Τσάι
το απόγευμα
Την
Τετάρτη αποφάσισε τελικά να το κάνει.
Όσο είχε ακόμα όλες τις δυνάμεις της
και ήταν ικανή να αποφασίζει μόνη της,
δεν θα περίμενε να μείνει κατάκοιτη
και με πάνες και με άνοια για να τα
βροντήξει. Άλλωστε το τάιμινγκ ήταν το
παν. Το κατάλληλο τάιμινγκ δηλαδή. Όπως
το πότε θα έπρεπε κάποιος να ξέρει να
βγάλει το νερό απ’ τη φωτιά ή να κάνει
παιδιά ή να ξεκινήσει μια σημαντική
σχέση. Αν και ποτέ δεν τα πήγε πολύ καλά
σε αυτό το τελευταίο, ο πατέρας των δυο
της παιδιών, ενήλικες τώρα με δικές τους
οικογένειες, την είχε εγκαταλείψει στον
Μεγάλο Πόλεμο και δεν γύρισε ποτέ. Δεν
είχε την παρηγοριά που δικαιούνται οι
χήρες – ήξερε πως ήταν ζωντανός, αλλά
αυτός πολύ απλά δεν ήθελε να επιστρέψει,
δεν τον ένοιαζε. Ο πόλεμος ήταν γι’
αυτόν το τέλειο εξιτήριο από τον παρανοϊκό
τους γάμο, κι αυτή μετάνιωνε μόνο που
δεν είχε αποχωρήσει πρώτη. Αντιθέτως,
έμεινε με δύο προεφήβους που χρειάζονταν
φροντίδα, ρούχα, τροφή και μόρφωση. Το
ερωτικό ιστορικό της μετά τον χωρισμό
που δεν πήρε ποτέ τη μορφή νόμιμου
διαζυγίου ήταν μια σειρά από ανούσιες
περιπετειούλες που σπάνια κρατούσαν
παραπάνω από έναν-δυο μήνες. Ίσως δεν
ήταν γραφτό να συμβεί και ένας αφόρητα
βαθύς ωκεανός αξιολύπητης, ανιαρής
μοναξιάς ήταν το μόνο που την περίμενε
στο προσεχές μέλλον. Τι καταστροφική
σκέψη.
Και
κάποια στιγμή οι άνθρωποι στη γειτονιά
ξεκίνησαν ξαφνικά να πεθαίνουν. Λόγω
της ηλικίας τους φυσικά, αλλά ήταν όλο
τόσο αυθαίρετο και σκληρό, λες και κάποιο
πελώριο και βίαιο χέρι τους είχε βουτήξει
και για να τους πετάξει στο σκοτεινό
υπερπέραν. Δεν την ένοιαζαν και πολύ οι
θρησκευτικές ιδέες για τη μεταθανάτια
ζωή έτσι κι αλλιώς. Ανυπομονούσε για
το μεγάλο Τίποτα που θα την κατάπινε,
που θα την ανακούφιζε από τα πληκτικά
βάρη της καθημερινότητας και την
αυξανόμενη ρουτίνα που αποτελούσε την
περίοδο μετά τη συνταξιοδότησή της.
Πρώτα πέθανε η γριά της διπλανής πόρτας,
που έβαζε δυνατά το ραδιόφωνο: καρκίνος
του μαστού. Μετά ο ταχυδρόμος από το
πίσω στενάκι, καρδιακή προσβολή·
η γυναίκα του χασάπη, αυτοκινητιστικό
δυστύχημα· ο παπάς της ενορίας, αυτοκτονία.
Ο θάνατος του παπά ήταν αυτός που τους
ανησύχησε όλους.
Ένας
σχετικά νέος άντρας, ετών 40, αρκετά
όμορφος και με μυαλό που έμοιαζε με
δροσερό αεράκι σε δωμάτιο με παράθυρα
για καιρό κλεισμένα. Μια μέρα, η οικονόμος
του τον βρήκε κρεμασμένο από έναν σωλήνα
θερμοσίφωνα στο γκαράζ δίπλα στο σπίτι
του. Κυκλοφόρησαν φήμες, κάθε πιθανή
εξήγηση και θεωρία για τον θάνατό του.
Εμπλεκόταν και μια γυναίκα·
ίσως και άντρας ακόμα. Έγινε το αγαπημένο
θέμα στο τσάι των 5 στο χωριό. Μέχρι που
μια μέρα, η γυναίκα ξέσπασε και δήλωσε:
«Πέθανε
επειδή έσπασε ο λαιμός του όταν κρεμάστηκε.
Εντάξει; Τώρα αφήστε τον και συνεχίστε
τη ζωή σας. Και παρεμπιπτόντως, θα έπρεπε
να το ξανασκεφτείτε γι’ αυτά τα μπισκότα.
Τα μπισκότα του τσαγιού είναι ένα ζήτημα
που δεν θα έπρεπε να το παίρνουμε τόσο
ελαφρά. Είναι σημαντικό να έχουμε τα
κατάλληλα μπισκότα».
