Στα
Ράφια

Πρώτη
Κυριακή Νοεμβρίου. Στις έξι μετά μεσημβρίας ακριβώς, ώρα επισκεπτηρίου στον
Οίκο Ευγηρίας ‘Η Γαλήνη’, καταφθάνει η κόρη της κυρά Ευθαλίας. Στο Διοικητικό
του νοσοκομείου Αγρινίου δουλεύει, δυο στενά πιο κάτω, αλλά έρχεται μια φορά το
μήνα περίπου. Φοράει καλοσιδερωμένο, μπεζ ταγιέρ, σαν από γυψοσανίδα, και
κατακόκκινες, ψηλοτάκουνες γόβες που από πίσω μοιάζουν με πασχαλινά αυγά.
Κάθεται απέναντι απ’ τη μητέρα της, με τις γάμπες σταυρωμένες και τα δάχτυλα
των χεριών της  πλεγμένα. Το πρόσωπό της
τεντωμένο, λαμπυρίζει σαν πλαστικό. Το χαμόγελό της τετράγωνο, γεμάτο δόντια,
σαν μεγάλα ζάρια, σταθερά κολλημένο λες με σελοτέιπ στο πρόσωπό της. Τη χαιρετώ
και βιάζω τα χείλη μου σ’ ένα, όσο αυτό είναι δυνατόν, εγκάρδιο χαμόγελο. «Πώς
είστε, κυρία Χαδούλα;» μου λέει μέσα απ’ τα δόντια της. «Ούτε σήμερα ήρθε
κάποιος δικός σας, ε;» Μου δείχνει την καρέκλα δίπλα στη μητέρα της που
μασουλάει αμέριμνα  ένα μπισκότο κανέλας
που μόλις έφερε η Μαρίνα η τραπεζοκόμος μαζί με τις πορτοκαλάδες μας, και λέει,
«Καθίστε μαζί μας!» Η κυρά Ευθαλία, κουφή σε προχωρημένο στάδιο, σκύβει πιο
κοντά στην κόρη της, το κάτω χείλος της χαλαρό, αποκαλύπτει τα σαλιωμένα ούλα
γιγαντιαίου μωρού. Η επισκέπτρια γέρνει πίσω στην καρέκλα της, τινάζει μερικά
ψίχουλα απ’ τη φούστα της με επιμέλεια και αναπηδάει ξαφνιασμένη όταν μια
βροντή, δυνατή σα μουγκρητό οργισμένου ζώου, κάνει τα τζάμια να τρίζουν.
Σηκώνεται και πλησιάζει το παράθυρο καθώς απανωτοί κεραυνοί σκίζουν σα
ξεφτισμένα ρέλια το συννεφιασμένο ουρανό. Κι όσο αυτή μελετάει το καιρικό αυτό
φαινόμενο και σκέφτεται προφανώς πώς θα καταφέρει να φτάσει ως το σπίτι της
χωρίς να καταστρέψει την καλοχτενισμένη κόμη της, βρίσκω την ευκαιρία και ρίχνω
δύο διασπειρόμεναozapex και δύοlexotanilστην πορτοκαλάδα της και
τ’ ανακατεύω γρήγορα με το δάχτυλό μου. Η κυρά Ευθαλία φαίνεται πλήρως
απασχολημένη και αφοσιωμένη, ήδη στο τέταρτο μπισκότο, ενώ η ευδαιμονία κυλάει
απ’ το στόμα της με τη μορφή χειμάρρου σαλιωμένων ψίχουλων.

       Κατά τις επτά μετά μεσημβρίας, όπως είθισται,
η επισκέπτρια ετοιμάζεται να φύγει. Ευτυχώς, γιατί φοβήθηκα ότι οι κεραυνοί θα
την κάνουν να επισπεύσει την αναχώρησή της, πριν προλάβει να πιει το αναψυκτικό
της. Αφού καταναλώσει και την τελευταία σταγόνα, προσθέτοντας, «Δύσκολο να
βρεις μια πορτοκαλάδα της προκοπής στις μέρες μας. Τις χάλασαν πια», ταμπονάρει
προσεκτικά με μια χαρτοπετσέτα τα βαμμένα χείλη της και σηκώνεται. Ταλαντεύεται,
πιάνει το κεφάλι της, δείχνει ζαλισμένη, δεν καταλαβαίνει τι έπαθε ξαφνικά.
Προσφέρομαι να τη βοηθήσω να κατέβει τις σκάλες. Στην κορυφή της σκάλας,
κοιτάζω γύρω μου. Κανείς. Το πόδι μου μπλέκεται με τα δικά της, αυτή σκοντάφτει,
πέφτει με το κεφάλι εμπρός, εγώ ωρύομαι, δείχνω τρομοκρατημένη, εκείνη κάνει
δύο τρεις κυβιστήσεις, εκσφενδονίζεται 
με δύναμη στη γωνία ενός ξύλινου τραπεζιού και σωριάζεται στο πάτωμα,
ακίνητη, ενώ μια λιμνούλα αίματος σχηματίζεται γύρω απ’ το κεφάλι της. Τι
απρόσεκτη, μα ήταν παπούτσια αυτά που φόραγε η συγχωρεμένη, τι τα θες, ήταν το
γραφτό της, κι άλλα πολλά ακούγονται. Δεν έχω τύψεις. Είμαι βεβαία ότι απεβίωσε
γαλήνια.

