χαρακτήρα της την έπαρση και τη μελαγχολία («Αντιθέσεις»), ο σπάνιος για τη
δοτικότητα και τη φιλόξενη διάθεσή του άντρας («Στο ρημαγμένο κόσμο μας»), η
γυναίκα που έχει καταδικαστεί για το υπόλοιπο της ζωής της στη μοναξιά
(«Πόνος»), η μάνα που φροντίζει το διανοητικά καθυστερημένο παιδί της τη στιγμή
που ο άντρας της είναι εντελώς απών («Οδύνη»), ο επηρμένος και αλαζονικός
χαρακτήρας που προξενεί την απέχθεια («Βλαβερό απόβλητο»), η φτωχή και
κατατρεγμένη γριά καθαρίστρια που έχει πάνω της το σημάδι του θανάτου
(«Περιθώριο»).

Αξίζει
να σημειωθεί εδώ ότι η ποιήτρια δεν παρακολουθεί τα πρόσωπα αυτά από απόσταση
αλλά ταυτίζεται μαζί τους, συναισθάνεται τον πόνο ή τη δυστυχία τους και μέσα
από αυτή τη διαδικασία της ενσυναίσθησης, καταφέρνει όχι μόνο να μας
ευαισθητοποιήσει αλλά να μας κάνει και εμάς συμμέτοχους στις πληγές και τα
τραύματα τρίτων.

«Τον φόβο του
θανάτου πώς τον αντιμετωπίζεις.

Ο σύντροφός μου
έσβησε στα χέρια μου από αρρώστια.

Γερνάω. Με την
ατελέσφορη αγωνία της μοναξιάς

Πορεύομαι».

Συθέμελα με
ταρακούνησε το ξέσπασμά της.

(«Πόνος»)

Εκτός
όμως από τα ποιήματα που επικεντρώνονται σε ένα μεμονωμένο πρόσωπο και την
ιστορία του, υπάρχουν και ποιήματα στα οποία το πρόσωπο δεν είναι ένα, αλλά
πολλαπλασιάζεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελεί μια μάζα που,όμως, επί της
ουσίας δεν διαφέρει από τη μονάδα. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Ξεχνούσε τη
μιζέρια» που αναφέρεται στο κοινό μιας συναυλίας.

Η ανθρωποθάλασσα
το τεράστιο πλήθος

μέσα από τις
διακυμάνσεις του ερωτισμού των

τραγουδιών

ανέβαινε στα
ουράνια,

ξεχνούσε τη
μιζέρια, τις πληγές,

τα μύρια βάσανά
του.

(«Ξεχνούσε
τη μιζέρια»)

Στο
ίδιο μοτίβο κινείται και το ποίημα «Το είδωλο» που αναφέρεται στο ναρκισσισμό
των ανθρώπων, ιδίως των γυναικών.

Όταν μπαίνουν
στο ασανσέρ

στρέφονται και
κοιτάζουν τον εαυτό τους

στον καθρέφτη,

ιδίως οι
γυναίκες.

Όσο προλαβαίνουν

με προσήλωση
ναρκισσεύονται.

Μόλις ανοίξει η
πόρτα

ορμούν στη μάχη
της ζωής.

Στοιχείο
αδάμαστο ο ναρκισσισμός.

(«Το
είδωλο»)

Τέλος
ο τρίτος άξονας περιλαμβάνει τα ποιήματα που μιλούν για το θάνατο και τη σχέση
του με την ομορφιά, το αίσθημα της χαράς,την ομαδικότητα και τη συντροφικότητα
ως αντίδοτα στη μοναξιά (»Συνάφεια»), την κακία με όλη την καταστροφική της
δύναμη («Κολαστήριο»). Χαρακτηριστικό αυτής της κατηγορίας είναι το ποίημα «Εν
πλήρει γνώση», ένα ποίημα καθαρά υπαρξιακό με μια διάθεση ενδοσκόπησης και
αυτογνωσίας.

Υμνώ τη χαρά,

-αν και δεν ξέρω
πόση θα μου μείνει ακόμη-

την υμνώ στο
ακέραιο και εν πλήρει γνώσει.

Γιατί από τον
ζόφο,

το κάτεργο της δυστυχίας,
έχω περάσει.

Τα πάνδεινα
έπαθα.

Προστρέχω, υμνώ
τη χαρά.

(«Εν
πλήρει γνώσει»)

Αρκετά
από τα ποιήματα έχουν μια έντονη θεατρικότητα καθώς εκτυλίσσονται σαν ιστορίες
μέσα σε ένα συγκεκριμένο σκηνικό. Η άδεια, έρημη πλατεία, το στενό δρομάκι, η
αποθήκη, το ασανσέρ, η ταράτσα είναι οι χώροι μέσα στους οποίους τοποθετείται ο
κόσμος απροκάλυπτα. Ο χρόνος από την άλλη είναι η καθημερινότητα, απροσδιόριστη
και ασαφής, έτσι που θα μπορούσε να είναι ο χρόνος και η στιγμή κάθε ανθρώπου.

Ο κόσμος απροκάλυπτααποτελεί έναν ακόμη μεγάλο σταθμό στην ποιητική πορεία της Μπακονίκα η οποία αποφεύγει
τα πολλά λόγια και επιμένει να στέκεται στην ουσία των πραγμάτων, να την
αναδεικνύει και να την κάνει ποίηση. Η λακωνικότητα, από τα πλέον ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά της ποίησής της, στην υπηρεσία των σημαινομένων, δίνει στο έργο
της μια φιλοσοφική χροιά. Ο κόσμος που αποτυπώνει στο χαρτί είναι πραγματικά
μια συλλογή ανθρώπων, στιγμών, αισθημάτων, συμπεριφορών και ταυτόχρονα μια
μελέτη ανθρώπινων τύπων και ανθρώπινων αδυναμιών. Η έκθεση μάλιστα αυτή γίνεται
χωρίς καμία διάθεση κάλυψης, δικαιολόγησης ή ακόμα και κατανόησης. Η Μπακονίκα
θέλει να πει και να δείξει την αλήθεια, το αληθινό πρόσωπο των ανθρώπων πίσω
από τις μάσκες. Και το καταφέρνει περίφημα.