Αργότερα
βρήκαν ένα γράμμα που τα εξηγούσε όλα,
αλλά το έστειλαν στο τοπικό αστυνομικό
τμήμα
κι αυτό ήταν. Μόνο που τώρα πια υπήρχαν
όλο και λιγότεροι άνθρωποι στις 5 το
απόγευμα. Ολόκληρα τετράγωνα γύρω από
μια μικρή πλατεία άδειαζαν σιγά σιγά,
μέχρι που εγκαταλείφθηκαν εντελώς και
έγιναν κάτι σαν πόλη φάντασμα. Τα εγγόνια
της έρχονταν τις Κυριακές και τους
έφτιαχνε κέικ και τους έλεγε ντροπιαστικές
ιστορίες από την παιδική ηλικία των
γονιών τους που τακτοποιούσαν το σπίτι
επειδή εκείνη δεν κατέβαλλε και μεγάλες
προσπάθειες: δεν είχε και κανέναν για
να το κάνει για χάρη του, έτσι κι αλλιώς.
Έκανε γενική καθαριότητα πριν έρθουν
οι επισκέπτες τα Χριστούγεννα και τις
ημέρες των γενεθλίων τους, έτσι ώστε να
είναι το σπίτι έτοιμο κάθε φορά για την
ειδική περίσταση. Έπλενε το σερβίτσιο
με την τσαγιέρα και τα φλυτζάνια, τα
παλιά με τις ιτιές, που ήταν πιο μεγάλο
απ’
τα παιδιά της.
Της το έδωσε τη μέρα του γάμου της η
πεθερά της, που της είπε ότι το είχε
αγοράσει καιρό πριν για τη μελλοντική
της νύφη, και δεν μπόρεσε να αντισταθεί.
Στην αρχή, η τσαγιέρα έβγαινε συχνά για
τους επισκέπτες που περνούσαν μια στο
τόσο, έχοντας την αγωνία να γνωρίσουν
τη νιόφερτη στο χωριό τους. Φυσικά, τα
μπισκότα τσαγιού ήταν πάντα σοβαρή
υπόθεση γι’ αυτήν: με γεύση λεμόνι και
κομματάκια αμυγδάλου, ή αγόραζε μια
ξεχωριστή μάρκα που έφερνε η κόρη της
τα
σαββατοκύριακα από ένα μαγαζί στην πόλη
εξειδικευμένο σε λιχουδιές για περιστάσεις
σαν το κλασικό τσάι στις 5. Του καλύτερου
είδους, φυσικά, με ευγενικές παντρεμένες
μεσήλικες γυναίκες που κουβέντιαζαν
για πιατικά, σαπουνόπερες και τα μυστικά
των γειτόνων. Τα συνηθισμένα, φυσικά:
νόθα παιδιά,
αλκοολισμός, χρέη από τον τζόγο. Πήγαιναν
και γεροντοκόρες, χρειάζεται άλλωστε
κάποιος για να τον λυπάσαι και να πείθεις
τον εαυτό σου πως έκανες ό,τι καλύτερο
μπορούσες, ή τουλάχιστον υπό τις δεδομένες
συνθήκες.
«Ξέρεις,
πάντα υπάρχει εκεί έξω κάποιος χειρότερος
από σένα».
«Τι
παρήγορη σκέψη. Τα μπισκότα σου είναι
υπέροχα. Μπορείς να μου δώσεις τη
συνταγή;»
Και
μετά βουτούσε ένα μέσα στο Earl
Grey
της και το έβλεπε να μουλιάζει πριν το
δαγκώσει. Αλλά όλα αυτά τότε. Σήμερα,
πάει στην κυριακάτικη λειτουργία μόνο
για τις νέες νεκρολογίες και γελάει
μαζί τους, ικανοποιημένη που το όνομά
της δεν βρίσκεται σε αυτές. Όταν ήταν
μικρή, πίστευε ότι οι μεγάλοι θα ήταν
βαρετοί και κυνικοί, αλλά για κάποιον
λόγο, τώρα που είναι 77, ακόμα δεν έβρισκε
ότι ήταν τίποτα απ’ τα δύο. Δεν ήθελε
όμως να πεθάνει τελευταία – ποιος θα
ερχόταν στην κηδεία να πλαντάξει στο
κλάμα, εκτός απ’ τα παιδιά της; Ω, δεν
γινόταν αυτό. Έπρεπε λοιπόν κάτι να
κάνει, αλλά δεν ήξερε πως να το τολμήσει.
Υπήρχαν πολλοί τρόποι, σίγουρα.
Μελέτησε
διάσημους αυτόχειρες: ροκ σταρ, ποιητές,
ηθοποιούς, κατά συρροή δολοφόνους.
Κάποιοι είχαν χώσει μια καραμπίνα στο
στόμα τους, άλλοι είχαν κρεμαστεί όπως
ο παπάς της ενορίας·
η Σίλβια Πλαθ έβαλε υποτίθεται το κεφάλι
της στον φούρνο. Αλλά για κάτι τέτοιο
θες και τον κατάλληλο φούρνο. Σκέφτηκε
μήπως έκοβε τις φλέβες της, αλλά σιχαίνεται
το αίμα και και θα τα έκανε όλα χάλια.
Είχε εγκωμιάσει τη σημασία των καθαρών
σεντονιών αρκετές φορές, οπότε ήταν
προφανές ότι το κόψιμο των φλεβών δεν
ήταν αποδεκτός τρόπος να φύγει. Και πώς
να κάνεις κάτι τέτοιο τέλος πάντων;
Δεν υπάρχουν σεμινάρια για το πώς να
τελειώσεις σωστά και αποτελεσματικά
τη ζωή σου έξω από κέντρα εκπαίδευσης
τρομοκρατών, και μια άθεη όπως αυτή δεν
θα προχωρούσε ποτέ σε θρησκευτικά
υποκινούμενη βία, ειδικά αν ήταν να την
ασκήσει στην ίδια. Άκουσε
για κάτι που λέγεται αυτοερωτική ασφυξία,
αλλά ήταν μια μέθοδος πολύ μπελαλίδικη
και μάλλον δούλευε μόνο αν διαθέτεις
πέος.