Δεύτερη
Κυριακή Δεκεμβρίου. Στις έξι και τέταρτο ακριβώς καταφθάνει ο γιος του κυρ
Θανάση, όπως κάνει κάθε τετράμηνο περίπου. Δάσκαλος κολύμβησης. Στην Αθήνα
μένει. Ψηλός, μυώδης, ηλιοκαμένος, με ωμοπλάτες και χέρια μεγάλα σαν κουπιά.
Γεμάτος ενέργεια. Δύσκολη περίπτωση. Με προσκαλεί να καθίσω μαζί τους. Αλλάζει
στάσεις συνεχώς, ανακάθεται, ανασηκώνεται, ξεφυσάει. Δεν τον χωράει η καρέκλα
του. Ο κυρ Θανάσης σηκώνει τα γυαλιά του, που γλιστράνε συνέχεια κάτω στην
ιδρωμένη μύτη του και κοιτάζει το γιο του απ’ την κορφή ως τα νύχια με καμάρι.

       Όταν έρχεται η ώρα να φύγει ο επισκέπτης,
κι αφού έχει πιει την πορτοκαλάδα του, ανάμικτη με τέσσεραozapexκαι
δύοlexotanil,
ξινίζοντας συχνά τη μούρη του και κοιτάζοντας παράξενα το ποτήρι του, τα γυαλιά
του κυρ Θανάση θολώνουν, αναπηδούν, τ’ άρρωστα πόδια του κάνουν μικρά,
ανυπόμονα βηματάκια επί τόπου. Ο επισκέπτης τον ακουμπάει με το χέρι-κουπί
βιαστικά στον ώμο και σηκώνεται λες και τον τρύπησε κάποιος με καρφίτσα στα
οπίσθια. Τον παρακολουθώ καθώς δρασκελίζει δυο δυο τα σκαλιά και πάει
χοροπηδώντας προς την έξοδο. Δύσκολη περίπτωση.

       Μετά από δύο περίπου ώρες και είκοσι
λεπτά, μαθαίνουμε ότι η μηχανή του καρφώθηκε σ’ ένα στύλο της ΔΕΗ στην Εθνική
λίγο πριν το Μεσολόγγι. Απρόσεχτοι οι νέοι οδηγοί σήμερα, θα ‘τρεχε πολύ,
σκοτώστρες αυτές οι μηχανές, κρίμα, τέτοιο παλικάρι, κι άλλα πολλά ακούγονται.
Δεν έχω τύψεις. Είμαι βεβαία ότι απεβίωσε γαλήνια.

Τρίτη
Κυριακή Ιανουαρίου. Στις έξι και δώδεκα λεπτά ακριβώς καταφθάνει ο γιος του κυρ
Σταύρου. Κάθε δύο μήνες έρχεται. Έμπορος, απ’ ότι λέει ο κυρ Σταύρος. Τι
εμπορεύεται ποτέ δεν έμαθα. Σκυθρωπός, όπως πάντα, κι αμίλητος. Λέξη δε βγάζει.
Απορώ γιατί έρχεται. Δεν περιμένω να με προσκαλέσει να καθίσω μαζί τους. Το
κάνω από μόνη μου γιατί ξέρω ότι είναι πολύ οκνός για να επιληφθεί του θέματος.
Ο κυρ Σταύρος τον ρωτάει τι κάνουν τ’ αδέρφια του, τα παιδιά τους, οι γυναίκες
τους, τα σκυλιά τους, όλο του το σόι και τα κατοικίδιά τους, έναν έναν,
ζωντανούς και νεκρούς, παίρνει μικρές ανασούλες και ξαναρχίζει πάλι, όλη τη
λίστα απ’  την αρχή, μ’ ορθάνοιχτα μάτια
και στόμα, ενώ τα «καλά» βγαίνουν απ’ το ράθυμο στόμα του γιού του σαν
δυσκοίλιο κακάρισμα γαλοπούλας. Το βλέμμα του είναι μόνιμα στυλωμένο στο ποτήρι
με την πορτοκαλάδα του, που τη ρουφάει σε μικρές δόσεις, αργά αργά, χωρίς την
παραμικρή έκφραση στο πρόσωπό του, χωρίς μια σύσπαση των χειλιών. Και ποντικοφάρμακο
να του ρίξω αυτουνού, πάλι ανέκφραστος θα μείνει. Φοβάμαι όμως ότι δεν θα βρω
την κατάλληλη ευκαιρία να ρίξω τα χάπια μέσα, αλλά, ευτυχώς, καθώς περνάει η
κυρά Ευτυχία από μπροστά μας, της πέφτει το Πι και οριζοντιώνεται στο μωσαϊκό
φαρδιά πλατιά – να ΄ναι καλά η γυναίκα – και σηκώνονται όλοι να τη βοηθήσουν
και προς μεγάλη μου έκπληξη κι ο επισκέπτης. Δύοozapexκαι
δύοlexotanilείναι νομίζω επαρκή. Είναι ήδη αρκετά νυσταλέος.

