*

Ο
Ρωμαίος ξάπλωσε νεκρός στο πάτωμα

Έχυσε
αίμα απ’τη πρωτόγνωρη αυτή ηδονή

Η
Μήδεια έφαγε το δεξί χέρι της κόρης

των
οφθαλμών της.Το αριστερό το έχρισε
καβούρι

Κι
ο Γκιώνης σκαρφάλωσε ψηλά στα μετέωρα

της
φυλακής του.Ένιωθε τόσο ελεύθερα λευκός

Στο
τέλος της εποχής,τα αστέρια αυτά έπεσαν

λουλούδια
στις γλάστρες της αυλής

Τί
όμορφα που άστραψε το κατοικίδιο χώμα

*

Άλογα
τρέχουν στην πλατεία

παιδιά
καθηλωμένα

χνάρια
άγονα ποδοπατούν

Η
μνήμη δεν πρόκειται

αρτιμελής
να παραμείνει





Malédictions
I

Άκου
πώς γρυλίζουν

κάτω
από τα σεντόνια

ήμουν
έτοιμη να ακινητοποιηθώ μα

ημικρανία
τραχιά

ξεσκέπασε
το φονικό

οι
σκιές ξύπνησαν

στη
μέθη με προσκάλεσαν να βυθιστώ

τις
ώρες που την σκέψη

αιχμάλωτη

φαντάσματα
κρατούν

την
ξεχαρβαλώνουν

σε
δάση ετοιμόρροπα την κρεμούν

Γλιτώνει.Πάντα
γλιτώνει


Malédictions
II

Σε
ήθελα σεμνό στο μνήμα

ούτε
κινήσεις ούτε χάδια

αγγίζεις
λυσσομανούν μισώ

το
χώμα μου δεν έχει τέλος