Αλλά
ήταν πολύ απασχολημένη για να συνεχίσει
να ενδίδει σε τέτοιες σκέψεις, αφού μια
από τις λίγες ζωντανές γειτόνισσες θα
περνούσε για ένα φλιτζάνι τσάι σε μισή
ώρα. Σκούπισε το τραπεζάκι του καφέ,
έπλυνε την τσαγιέρα και τα φλιτζάνια,
αλλά συνειδητοποίησε πως της είχαν
τελειώσει τα μπισκότα. Λοιπόν, άβολο
αυτό, δεν θα είναι πλήρες έτσι και δεν
μπορούμε να το επιτρέψουμε, έτσι δεν
είναι; Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο
από το να πάει στο μαγαζί και να αγοράσει.
Μόλις μπήκε, πήγε στο γωνιακό ράφι στα
δεξιά, αφού ήξερε τις προθήκες του
μαγαζιού σαν την παλάμη του χεριού της.
Ήταν εκεί τα τελευταία δέκα χρόνια και,
αργά ή γρήγορα, δεν χρειαζόσουν τον
υπάλληλο για να σου δείξει την ακριβή
τοποθεσία του επιθυμητού προϊόντος.
Ήταν οικεία περιοχή. Στο ράφι υπήρχαν
κάποιες άλλες μάρκες που απέφευγε μιας
και δεν της έκαναν (σε ένα τέτοιο ζήτημα
πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένα
κριτήρια επιλογής), οπότε διάλεξε αυτές
που είχαν τα λιγότερα αρνητικά. Είχαν
άρωμα τζίντζερ και ήταν λεπτά, τετράγωνα,
τοποθετημένα σε δύο σειρές μέσα στο
κουτί. Υπήρχαν αρκετά μέσα, κάτι που
διασφάλιζε ότι δεν θα παρουσιαζόταν
έλλειψη στα μπισκότα, για τις προσεχείς
εβδομάδες τουλάχιστον. Ο υπάλληλος ήταν
ο γιος του ιδιοκτήτη, 20 χρονών, με μεγάλα
μπλε μάτια και ψηλό, λεπτό σώμα που τον
έκανε να φαίνεται εύκολα ανάμεσα στα
ράφια. Σε ένα τέτοιο μέρος, ένας υπάλληλος
δεν θέλει πολύ χρόνο για να μάθει τις
αγοραστικές συνήθειες των πελατών του.
Εξάλλου, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι
σκλάβοι της συνήθειας, κάτι που, από την
άλλη μεριά, μπορεί να είναι θετικό σε
στιγμές αμφιβολίας.
Όταν
επέστρεψε σπίτι, είχε χρόνο ίσα ίσα για
να βάλει κάτι κοινωνικώς αποδεκτό, με
ένα μαργαριταρένιο περιδέραιο που
προσέθετε κομψότητα στην εμφάνισή της
χωρίς να γίνεται επιτηδευμένο ή
προκλητικό. Σε λίγα λεπτά, χτύπησε το
κουδούνι και άνοιξε την πόρτα για να
μπει η γειτόνισσα, μια ψηλή γυναίκα
κοντά στα εβδομήντα, τα μαλλιά της
βαμμένα σε ένα έντονο, βαθύ μαύρο, λίγα
παραπανίσια κιλά γύρω από τη μέση και
ένα μπιγκλ που το έλεγαν Πόνι στα χέρια.
Μπήκε μαζί με τον σκύλο και άφησε ένα
μικρό δώρο στο τραπεζάκι στον διάδρομο:
ένα κουτί με βελγικά σοκολατάκια. Κάθισαν
στο σαλόνι και η επισκέπτριά της βολεύτηκε
σε μια πολυθρόνα όσο αυτή έβαζε το νερό
για το τσάι να βράσει στην κουζίνα. Ήταν
μεταξύ English
Breakfast, Oolong και
Earl Grey. Το
Breakfast
ήταν
σίγουρα ακατάλληλο, ήταν πέντε και
τέταρτο. Το Earl
Grey δεν
ήταν και το αγαπημένο της καλεσμένης
της, οπότε διάλεξε το Oolong.
Ικανοποιητική
επιλογή, όπως επισήμανε η επισκέπτριά
της παίρνοντας ένα μπισκότο από ένα
μπολ στο τραπεζάκι.
«Τον
λένε λοιπόν όντως Πόνι;»
«Ναι,
φυσικά, και του αρέσει πολύ – ξέρεις,
έτσι βασίλισσα
του μεγέθους που
είναι, του κάνει καλό στην αυτοπεποίθηση
– δουλεύει στ’ αλήθεια!»
«Τι
είναι αυτό το βασίλισσα του μεγέθους;»
«Από
ό,τι κατάλαβα, είναι ένα θηλαστικό με
έλλειμμα αυτοπεποίθησης λόγω ανεπαρκούς
ανάπτυξης».
«Σε
αυτή την περίπτωση λογικό να τον έχετε
βάλει έτσι, συμφωνώ».
Αφού
έκλεισαν τη συζήτηση για το μέγεθος του
σκύλου, απλώθηκε αυτή η αμήχανη σιωπή
που είναι γεμάτη καταπιεσμένες σκέψεις.