       Βρήκανε το Φιατάκι του κολλημένο σ’ ένα
τεράστιο δέντρο στο δρόμο έξω απ’ την Αμφιλοχία προς το χωριό του. Αφού
κοιμότανε όρθιος, μαστούρας ο τύπος, τι περίμενες, ποιος ξέρει τι χασισάκι ή
τίποτα χειρότερο να ‘παιρνε, έμπορος και κουραφέξαλα, κι άλλα πολλά ακούγονται.
Δεν έχω τύψεις. Είμαι βεβαία ότι απεβίωσε γαλήνια.

Τέταρτη
Κυριακή Φεβρουαρίου. Η κόρη της κυρά Σταμάτας καταφθάνει στις έξι και είκοσι
ακριβώς. Αυτή έρχεται κάθε εξάμηνο περίπου.  Πρώτη φορά που κάθομαι μαζί τους. Αρχοντογυναίκα,
με άψογο μακιγιάζ και κατακόκκινο κραγιόν. Έχει πανέξυπνα, αεικίνητα μάτια κι
ευγενική φυσιογνωμία. Δεν γνωρίζω πού εργάζεται. Η κυρά Σταμάτα η καημένη, μετά
από δύο απανωτά εγκεφαλικά, τα λέει όλα λειψά, ψευδά, τρώει σύμφωνα, λέει
ασυναρτησίες, ο λόγος της δεν έχει ειρμό. Όταν τη ρωτάω με τι ασχολείται η κόρη
της, αυτή λέει «υοχόος, υοχόοος». «Δεν ρωτάω για το ζώδιό της», της λέω, αλλά
αυτή εκεί, υδροχόος, υδροχόος.

       Η επισκέπτρια κουνάει το κεφάλι της
συγκαταβατικά κι έχει τα μισόκλειστα μάτια της κολλημένα στο στόμα της μητέρας
της και τα φρύδια σμιγμένα στην προσπάθειά της να μετατρέψει τα ολισθήματα της
νωθρής της γλώσσας σε συλλαβές και – μάλλον πολύ επίδοξα – σε λέξεις. Της
σκουπίζει συχνά το σαλιωμένο στόμα της και της βάζει πίσω στην ποδιά της το
αριστερό της χέρι όταν αυτό πέφτει απ’ τα πλάγια της καρέκλας. Φαίνεται πιο
τρυφερή απ’ τους άλλους επισκέπτες και πραγματικά νιώθω τύψεις που θα χρειαστεί
να την εξοντώσω, αλλά το σκέφτομαι και το προετοιμάζω καιρό τώρα, πρέπει κι
αυτή να πληρώσει για το θανάσιμο αμάρτημα που κάνουν όλοι οι επισκέπτες, να
παρατήσουν τους γονείς τους στο γηροκομείο, σαν άχρηστα αντικείμενα, σαν παλιά
μπουκάλια σε σκονισμένα ράφια και σκοτεινά κελάρια, μόνους κι έρημους, άγνωστοι
μεταξύ αγνώστων, μακριά απ’ τα σπίτια τους και την αγκαλιά των οικείων τους.
Έσφαλε και θα πληρώσει.

