από τη συλλογή διηγημάτων «Ο
Μασκοφόρος», εκδόσεις Φαρφουλάς 2014

 Ζαχίντ

Ο Ζαχίντ δεν κάνει όνειρα μα
εξακολουθεί να τα βλέπει στον ύπνο του. Διέσχιζε, λέει, μια διάβαση πεζών
φορώντας το καλό πουκάμισο που του δώρισε η μητέρα τύχη για το μακρινό ταξίδι.
Ο σηματοδότης τού έδινε προτεραιότητα. Στην άλλη πλευρά του δρόμου, η Ευρώπη
του χάρτη σε στάση εναγκαλισμού. Ο Ζαχίντ άνοιξε το βήμα του μα ένα διερχόμενο
αυτοκίνητο παραβίασε το φανάρι και του τσάκισε τα παΐδια. Παρέμεινε αναίσθητος
στην άσφαλτο. Μόλις συνήλθε κοίταξε ζαλισμένος τριγύρω. Ο οδηγός τον είχε
εγκαταλείψει. Στην προσπάθειά του να σηκωθεί συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε
να κουνήσει το ένα πόδι. Η βλάβη έμοιαζε μόνιμη. Το πουκάμισο, σκισμένο,
κρεμόταν έξω απ’ το παντελόνι. Κατάφερε με κόπο να φτάσει στην άλλη μεριά του
δρόμου μα η Ευρώπη είχε εξαφανιστεί απ’ το χάρτη. Απόμεινε ένα λευκό πανί, οι
ξεφτισμένες άκρες του ανέμιζαν στα μποφόρ των μεσογειακών ανέμων. Το επόμενο
αυτοκίνητο σταμάτησε στο κόκκινο φανάρι. Ο οδηγός άνοιξε το παράθυρο και πέταξε
ένα κέρμα στον Ζαχίντ, τον κουτσό ζητιάνο των φαναριών.