Άνοιξε την τηλεόραση, έδειχνε το Jeopardy
ή
κάποια άλλη εκπομπή όπου έπρεπε να
χρησιμοποιείς το μυαλό σου και να
μαντεύεις διάφορα.
«Πρώην
σύζυγος, εφτά γράμματα»
«Μαλάκας»
απάντησε απρόσμενα η καλεσμένη της.
Λάθος.
«Τι
γίνεται με το διαζύγιό σου; Τέλειωσε ή
ακόμα;»
«Σχεδόν,
έχουμε βρει τους δικηγόρους και το θέμα
είναι ο διαμοιρασμός της περιουσίας,
αν και χωρίσαμε λόγω των κρυφών υπηρεσιών
της γραμματέως του, για να το θέσω κομψά».
«Λυπάμαι
που το ακούω. Πώς το έχουν πάρει τα παιδιά
σου;»
«Δεν
έχουν ιδέα ακόμα, όλα φαίνονται καλά
εξωτερικά. Παίζουμε και οι δύο πολύ καλά
το ευτυχισμένο ζεύγος. Οι πιο πολλοί
δεν ξέρουν, εκτός ίσως από τον άντρα
της. Αλλά κι αυτόν δεν τον νοιάζει και
πολύ».
«Ω,
πώς κι έτσι;»
«Κι
ο δικός τους γάμος απάτη ήταν. Αυτός
είναι γκέι και τον ανέχεται επειδή ήθελε
να κάνει παιδιά και δεν υπήρχε κανένας
άλλος που μπορούσε να της τα προσφέρει.
Και τη συντηρεί κι αυτή καλά – ωραίο
συμβιβασμό
έχει κάνει, ξέρεις ότι οι γκέι βγάζουν
πιο πολλά από τους στρέιτ, με όλες αυτές
τις τρυφηλές τους συνήθειες. Θες
πολύ γερό εισόδημα για να χρηματοδοτείς
το γυμναστήριο και τα προϊόντα περιποίησης
δέρματος και τα επώνυμα ρούχα, ξέρεις
τώρα».
«Θα
έπρεπε να έχω παντρευτεί κι εγώ γκέι.
Έχεις και παιδιά και λεφτά, και δεν
χρειάζεται να κοιμάστε στο ίδιο κρεβάτι.
Τέλειο μου ακούγεται».
«Από
την άλλη, συνήθως επισκιάζουν τις
γυναίκες τους στο στιλ οπότε θα ήσουν
σαν βασίλισσα του μεγέθους όσον αφορά
τη μόδα, ξέρεις».
Αυτό
τακτοποίησε πολύ αποτελεσματικά την
αμήχανη σιωπή, σκέφτηκε.
«Η
διάσημη Αμερικανίδα ποιήτρια που έβαλε
το κεφάλι της στον φούρνο».
«Χμ…
πώς την έλεγαν, κάπου το έχω ακούσει»
«Η
Σίλβια Πλαθ, είμαι σίγουρη»
Και
όντως ήταν αυτή. Ένα χαμόγελο ικανοποίησης
απλώθηκε στο πρόσωπο της καλεσμένης
της.
«Γιατί
το κάνουν έτσι κάποιοι άνθρωποι; Είναι
εντελώς αστείο έτσι όπως πετάνε τα πόδια
από τον φούρνο, και τόσο άγαρμπο και
μπελαλίδικο»
«Όχι,
όχι, απλώς βάζεις το κεφάλι μέσα».
Αυτό
εξέπληξε τη γειτόνισσα τόσο που παραλίγο
να πνιγεί με το μπισκότο που έτρωγε
εκείνη τη στιγμή. Μόλις συνήλθε, χύθηκε
στην
πολυθρόνα και σκούπισε τη μύτη της με
ένα λινό μαντίλι που έβγαλε από τη μαύρη
δερμάτινη τσάντα της. Μέχρι κι ο Πόνι
είχε εκπλαγεί, αλλά σύντομα έχασε το
ενδιαφέρον του για το πρόβλημα της
ιδιοκτήτριάς του και συνέχισε τη δουλειά
του να γρατζουνάει μικρά αόρατα πλάσματα
πάνω στο χαλάκι,
το οποίο φαινόταν να βρίσκεται έξω από
την εμβέλεια της ηλεκτρικής σκούπας.
Όταν
γαύγισε ένας σκύλος απ’ έξω, ανησύχησε
λίγο, αλλά ηρέμησε καθώς ο ήχος ξεθώριαζε
όλο και περισσότερο. Ως συνήθως, η
γειτόνισσα σχολίασε το όμορφα τακτοποιημένο
ράφι με τα σουβενίρ με
σφαίρες χιονιού με
το Μπιγκ Μπεν, τον πύργο του Άιφελ ή το
Κτίριο Κράισλερ. Δεν είχε ιδέα πού
βρίσκονταν αυτά τα κτίρια, ούτε την
ενδιέφερε ιδιαίτερα η γεωγραφία πέρα
από το κοντινό της περιβάλλον, εκτός
από την πόλη που ζούσαν τα δυο παιδιά
της με τις οικογένειές τους. Τους
επισκεπτόταν συχνά, για κάποιο ραντεβού
στο τοπικό νοσοκομείο ή όταν τα εγγόνια
τους χρειάζονταν μπέιμπι-σίτινγκ. Δεν
της ήταν πρόβλημα, για να είμαστε
ειλικρινείς, βαριόταν μέχρι θανάτου
από τη μηδαμινότητα στην οποία ήταν
παγιδευμένη, τόσο που να θέλει να πεθάνει
στ’ αλήθεια. Κι αυτή η αίσθηση είχε
κορυφωθεί με την απόφαση που πήρε εκείνο
το πρωί, λίγο αφότου ξύπνησε, καθώς
νιβόταν. Τι σημαντική μέρα: η τελευταία
μέρα στη γη! Το μεγάλο Τίποτα·
το κενό.
