Α φ ι έ ρ ω σ η 

του συγγραφέα στον εαυτό του 
Ένα βιβλίο που ’ρχεται να δικαιολογήσει (και εν μέρει να σαρκάσει) τη μεγίστη των τεχνών, τη λησμονημένη από τον άδικο κόσμο μας Ονειροπόληση, δεν θα μπορούσε παρά να αφιερωθεί σε σένα, αγαπητέ Δημήτριε. Εσύ άλλωστε μου το ενέπνευσες, εσύ, γαντζωμένος στον ώμο του δικού σου Δον Κιχώτη, καβάλα στο χάρτινο γαϊδουράκι των βιβλίων σου – άραγε πού νομίζεις ότι πας; Πουθενά. Ο ιδαλγός σου αδιαφορεί, αδιαφορεί η Ποίηση Δημήτριε, αδιαφορεί η Λογοτεχνία. Οι σοβάδες των ανεμόμυλών της ξεκολλούν από την κάλπικη βροχή των εγκωμίων. Η δεσποσύνη απ’ το Τοβόσο, οχυρωμένη σε ένα γυάλινο καφασωτό, επιδίδεται σε φιλοφρονήσεις, ο αναμαλλιάρης κάμπος έθεσε τους τυχοδιώκτες σε αργία. Γιατί; Πώς πέσαμε τόσο χαμηλά οι ανόητοι, γιατί πάψαμε να ονειροπολούμε; 
Η πραγματικότητα, Δημήτριε, αποδέχεται τον εαυτό της όταν εξαναγκάζεται να τον φθονεί – παράτα τα λοιπόν φίλε μου, στάχτη ας γίνουν όλα, αποκαΐδια και συντρίμμια ενός κόσμου που του άξιζε το χάος, παράτα τους, άσ’ τους στο τίποτα ώσπου, ώσπου… 
…σε έναν αρτιμελή πια κόσμο να επανέλθει η μεγίστη των τεχνών.
ΤΟ ΒΑΡΕΛΙ ΜΕ ΤΙΣ ΜΥΓΕΣ
Έχεις χρήματα εκεί πάτερ, είμαι σίγουρος, όπως εγώ εδώ έχω μια σπάθη. Αν δεν θες να δεις τη σπάθη, άσε με τότε να δω τα χρήματα, και βιάσου, γιατί εγώ, ο Αντρέας Τολεδόν, έντεκα έχω στείλει να αναπαύονται στο βαρέλι με τις μύγες.
Όλες οι τέχνες έχουν τον προστάτη τους. Οι μεταπράτες έχουν τον Άγιο Ιάκωβο του Κάδιθ, οι δικηγόροι την Αγία Σύλληψη, οι ιχθυοπώλες τον Άγιο Λεόν της Καστίλλης – μόνον οι αλήτες δεν έχουν τον προστάτη τους, οι υπόλοιποι εγκληματίες ναι. Πες στους ανθρώπους σου λοιπόν να κάνουν άγιο αυτόν τον βλάκα (ο Θεός να τον έχει καλά) τον κάλπικο ιππότη που με έσωσε, τον δον Κισάτο. Φυγόδικος δεν είναι σαν τα μούτρα μου, ούτε τσιφούτης σαν τα δικά σου. Και άκου πώς έγινε: με σέρνανε με αλυσίδες για εκτέλεση, έκλαιγα τη τύχη μου ο φουκαράς όταν αυτός είδε από μακριά (άκου λόξα!) Αλγερινούς πειρατές να σέρνουν χριστιανό σε σκλαβοπάζαρο! Να χαρώ τα μάτια που του ’δωσε ο Θεός! Και τώρα τα λεφτά, τσιφούτη, μη χλομιάζεις…
….αχ θα με εκτελούσαν, που λες πάτερ, πάνω στον ανθό της νιότης!
ΔΥΟ ΠΟΝΗΡΟΙ
Οι ιππότες είναι ευγενικοί και καλοπληρωτές – άκου πώς θα του τη σκάσουμε. Τράβα βρες κάνα φουστάνι της γυναίκας σου και μετά κάλυψε το κεφάλι σου με μια μαντήλα. Εγώ κάτι θα βρω, θα φορέσω μια εσάρπα, κι αύριο ξεκινάμε χαράματα με τα άλογα. Θα είμαστε τάχα δυο μάγοι ξακουστοί. Εσύ κάνε ότι δεν μιλάς τη γλώσσα μας, πέτα τίποτα αλαμπουρνέζικα, αλλά να γουρλώνεις τα μάτια σου όταν τον κοιτάς. Εγώ θα του πω ότι τον περιμένουν περιπέτειες και δόξες. Ρίξε και μια προσευχή στον Αλλάχ, και μετά εγώ θα αρχίσω τα σιρόπια. Θα τον μουρλάνουμε – πας στοίχημα; Μόλις όμως σκάσουν το παραδάκι… αχ εκεί να δεις τι μαγικά θα κάνουμε στο χάνι με τα κορίτσια.