Η Φραγκούλα
Σου έχω πει για τη Φραγκούλα;
Το ’80-81, λοιπόν, που συνεχώς
πηγαινοερχόμασταν -όχι τουριστικά- με τη Σάντρα στη Χίο, και μέναμε στο άλλοτε
υπέροχο σπίτι τους, που είχε όμως πια απαλλοτριωθεί, για να γίνει το
αεροδρόμιο, και είχε μάλιστα, κυριολεκτικά, κοπεί στη μέση (!) για να περάσει
από ‘κει η “Λεωφόρος Ιωάννου Χρήστου” (!!), βρεθήκαμε μ’ έναν African
Grey παπαγάλο, που εγώ, απ’ το όνομα μιας κυρίας Χιώτισσας, που μου είχε φανεί
εντελώς εξωπραγματικό, τον ονόμασα Φραγκούλα. Ήταν ένα υπέροχο πουλί· δεν είχα
ξαναδεί κάτι τέτοιο: Καθόλου εντυπωσιακό· γκριζόασπρο, με λίγο κόκκινη ουρά, σα
μεγάλο περιστέρι, αργό, γλυκό, ζεστό, πανέξυπνο, με εντελώς σκυλίσιο φέρσιμο,
ικανό να μιμείται ό,τι ήχο μπορείς να φανταστείς· ακόμα και να λέει κάποιες
λέξεις. (Κοίτα στο GOOGLE: African grey parrot, αν δεν σου είναι οικείο). Αυτή
ήταν η Φραγκούλα, που όλοι στη Χίο ήσαν ξετρελαμένοι μαζί της, μα κανείς δεν
τολμούσε να πει ευθέως: “Η Φραγκούλα σφυρίζει από μέσα; Τι κάνει η
Φραγκούλα; Τι τρώει η Φραγκούλα; Μα τι ωραία που τα λέει η Φραγκούλα! Τι
αστεία· κοίτα πώς κάνει τούμπες η Φραγκούλα!” Γιατί προσβαλλόταν η άλλη, η
δίποδη Φραγκούλα!
*
Τότε εμείς οι δυο, κάθε τρεις και λίγο
ταξιδεύαμε: Μια στη Χίο, μια στο Δερβένι, μια στην Αίγυπτο, μια στην Κύπρο, μια
εδώ, μια εκεί. Η Φραγκούλα είχε ένα πολύ μεγάλο κλουβί που δεν ήταν διόλου
εύκολο να μεταφέρεται. Αλλά δεν ήταν δυνατό και να μένει μόνη στο σπίτι στην
Αθήνα. Αρχίσαμε, λοιπόν, να την πηγαίνουμε στη μάνα μου. Συνέβη τότε το εξής
απίστευτο: Η Φραγκούλα, με τον αξιαγάπητο χαρακτήρα της ξετρέλανε τη μάνα μου,
που δεν είχε ποτέ της πολλά-πολλά με κανένα ζώο. Και κάποια στιγμή μας έβαλε
βέτο: Όσο περνάει ο καιρός, εγώ συνδέομαι πολύ μ’ αυτό το ζώο. Κάνουμε
εξαιρετική παρέα· το αγαπώ και μ’ αγαπάει. Ή δεν θα την ξαναφέρετε, λοιπόν,
ποτέ εδώ στο σπίτι μου, ή, αν την ξαναφέρετε, δεν θα την πάρετε ποτέ πίσω. Κι
έτσι, απ’ το 1985, η Φραγκούλα έγινε μόνιμη κάτοικος της Παπαδιαμαντοπούλου 4,
και η μασκότ του σπιτιού. Βέβαια η εκπαίδευσή της πήγε πίσω, διότι η μάνα μου
ούτε ήξερε μα ούτε είχε την υπομονή να της κάνει μαθήματα ορθοφωνίας. Οπότε τα
ελληνικά τής Φραγκούλας έμειναν στο “Καλημέρα”, στο
“Σάντρα”, και στο “Γεια σου”. Απ’ την άλλη μεριά, όμως,
σφύριζε όλων των ειδών τα σφυρίγματα, γαύγιζε, πριόνιζε, κάρφωνε, νιαούριζε,
έκανε το κουδούνι, το τηλέφωνο, το μοτοσακό, την ηλεκτρική σκούπα, το καζανάκι
του μπάνιου κι ό,τι άλλο βάζει ο νους σου. Υπέροχο ζώο, εντελώς αξιαγάπητο. Κι
ακόμα πάρα πάνω· γιατί μισούσε τη θειά μου την Ελίκη τη Ζάννα, την Ινδολόγο
-τρομάρα της!…- που με τα χρυσαφικά της, με τις πούδρες και με τ’ αρώματά της
την τρέλαινε την κακομοίρα τη Φραγκούλα, που μαζευόταν σε μιαν άκρη του
κλουβιού κι έβγαζ’ επιτέλους μια φορά την αληθινή φωνή της, που ήταν ένα
φρικαλέο δυνατό κρώξιμο!