Όπως
θέλετε πείτε το, αλλά εκεί πήγαινε και
δεν γύριζε πίσω. Όχι, κύριε. Αυτό ήταν,
είχε ανεχτεί παραπάνω από όσο μπορούσε.
Αυτός δεν θα επιστρέψει·
ποτέ δεν σκόπευε. Τα παιδιά έχουν τις
δικές τους ζωές, και μπορούν να πληρώνουν
μπεϊμπι-σίτερ. Το σπίτι θα πουλιόταν
για γελοίο ποσό – ποιος θέλει να αγοράσει
σπίτι σε ένα πεθαμένο μέρος σαν κι αυτό
το χωριό; Είχε ήδη βάλει στην άκρη λεφτά
για την κηδεία, είχε αγοράσει
γη στο
τοπικό νεκροταφείο. Ήταν καλή τοποθεσία
– με μια υπέροχη θέα στη λίμνη από κάτω.
Δημιουργεί την ψευδαίσθηση παραλίας.
Δεν θα είχε αυτό το βαρετό μαρμάρινο
τέρας των μαυσωλείων, μόνο μια πλάκα με
το όνομά της και μια φράση από την εργασία
της για την ευτυχία στο δημοτικό: Ευτυχία
είναι ένα μέρος όπου δεν έχεις τίποτα
άλλο να χάσεις.
Ταιριάζει
σίγουρα στα νεκροταφεία.
«Ξέρεις
μου φαίνεται πάρα πολλά για τα νεκροταφεία».
«Κοίτα,
είναι ένα θέμα που με ενδιαφέρει πολύ».
«Ω,
έλα, αρκετά μ’ αυτό – ο πατήρ Τζούλιαν
έφαγε μόνος του το κεφάλι του, έτσι δεν
είναι;»
«Δεν
έχει σχέση μ’ αυτό. Κι άλλο τσάι;»
«Ναι,
ευχαριστώ, το Oolong
είναι
υπέροχο. Πού μπορώ να το βρω;»
«Μου
το έφερε η κόρη μου το περασμένο
σαββατοκύριακο από την πόλη».
«Έχει
τέλειο γούστο. Είμαι σίγουρη πως το πήρε
από τη μητέρα της».
«Δεν
το πήρε πάντως σίγουρα από τον μαλάκα
τον άντρα μου».
«Έλα
τώρα, δεν μιλάει έτσι μια κυρία».
«Δεν
είμαι κυρία. Αξιολύπητη είμαι. Είμαι
μόνη. Και θέλω να πεθάνω».
Έβαλε
το κεφάλι στα χέρια της, κλαίγοντας και
κοιτώντας το πάτωμα. Η μάσκα είχε αρχίσει
να σπάει. Πάλι αυτή η αμήχανη σιωπή, και
ήταν αφόρητη αυτή τη φορά.
«Όλα
θα πάνε καλά. Μην ανησυχείς, καλή μου!»
«Μα
τι λες; Αν πεθάνεις απόψε, μπορεί να σου
φαγωθεί η μούρη πριν φτάσει το ασθενοφόρο.
Δεν έχεις δυο γάτες;»
«Άσχετο
αυτό. Ω, σκάσε. Όλα αυτά που λες δεν το
κάνουν καθόλου πιο εύκολο για μας».
«Μπορεί
να γίνεις άμμος για γάτες πριν βρουν το
πτώμα σου, το ξέρεις αυτό; Χαχαχαχα…»
Και
τότε γέλασαν κι οι δυο τους. Και γέλασαν.
Και γέλασαν, για να μην κλάψουν. Το νερό
σφύριζε πάλι στη φωτιά. Έξω άρχισε να
βρέχει. Στην αρχή πολύ διακριτικά, σαν
κάποιος να χάιδευε τα παράθυρα. Και μετά
πιο δυνατά, μέχρι που έγινε ένας πρωτόγονος
ήχος τυμπάνου που θύμιζε αφρικανικές
φυλές και τα παράξενα έθιμά τους. Αλλά
εκεί ήταν τόσο μακριά, τόσο μακριά από
την Αφρική.
Η
μέρα έσβηνε μέσα σε μια έκρηξη χρωμάτων
βυθισμένων σε σταγόνες της βροχής.
Άνοιξε το ραδιόφωνο για να μην ακούει
τη βροχή, αλλά ήταν πολύ δύσκολο, μιας
και τα παράθυρα ήταν πολύ εύθραυστα και
ανίκανα να κρατήσει τον θόρυβο του
κόσμου έξω από το σπίτι. Κάποτε την
ενθουσίαζαν, τα έβλεπε σαν μεγάλα κιάλια
που εξέθεταν και προστάτευαν ταυτόχρονα.
Τώρα πια, μόνο την έκθεση ένιωθε, και ο
λόγος που την ένοιαζε ήταν ότι δεν υπήρχε
και τίποτα μέσα στο σπίτι που να αξίζει
πια την έκθεση αυτή. Ένα κουκούλι
χρειαζόταν, όχι βιτρίνα.
