Είναι τι Μπορεί ν’ Αντέξει Κανείς


«Θα σταματήσεις επιτέλους να μ’ ενοχλείς;» ακούγεται εκνευρισμένη η Μάγδα απ’ την άλλη μεριά της γραμμής. «Μα, ποιος ο λόγος να με παίρνεις, χριστιανέ μου, αφού δε λες τίποτα;»

Ο Χρήστος χαλαρώνει τη φαρδιά γραβάτα με το αριστερό του χέρι, την περνάει πάνω απ’ το κεφάλι του και την πετάει στο κρεβάτι. Το ακουστικό σταθερό στο δεξί του χέρι.

«Άκου, Χρήστο. Δεν έχει νόημα αυτό που κάνεις. Τελειώσαμε και το ξέρεις. Βάλτο καλά στο μυαλό σου. Είμαι ευτυχισμένη τώρα. Ο Αντώνης με αγαπάει πραγματικά. Με στηρίζει. Περνάω καλά. Μην με ξαναενοχλήσεις!»

Ο Χρήστος ακουμπάει το κινητό του στο κομοδίνο, δίπλα στη φωτογραφία του με τη Μάγδα αγκαλιά, την ημέρα του γάμου τους. Σηκώνεται, βγάζει το πουκάμισό του και το κρεμάει στη ντουλάπα. Βγάζει το παντελόνι του και φοράει τη ρόμπα του. Τη δένει στη μέση. Πάει στην κουζίνα, γεμίζει ένα κατσαρολάκι με νερό και ξαναπάει στο δωμάτιό του. Ποτίζει τις γλάστρες με την κέντια και το ανθούριο που έχει δίπλα στο παράθυρο. Έξω φυσάει πολύ, ο άνεμος περνάει μέσα απ’ τις γρίλιες φορτσάτος, σα λαβή γιαταγανιού που σκίζει τον αέρα αλύπητα. Πολλή ξηρασία απόψε. Άγριος ο χειμώνας μπροστά. Πάει στην κουζίνα ξανά, βρέχει δυο πετσέτες και τις απλώνει πάνω στο σώμα του καλοριφέρ, δίπλα στο κρεβάτι του. Κάθεται, σηκώνει το κινητό και πληκτρολογεί το νούμερο του κινητού της Μάγδας. Καλεί, μια, δυο, τρεις, ώσπου,

«Τα ‘παμε, δεν τα ‘παμε; Μάλλον, εγώ τα ‘πα, όπως πάντα. Αλλά, έτσι ήσουν πάντα, κρυφός και ψεύτης. Γιατί παίρνεις; Τι θέλεις ν’ ακούσεις;» Περιμένει, παίρνει βαθιά ανάσα και λέει, «Είσαι εξαφανισμένος τόσον καιρό. Τώρα τι ζητάς; Θέλεις να στο ξαναπώ; Ναι, σε απάτησα. Βρήκα έναν ειλικρινή άνθρωπο που μ’ αγαπάει και με στηρίζει. Είμαι καλά τώρα». Ένα βογγητό βγαίνει απ’ το στήθος της. «Εσύ τα προκάλεσες όλα, το ξέρεις. Ταξίδια στο εξωτερικό και κουραφέξαλα. Και μετά γύρναγες άλλος άνθρωπος, στον κόσμο σου, ούτε να σ’ αγγίξω δεν μ’ άφηνες, δεν με πλησίαζες καν. Προβλήματα στη δουλειά! Μπούρδες! Τα διαφανή, γυναικεία εσώρουχα τι δουλειά είχανε στη βαλίτσα σου, μου λες;» Περιμένει, αφουγκράζεται. «Δε μιλάς, ε; Ανάσα! Τι να πεις; Τι περιμένεις τώρα; Δεν έχει γυρισμό. Έφτιαξα τη ζωή μου. Δεν σε χρειάζομαι πια. Περνάω καλά τώρα. Να μην ξαναπάρεις, δεν θα απαντήσω, ποτέ ξανά. Τέρμα!»

Ο Χρήστος ακουμπάει το κινητό στο κομοδίνο και σηκώνεται. Πάει στο μπάνιο. Βγάζει απ’ το ντουλαπάκι δυο μπατονέτες και ένα μπουκαλάκι με οξυζενέ και πάει στην κρεβατοκάμαρα. Στο κεφάλι του αντηχεί το βογγητό της Μάγδας, σα σάρκα που αποκολλάται από σάρκα, που σκίζεται και ματώνει. Και τι δε θα ‘δινε να τ’ αποφύγει αυτό. Αλλά, έπρεπε να ζυγίσει τα πράγματα. Είναι τι μπορεί ν’ αντέξει κανείς. Ακουμπάει στο κεφαλάρι, τα μάτια κλειστά. Τα χέρια του χτενίζουν τα λιγοστά μαλλιά του. Δεν ξέρει πια τι είναι καλύτερο, τι χειρότερο, και για ποιον.

Σηκώνει το κινητό του και πατάει τα πλήκτρα. Περιμένει. Πρέπει να ξέρει. Μια, δυο, τρεις, τέσσερις και, «Ναι», ακούγεται η αγανακτισμένη φωνή της Μάγδας. Έμαθε αυτό που ήθελε. Πατάει αμέσως το κόκκινο κουμπί. Δεν έφτασε ως εδώ για να λυγίσει τώρα. Είναι παράξενο, σκέφτεται, είτε έχεις φωνή είτε όχι, είτε αρθρώσεις κάτι είτε όχι, μπορείς ακόμα να το φωνάξεις δυνατά, να το πεις το ίδιο καθαρά.

Ξεβιδώνει το οξυζενέ, βουτάει τη μια μπατονέτα μέσα και καθαρίζει προσεκτικά τις βλέννες που έχουν συγκεντρωθεί γύρω απ’ την τομή στο λαιμό του. Μετά την λαρυγγεκτομή, αυτό του έχει γίνει καθημερινή ανάγκη, ρουτίνα. Παρόλο που πέρασε αρκετός καιρός, το οξυζενέ ακόμα πονάει στην ανοιχτή πληγή. Είναι όμως απαραίτητο να χρησιμοποιήσει κανείς κάτι τόσο δραστικό για να καθαρίσει κάποια πράγματα, να διώξει τα περιττά σώματα. Κλείνει το μπουκάλι και σκέφτεται ότι έχει ξεχάσει να πετάξει αυτά τα αφόρετα, διαφανή, γυναικεία εσώρουχα που είχε αγοράσει από εκείνο το μαγαζί δίπλα στο γραφείο του ογκολόγου του. Δεν τα χρειάζεται πια.