*
Οπότε απ’ το ’85 μέχρι το ’97 η Φραγκούλα
έμενε στο πατρικό με τη μάνα μου. Το πρωί, στις 6/10/97 που πέθανε η μάνα,
κυριολεκτικά στα χέρια μου, βγήκα απ’ το νοσοκομείο, καμιά πεντακοσαριά μέτρα
απ’ το σπίτι της μάνας, και περπάτησα με τα πόδια ως εκεί· μάλλον άδειος και
προσπαθώντας αδέξια να καταλάβω πόσο εύκολα είχε γίνει κάτι, που νομίζουμε
απέραντα δύσκολο, αδιανόητο. Ξεκλείδωσα και μπήκα μέσα. Ήταν όλα κλειστά και
θεοσκότεινα. Παράθυρα και ρολά μαζί. Κρίμα· κι ήταν πανέμορφη μέρα. Περίεργο
αίσθημα: Εκείνο το σπίτι το ήξερα από μικρός, απ’ το 1959. Το κατοικούσα
συνέχεια μέχρι το 1984 και φυσικά το επισκεπτόμουν, όποτε ήθελα, μέχρι πριν
λίγες μέρες. Δεν το είχα ξαναδεί ποτέ μου έτσι σκοτεινό κι ανήλιαγο κι έρημο.
Σκέφτηκα πως δεν είχε ξαναπεθάνει η μάνα και γι’ αυτό δεν το είχα ξανανιώσει
έτσι. Ήξερα που είχε πεθάνει ο πατέρας κι εγώ ήμουν εννιά· μα τότε υπήρχε η
θεία Κατίνα, υπήρχε η γιαγιά, υπήρχε κι η μάνα. Η μάνα δεν είχε ξαναπεθάνει
ποτέ, για να ξέρω πώς είναι. Άνοιξα όλα τα ρολά και τα παράθυρα, και είδα πάλι,
πολύ ζωντανά, μπροστά μου, τη γλώσσα της που κουνιόταν ανεπαίσθητα, πριν μισή
ώρα, σα γλώσσα κοιμισμένου μωρού, σαν ανοιγμένο στρείδι κάτω από μια σταγόνα
λεμόνι, για να πάρει την τελευταία ανάσα, πριν την αφήσει πίσω και φύγει μαζί
της, για πάντα. Το ‘βλεπα συνέχεια μέσα μου αυτό, λέγοντας στο κενό:
“Κοίτα να δεις, αυτό ήταν· πάει, πέθανε η μάνα”. Και κάπνιζα
συλλογισμένος τριγυρνώντας στο δωμάτιο που άλλοτε ήταν δικό μου, βλέποντας ξανά
και ξανά, συνέχεια και πάλι, εκείνη την τελευταία ανάσα της, αντίκρυ στον ήλιο
που είχε μπουκάρει μέσα αχόρταγα.
-Καλημέρα!
Χριστέ μου· η Φραγκούλα… Υπήρχε και η
Φραγκούλα εκεί. Ποιός ξέρει πόσες μέρες μόνη, έτσι στα σκοτεινά. Η Θυμιούλα, η
θυρωρίνα, ανέβαινε πού και πού και ίσα που της έβαζε σπόρια και της άλλαζε το νερό.
Εκείνο το “καλημέρα” με τρέλανε, ειπωμένο έτσι, εκείνην ακριβώς τη
στιγμή. Αυτό ήταν: Δίχως καμιάν υπερβολή, ούτε κανένα φτιασίδι, λέω πως μέσα σ’
ένα μισάωρο είχα κάνει, μόνος, όλο τον κύκλο: Είχα κάτσει μόνος -μάλλον από
περιέργεια- συνέχεια στο κρεβάτι δίπλα στη μάνα, βαστώντας της το χέρι μέχρι να
τελειώσει. Ακούγοντας απ’ τις φλέβες μου, την Passacaglia BWV 582 του Bach, που
είχε ξεφυτρώσει ανεξήγητα από μέσα μου δίχως να με ρωτήσει, και κύλαγε μόνη της
μαζί με τις ανάσες της μάνας. Όταν δεν είχε άλλη ανάσα, της έκλεισα εγώ τα
μάτια. Δεν ήταν πολύ δύσκολο. Μετά, δεν ασχολήθηκα διόλου ούτε με τον αδελφό
μου ούτε με τις αδελφές της που ήθελαν ν’ αρχίσουν να κλαίνε. Βγήκα. Έφυγα.
