εκδ Εκάτη


Υπόσχεση πετάλων

Η μόνη εξουσία που αναγνωρίζω

Του μικρού πρίγκιπα

Στον άδενδρο δρόμο όπου ξοδεύεται χρόνος

Για τριαντάφυλλα.

Ο πιο ηρωικός στρατιώτης είναι μολυβένιος,

Πολεμά να σμίξει πόδι στο χορό, όχι στο εμβατήριο.

Σε ηλιόλουστο σοκάκι περπατώ με βήμα άναρχο

Βρεγμένος να φέρω σε μίσχους αγκαθιών

Υπόσχεση πετάλων.

Μονό/ λόγος

―Θα ’θελες να μιλήσεις;

―Μάλλον, όχι!

Θέλαμε ν’ απομακρυνθούμε ή να παραδοθούμε

Στην επικράτεια του φιλιού

Λιώνοντας ένα ποίημα στο κοινό μας στόμα.

Δέηση στη Θάλασσα

Θάλασσα,

με σήκωσες όταν παραμόρφωνε

το βάρος

μέλη στη στεριά·

Ξοπίσω οι πέτρες

είναι τ’ απομεινάρια του;

Kι αυτές με τον καιρό θα γίνουν

βότσαλα να τα συλλέγουν χέρια άδολα.

Βούτηξα και σε προσκύνησα

ανάβοντάς σου φάρο

μην και τσακίσουν το κολύμπι τους στα βράχια

όσοι σπεύδουν στη στεριά να ξαναβρούν

το βάρος.

Θάλασσα,

Δώσε τους την άνωση

Για τα κορμιά που ράγισαν μες στην ορθοστασία

(ξαπλωμένος ήμουν εύφλεκτος όπως οι σπόροι

των μωβ γιατί)

Ιδρώνω τους
ανελκυστήρες


Ιδρώνω τους ανελκυστήρες αμφιβάλλοντας

πού θα στεγάσω ανέστιες στιγμές. Αποφάσισα

να σταματήσω ανάμεσα στον πρώτο όροφο αθανασίας

και στον δεύτερο θανάτου. Ένα πικάπ έπαιζε το my way

στο ρετιρέ σε ύψος του