ΞΑΦΝΙΚΗ ΕΜΠΝΕΥΣΗ

Η έμπνευση με μια ξαφνική
κίνηση

Μου ξεκούμπωσε το πουκάμισο

Κι άρχισε τις εντριβές με
τσίπουρο

Μέχρι που μέθυσε το δεξί μου
χέρι

Κι άρχισε να γράφει ποιήματα

Πάνω σ’ ένα κιτρινισμένο
χαρτί

Με κέρασε κι ένα μεζέ στα
όρθια

Και ξαναμπήκε πάλι μέσα στο
χώμα

Ενώ έξω έπεφτε μια σκληρή
βροχή

Στέγνωσαν τα τρύπια
παντελόνια

Στην απλώστρα και οι νεκρές
ώρες

Φορώντας αλεξίσφαιρα γιλέκα

Δυναμώνει η βροχή από κέρματα

Κανείς δε σκύβει να τα
μαζέψει

Πιάνω κατά τύχη ένα
σκουριασμένο

Μ’ αυτό αγοράζω όλο τον
ουρανό

Από αύριο μόνιμος κάτοικος
του ύψους

Με κιάλια θα παρατηρώ τους
πλανήτες

Την πτώση του φεγγαριού στο
πηγάδι

Κι όταν θα έχω ξεμεθύσει το
πρωί

Θα κουμπώνω ξανά το πουκάμισο

Και θα κρεμάω τα ποιήματα στο
φως.

ΠΩΣ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

Πληθυντικά ρήματα

Αδέσποτων στροφών

Υποσκάπτουν την κλίση τους

Ουσιαστικά παντός καιρού

Θύματα της πτώσης τους

Ο ρόλος μου περιορισμένος

Σ’ ένα χαρτί ποτισμένο

Με κονιάκ νεκρών αστέρων

Μεθυσμένα κόμματα

Παραπατούν στις λέξεις

Αποπλανούν μια παρένθεση

Ομαδικός βιασμός

Στίχοι υπό προθεσμία

Σβήνονται αθρόα

Ξαναγράφονται με μπογιά

Συνθήματα στους τοίχους

Ποιήματα του δρόμου

Παράνομοι μετανάστες

Χαράματα στο μεταγωγών

Μέσα σε απούλητα βιβλία

Επαναπατρίζονται βίαια

Κι ο ποιητής συλλαμβάνεται

Για έκθεση ανηλίκων σε
κίνδυνο.

                ΤΟ ΤΑΒΛΙ

Σε θεοσκότεινη κάμαρα παίζω
τάβλι

Ζαριές παράνομου έρωτα απ’ το
παράθυρο

Κρυφοκοιτάζουν τα λερωμένα
σεντόνια

Εξάρες μετά από δύσκολη
διαπραγμάτευση

Τοποθετώ τα πούλια της
συμφωνίας

Στις παρυφές ενός άβγαλτου
σώματος

Πάνω σε ρώγες ανοιξιάτικου
θηλασμού

Τα μετακινώ με προσοχή πιο
κάτω

Ανάμεσα στον αφαλό και στην
αιωνιότητα

Γλιστράνε εύκολα στο αξύριστο
τερέν

Κάποιο το σκάει και μπαίνει
σε μια σχισμή

Βάζω το δάχτυλο μάταια να το
σώσω

Έχει εξοκείλει σε βαθύ
υπήνεμο κόλπο

Σάλπιγγες ηχούν της
αποκάλυψης

Ρίχνω πανικόβλητος την
τελευταία ζαριά

Ηττημένη ζωή σε στημένη
παρτίδα.