«Τέλος
πάντων, ώρα να πηγαίνω. Πρέπει να κάνω
κάποιες δουλειές, οπότε καλύτερα να τις
αρχίσω σύντομα».
«Ω,
τι;»
«Δεν
θυμάμαι και πολύ. Αλλά θα μου ξανάρθει
στον δρόμο για το σπίτι, είμαι σίγουρη».
Μάζεψε
τα πράγματά της, ανασκουμπώθηκε κι
έφυγε. Ακόμα έβρεχε έξω. Αλλά δεν της
άρεσε η συζήτηση για τις γάτες και την
άμμο και αποφάσισε να τις ξεφορτωθεί
με την πρώτη ευκαιρία. Η Κλοντέτ και η
Λίλυ θα έβρισκαν πολύ γρήγορα ένα
κατάλληλο σπίτι. Πάντα βρίσκουν οι
γάτες, έτσι κι αλλιώς. Έτσι βρέθηκαν
μαζί της στην αρχή. Χρειάστηκε πολλή
φροντίδα και περιποίηση μέχρι τα μικρά
θηρία να ανταποκριθούν στα πομπώδη
ονόματά τους. Τώρα είχε έρθει η ώρα να
γίνει από καλοταϊσμένη Κλοντέτ ξανά
κεραμιδόγατα. Αλλά δεν άντεχε την
πιθανότητα να μασουλάνε τα ζωάκια της
το πρόσωπό της μετά από όσα είχε επενδύσει
για να τα κρατήσει ζωηρά και καλοθρεμμένα.
Καθώς απομακρυνόταν όλο και περισσότερο,
της ξανάρθε. Ήθελε να αγοράσει μπισκότα
τσαγιού. Από τα καλά, φυσικά.
Η
γυναίκα καθάρισε μετά την επίσκεψη.
Έβαλε τα πιάτα στον νεροχύτη, το μπολ
με τα μπισκότα στο ντουλάπι, και
τακτοποίησε τις πολυθρόνες. Το ραδιόφωνο
έπαιζε ακόμα, κάποιο είδος κλασικής
μουσικής που ταίριαζε πολύ με τον καιρό
έξω, ενισχύοντας την επίδραση του καιρού
πάνω της σε σημείο που άρχισε να το
απολαμβάνει. Πίεσε τα δάχτυλά της πάνω
στα κρύα παράθυρα, μπορούσε σχεδόν να
αγγίξει τις σταγόνες έξω. Ήταν ώρα τώρα
να ετοιμάσει τη σκηνή. Δεν ήθελε να κάνει
άσχημη εντύπωση στους ιατροδικαστές,
πρέπει να προσέχεις την εικόνα σου ακόμα
και μετά θάνατον. Η υπόκλισή της θα ήταν
ημιτελής χωρίς την κατάλληλη ενδυμασία,
οπότε η επιλογή της ήταν ένα θέμα
τεράστιας σημασίας. Είχε πολλά για να
διαλέξει, οπότε άνοιξε την ντουλάπα και
έβγαλε μια μπλούζα με λουλούδια, μια
φούστα και μια ζακέτα. Όχι, αυτό θα
έδειχνε ότι προσπαθεί πάρα πολύ. Μπεζ
παντελόνι, πορτοκαλί ζιβάγκο και καφέ
παπούτσια θα πήγαιναν ωραία αν αποφάσιζε
να κρεμαστεί, για να απαλύνει την επίδραση
της θηλιάς στο δέρμα της. Αλλά άμα ήταν
να πεθάνει με απαγχονισμό, χρειαζόταν
μια θηλιά, και πού να την έβρισκε; Μπορούσε
να πάει στο μπακάλικο και να ζητήσει;
Από την άλλη, θα έπρεπε να απαντήσει σε
ερωτήσεις σχετικά με τον σκοπό χρήσης
της και δεν ήταν κάτι που ήθελε να
συζητήσει με τον υπάλληλο. Τι στην ευχή
να του έλεγε; «Ξέρεις, θα αυτοκτονήσω
σήμερα, οπότε σκέφτηκα ότι ο απαγχονισμός
είναι μια καλή επιλογή».
Όχι,
με τίποτα. Πήρε κάνα δυο μεταξένια
φουλάρια και η ποσότητά τους υπονοούσε
ότι της άρεσαν πολύ αυτά τα αξεσουάρ, ή
τουλάχιστον όσα έκρυβαν τον λαιμό της.
Από τα εφηβικά της χρόνια, τον έβρισκε
πολύ μεγάλο ή παράξενο, οπότε πάντα είχε
κάτι γύρω του για να πέφτει αλλού η
προσοχή. Τα χέρια της ήταν άλλη ιστορία,
ήταν κομψά και λεπτά, και συχνά επαινούσαν
οι άλλοι την ομορφιά τους. Παλιά υπήρχε
μια ιστορία για μια γυναίκα με ένα όμορφο
φόρεμα που φύλαγε για ξεχωριστή περίσταση
η οποία ποτέ δεν ήρθε τελικά, οπότε την
έθαψαν με αυτό. Η περίπτωσή της ήταν
διαφορετική, τα ρούχα της τα αξιοποιούσε,
εκτός από μερικά έξαλλα εσώρουχα, αφού
πήγαιναν χρόνια από την τελευταία φορά
που είχε κάποιον να του τα δείξει. Καθώς
διάλεγε το φουλάρι που θα τέλειωνε τον
κόσμο της, σκέφτηκε πως ήταν πολύ λεπτά
για τον σκοπό της, οπότε έπρεπε να
χρησιμοποιήσει κάτι άλλο. Δεν είχε
αποφασίσει και τι θα φορούσε ακόμα,
οπότε το ξανάπιασε το θέμα. Έβγαλε μια
καρό φούστα, μια λευκή μπλούζα και ένα
μπουφάν τουιντ.