Περπάτησα. Ήρθα εδώ, στο έρημο σπίτι. Άνοιξα στον ήλιο και μου ήρθε η καλημέρα
της Φραγκούλας.
*
Την ίδια στιγμή συνειδητοποίησα πως η
Φραγκούλα δεν μπορούσε να μείνει άλλο εκεί, και το απόγεμα πήγα με το
αυτοκίνητο και την έφερα μαζί με το κλουβί στο σπίτι μου. Δεν είχε βέβαια
ολόκληρο δωμάτιο δικό της, όπως στης μάνας. Την έβαλα σε μια γωνιά στο δωμάτιό
μου, ίσα-ίσα για να μη φοβάται· γιατί εμένα με ήξερε και με τη Simone τα πήγε
καλά απ’ τις πρώτες στιγμές. Πέρ’ απ’ το σπίτι, όμως, της έλειπε η μάνα μου
κυρίως, αφού ζούσαν συνέχεια μαζί πάνω από δέκα χρόνια. Τη φώναζε· μα απάντηση
δε λάβαινε. Μια, δυο, τρεις. Καμιά απάντηση. Πέντε, δέκα, πενήντα. Τίποτα. Κι
άρχισε να θρηνεί. Άφησε κατά μέρος όλη τη φλυαρία της, όλους τους αστείους
τρόπους της και τους παράξενους θορύβους που ήξερε, κι έμενε ακίνητη
προσμένοντας μιαν απάντηση που δεν ερχόταν και βγάζοντας συνέχεια ένα θρηνητικό
σφύριγμα μόνο, σα μοιρολόι, μαδώντας συνάμα τα φτερά της. Μέσα σε μια βδομάδα
και ούτε, έμεινε ολότελα γυμνή, κι έγινε σαν τα σφαγμένα κοτόπουλα που βλέπουμε
στην αγορά· μ’ ένα κανονικό κεφάλι παπαγάλου, γιατί δεν μπορούσε να μαδήσει τα
φτερά απ’ το κεφάλι της. Τότε η Simone την έσωσε…
*
Γιατί
έχει πολύ μεγάλη επαφή με τη φύση η Simone· όπως τα περισσότερα Αυστραλάκια. Αμέσως κατάλαβε τι
τρέχει με τη Φραγκούλα. Την πλησίασε, τής μίλαγε, τη χάιδευε, τής σφύριζε·
απόχτησαν eyecontact.
Και το πουλί σιγά-σιγά βρήκε ξανά τη χαρά της ζωής. Και σταμάτησε να θρηνεί και
να τρώγεται. Γαλήνεψε. Κι έγιναν φίλες. Πολύ φίλες· τόσο που εγώ πια, πέρασα σε
δεύτερη μοίρα. Ντύθηκε πάλι τα φτεράκια της, έβγαινε απ’ το κλουβί της,
καθότανε στον ώμο της Simone,
έπαιζε με τα μαλλιά της, αντισφύριζε, μιλούσαν, βλέπαν μαζί τηλεόραση. Πέρασαν δυο χρόνια έτσι. Ώσπου στις επόμενες
Αλκυονίδες, Γενάρη μήνα, που ο ήλιος έλαμπε κι ήσαν πανέμορφες οι μέρες
εκείνες, η μια πίσω απ’ την άλλη, έν’ αεράκι· ευχάριστο για μας, πολύ
επικίνδυνο όμως για εκείνη, τρύπωσε ύπουλα μέσα της και την πάγωσε χωρίς κανείς
να καταλάβει, χωρίς κανείς να το προλάβει. Κι έπεσε άρρωστη, πολύ άρρωστη, του
θανατά. Ό,τι μπορείς να φανταστείς κάναμε για να τη σώσουμε: Τι αντιβιοτικά με
το σταγονόμετρο της δίναμε, τι σκόνες, τι σιρόπια. Τι κάναμε φούρνο όλο το
σπίτι, μπας και ξαναζεσταθεί το είναι της απ’ το κρύο που είχε φωλιάσει μέσα
της· τού κάκου. Σε λίγες μέρες πέθανε, πάνω στο στήθος τής Simone. Χώνοντας το κεφαλάκι στις
μπούκλες των μαλλιών της κι αφήνοντάς της, δώρο, πάνω στα χείλια της, ένα
κόκκινο φτερό που είχε βγάλει απ’ την ουρά της.
* * *