       Σήμερα μας έφεραν τσάι το βουνού. Η
επισκέπτρια μυρίζει το τσάι της κάθε φορά πριν βάλει μια γουλιά στο στόμα της.
Δεν μ’ αρέσει αυτό. Όταν πετάγεται να πάρει μερικές χαρτοπετσέτες απ’ την
τραπεζαρία, βρίσκω την ευκαιρία και διαλύω στο τσάι της τα χάπια. Αφού νοτίσει
όλες τις χαρτοπετσέτες με το σάλιο της η κυρά Σταμάτα, προσφέρομαι να πάω εγώ
στην τραπεζαρία για να φέρω άλλες. Η επισκέπτρια δε λέει να φύγει. Κάθεται ως
το τέλος του επισκεπτηρίου, ως τις οκτώ μετά μεσημβρίας, και πραγματικά, δεν
εντοπίσω ίχνος ζάλης στο πρόσωπό της. Νηφάλια σαν κούτσουρο. Αντιθέτως, εγώ
χασμουριέμαι ασυστόλως, τα σαγόνια μου τρίζουν και πονάνε, τα μάτια μου
θολώνουν. Μα, τι έχω πάθει; Γέρνω πίσω στην καρέκλα μου, καθώς το μάτι μου
παίρνει το κατακόκκινα βαμμένο χείλος του φλιτζανιού μου και μετά τα κατακόκκινα
χείλη της επισκέπτριας και μετά τα μάτια της, παράξενα λαμπερά και καρφωμένα
στα δικά μου και μετά… τίποτα.

       ‘Όταν ξυπνάω βλέπω την επισκέπτρια
απέναντί μου να μου δροσίζει το πρόσωπο με μια υγρή πετσέτα και τη Μαρίνα να
μου κρατάει τα πόδια σε ανάρροπη θέση. Μιλάνε. «Και τι δουλειά κάνετε κυρία
Προκοπίου;» λέει η Μαρίνα. «Οινοχόος», απαντάει η επισκέπτρια. «Δηλαδή;» ρωτάει
η Μαρίνα κι εγώ νιώθω σα να δέχομαι χαστούκι στο πρόσωπο. «Φροντίζω να ταιριάξω
το ανάλογο κρασί με το ανάλογο γεύμα και πάντα ανάλογα με τις προτιμήσεις των
πελατών».  Και μετά λέει κάτι για
αμπέλια, για κλάδεμα, ότι το χειμώνα κόβουν τα κλαδιά και καθαρίζουν το άρρωστο
ξύλο κι αφήνουν τρεις τέσσερις κληματόβεργες μόνο, με μάτια, και κάτι για ένα
τυφλό μάτι, γιατί έτσι λέει το αμπέλι ακροβλαστεί και ακροκαρπεί.  Οι λέξεις της κολυμπάνε γύρω απ’ το κεφάλι μου
σαν αλλόκοτα καβούρια που τσιμπάνε με τις δαγκάνες τους τα μηνίγγια μου. Και
μετά, δεν θυμάμαι τίποτα.

Όταν
ανοίγω τα μάτια μου ξανά είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου. Η επισκέπτρια με τη
Μαρίνα κάθονται αντικριστά στις ξύλινες καρέκλες που είναι μπροστά απ’ το
γραφειάκι μου, δίπλα στο παράθυρο και μιλάνε για κρασιά, πλήρως απορροφημένες στη
συζήτηση. Πόσο σημαντικές είναι, λέει η επισκέπτρια, οι κατάλληλες συνθήκες
συντήρησής τους. Λέει κάτι για κελάρια, για ξύλινα βαρέλια, για σκοτάδι,
υγρασία, αερισμό, θερμοκρασία κι άλλα πολλά που μόνο οι ειδικοί, οι γνώστες
μπορούν να εξασφαλίσουν. «Και τα κρασιά που δεν τα θέλουν οι πελάτες;» ρωτάει η
Μαρίνα. «Δεν τα πετάμε. Τα βάζουμε σε ράφια στο κελάρι, τι άλλο;» Ξαφνικά
γυρίζει και με κοιτάζει με μάτια πύρινες λάμες. « Έχουν κι οι πελάτες το
δικαίωμα επιλογής, όπως αυτοί κρίνουν καλύτερα, για το καλό όλων».  Θολώνω… και μετά … τίποτα.

       Όταν ξυπνάω είναι βράδυ, δεν ξέρω τι ώρα.
Αλλεπάλληλες αναλαμπές από αστραπές φωτίζουν το δωμάτιο και κεραυνοί μουγκρίζουν
σαν κραυγές πληγωμένου ζώου που ανταγωνίζονται τη σειρήνα ενός περιπολικού ή
ασθενοφόρου, δεν είμαι σίγουρη, που πλησιάζει. Τα λόγια της επισκέπτριας έχουν
εισχωρήσει απ’ τα μηνίγγια μου στο μυαλό μου, σπέρνουν τ’ αυλάκια του,
φυτρώνουν σκέψεις που ακροβλαστούν κι ακροκαρπούν. Σιγά σιγά οι κεραυνοί
υποχωρούν, το ζώο αγκομαχάει καθώς αργοπεθαίνει, αλλά δεν έχω τύψεις. Είμαι
βεβαία ότι απεβίωσε γαλήνια.