Χρειαζόταν
σίγουρα μια ωραία καρφίτσα για το πέτο
του, αλλά έκανε για τη δουλειά της κι
έτσι.
Και
τότε τελικά της ήρθε: υπνωτικά χάπια.
Τόσο κομψός τρόπος, εντελώς διακριτικός.
Ήταν κάτι συνηθισμένο στα αστυνομικά
που έβλεπε στην τηλεόραση, και ποτέ δεν
της είχε περάσει από το μυαλό ότι θα
σκεφτόταν να πεθάνει κι αυτή έτσι. Αλλά
τώρα, αυτή η επιλογή της φαινόταν τόσο
ανώδυνη και εύκολη όσο αυτή με τα
φουλάρια. Μόνο τότε συνειδητοποίησε
ότι δεν είχε καθόλου χάπια σπίτι της.
Είχε ένα φαρμακείο δίπλα στο μικρό
ταχυδρομείο χαμηλά στον δρόμο, κι εκεί
θα έβρισκε σίγουρα. Τι φαρμακείο θα ήταν
άμα δεν είχε; Αποφάσισε να μην είναι
τόσο επιλεκτική με τα χάπια όσο ήταν με
τα μπισκότα του τσαγιού. Της αρκούσε να
μπορούν να τη βάλουν σε έναν αιώνιο
ύπνο. Την πείραζε που έπρεπε να βγει από
το σπίτι με τέτοιο καιρό, αλλά ήταν
απαραίτητο αν ήθελε να το κάνει απόψε.
Το φαρμακείο ήταν ανοιχτό μόλις έφτασε,
κι όταν άνοιξε η πόρτα ένα κουδούνι
χτύπησε για να αναγγείλει τον νέο πελάτη
στον υπάλληλο.
«Καλησπέρα,
κυρία μου. Τι θα θέλατε;»
«Χμ,
χρειάζομαι υπνωτικά χάπια. Έχω προβλήματα
με τον ύπνο μου τελευταία και αποφάσισα
να τα δοκιμάσω»
«Για
να δούμε τι έχουμε. Αυτά εδώ είναι αρκετά
δυνατά, πρέπει να χρησιμοποιούνται πολύ
προσεκτικά, καταλάβατε».
«Ω,
είμαι σίγουρη ότι ξέρω πώς να τα
χρησιμοποιήσω σωστά. Μην ανησυχείς,
νεαρέ μου, είμαι γριά αλλά δεν τα έχω
χάσει ακόμα».
«Αυτό
ξαναπείτε το. Μπράβο σας».
«Να
πληρώσω τώρα παρακαλώ, πρέπει να φύγω».
Του
άφησε τα ρέστα λες κι ήταν σερβιτόρος
στο μπαρ.
Όταν
γύρισε στο σπίτι, είχε ακόμα πράγματα
που έπρεπε να τακτοποιήσει, όπως να
βάλει τα χαρτιά της σε μια τάξη, να γράψει
τη διαθήκη με την οποία θα μοίραζε την
περιουσία της ισότιμα στα δυο παιδιά
της, κι ένα γράμμα αποχαιρετισμού, το
οποίο αποδείχτηκε μεγάλη πρόκληση.
Ήθελε να φανεί αποφασιστική και
συμπονετική, αλλά όχι αξιολύπητη ή πολύ
δραματική.
Το έγραψε λοιπόν.
Όταν
ήμουν μικρό κορίτσι, ποτέ δεν πίστευα
ότι θα ερχόταν αυτή η μέρα, αλλά να που
ήρθε. Δεν ξέρω τι να πω, και δεν ξέρω
γιατί θα έπρεπε κιόλας. Απλώς βαριόμουν
μέχρι θανάτου. Η διαθήκη είναι στο πάνω
συρτάρι του γραφείου. Κρατήστε τους
κλέφτες μακριά από το σπίτι και μην
τολμήσετε να με θάψετε με παπά. Ούτε
λουλούδια, αλλά να έρθει κόσμος στην
αγρύπνια. Δεν θέλω τίποτα κακόγουστο.
Κρατήστε μακριά τα παιδιά, πείτε τους
μόνο ότι θα έχουν καινούργια μπεϊμπι-σίτερ.
Και το καλό που σας θέλω να μην δώσετε
τα φουλάρια μου σε κανένα άσυλο αστέγων.
Είναι πολύ ακριβά. Καθαρίστε πριν
πουλήσετε το σπίτι. Ξέρω πως θα το κάνετε.
ΥΓ:Παρακαλώ,
δώστε τη συνταγή για τα μπισκότα τσαγιού
μου στην κυρία Τζόνστον δίπλα.
Με
εκτίμηση,
Άναμπελ
Το
άφησε σε έναν μπλε φάκελο στο γραφείο
της, για να το δουν αμέσως, με γραμμένο
ένα Αντίο
πάνω του, για να καταλάβουν σίγουρα περί
τίνος πρόκειται. Ήταν 10 το βράδυ.
Τηλεφώνησε στη γειτόνισσά της να την
πάρει στις 9
το
πρωί για να πάνε μια βόλτα και να πιούνε
κάτι. Της απάντησε ο τηλεφωνητής αλλά
δεν υπήρχε πρόβλημα, το μήνυμα εκεί θα
έμενε έτσι κι αλλιώς. Ήταν ώρα για ένα
ωραίο χαλαρωτικό μπάνιο, σε κανέναν δεν
αρέσουν τα ιδρωμένα βρόμικα πτώματα.
Όταν γέμισε επιτέλους η μπανιέρα, ξάπλωσε
μέσα με τα στήθη της να
αγγίζουν την επιφάνεια του νερού από
κάτω σαν δύο ξεφούσκωτες σημαδούρες. Ο
γεμάτος μπουρμπουλήθρες ατμός ήταν
τόσο σαγηνευτικός που φοβήθηκε ότι θα
χανόταν μέσα του. Σε ένα τραπεζάκι δίπλα
στη μπανιέρα ήταν το κουτί με τα βελγικά
σοκολατάκια. Έφαγε λίγα από αυτά με
γέμιση καραμέλα. Η γλυκιά, απαλή γέμιση
έλιωσε στη γλώσσα της και χάιδεψε τον
ουρανίσκο της. Αλλά έπρεπε να μείνει
συγκροτημένη και να προχωρήσει το σχέδιό
της, οπότε βγήκε έξω και τυλίχτηκε με
μια λευκή πετσέτα. Ο καθρέφτης είχε
γεμίσει κι αυτός με καυτό ατμό, χρειάστηκε
να τον σκουπίσει για να δει το είδωλό
της μέσα του. Λοιπόν, αυτό ήταν: το πρόσωπό
της ήταν κάπως παραμορφωμένο μιας και
ο καθρέφτης ήταν παλιός, αν και όχι τόσο
όσο η εικόνα μέσα του.
Χτένισε
τα μαλλιά της και άπλωσε ενυδατική στο
πρόσωπό της. Αφού τέλειωσε με τη φροντίδα
του δέρματός της, έβγαλε το πιστολάκι.
Ένα ζεστό αεράκι διαπέρασε το βρεγμένο
της κρανίο, στεγνώνοντας αργά αργά τα
μαλλιά της. Το πάτωμα γλιστρούσε πολύ
από τα νερά και απαιτούσε ισορροπία για
να μην φας τα μούτρα σου. Καθώς κοιτούσε
την αντανάκλασή της, της φάνηκε ότι θα
εξαφανιζόταν σταδιακά μέσα στην υγρή
επιφάνεια. Ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό
τσίριγμα και έπειτα ένα γρήγορο χτύπημα
στο πάτωμα: ούρλιαξε, σκόνταψε και έπεσε
μέσα στη μπανιέρα όπου έπαθε ηλεκτροπληξία
εξαιτίας ενός ποντικιού που είχε χαθεί
ψάχνοντας το κελάρι με τα τρόφιμα.
Το
επόμενο πρωί, η κυρία Τζόνστον ήρθε να
την πάρει όπως είχαν συμφωνήσει. Η πόρτα
ήταν ξεκλείδωτη, αλλά δεν υπήρχε κανείς
στο σαλόνι.
«Πού
είσαι, καλή μου; Είσαι σπίτι; Είχαμε πει
να έρθω να σε πάρω, θυμάσαι;»
Καμία
απάντηση. Ούρλιαξε όταν άνοιξε την πόρτα
του μπάνιου. Η Άναμπελ ήταν στη γεμάτη
μπανιέρα, με το πρόσωπο ανάποδα και το
μπουρνούζι της μούσκεμα. Έτρεξε αμέσως
στο τηλέφωνο και πήρε τον ιατροδικαστή.
Μετά επέστρεψε στο σαλόνι και βρήκε το
κλειστό κουτί με τα υπνωτικά, μένοντας
εκεί για να σιγουρέψει πως το ασθενοφόρο
θα ερχόταν πριν από τις γάτες της
γειτονιάς.
*
Ο Μίρκο Μπόζιτς γεννήθηκε το 1982 στο Μόσταρ της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης . Σπούδασε αγγλικά και κροατικά στο Πανεπιστήμιο του Μόσταρ. Έχει δημοσιεύσει τρία ποιητικά βιβλία, ένα μυθιστόρημα και τη μονογραφία “Τα παρασκήνια του Mostar”. Είναι επίσης αρθρογράφος, μεταφραστής και ιδρυτής του Διεθνούς Λογοτεχνικού Φεστιβάλ Πόλιγκον στο Μόσταρ το 2015, με περισσότερους από 40 φιλοξενούμενους συγγραφείς έως τώρα, τόσο από την πρώην Γιουγκοσλαβία όσο και από την υπόλοιπη Ευρώπη. Το έργο του έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά, πολωνικά, σλοβακικά, σλοβενικά, δανικά, γερμανικά και αλβανικά. Έχει συμμετάσχει σε δύο προγράμματα διαμονής (CEI ,2014) και Marko Marulic (Split, 2018) και πολλά φεστιβάλ στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, την Κροατία, τη Γαλλία, την Ιταλία και το Κοσσυφοπέδιο. Έχει τιμηθεί με πολλά λογοτεχνικά βραβεία. Γράφει στα κροατικά, τα γερμανικά και τα αγγλικά