ΛΥΚΕ – ΛΥΚΕ ΕΙΣ’ ΕΔΩ;
“In the age of individualism, what
made people feel secure was having themselves reflected back to them,
like in a mirror…” Adam Curtis
~
Μια
φορά.
Όπως χθες,
όπως σήμερα, όπως πάντα. Όπως όλοι ξέρουν,
όπως φαντάστηκα, έκανα λάθος, κι φαντάστηκα
πάλι. Το Λύκο να έρχεται. Κρατώντας
καλάθι. Γεμάτο καθρεφτάκια.
Εγώ ιθαγενής.
Της εποχής αυτής. Της προηγούμενης. Της
κάθε προηγούμενης. Της σπασμένης σε
χίλια κομματια. Που αρνείται να πάρει
σχήμα. Εναλλάσσεται, μεταλλάσσεται,
ξεγλιστρά. Κι μας υποτάσσει. Η εποχή.
Έτσι. Έτσι κι αλλιώς.
Μια
φορά κι έναν καιρό.
Ο Λύκος
μειδιά. Το χαμόγελό του παραμορφωμένο
φερμουάρ. Που δε μπορώ ν’ανοίξω. Ζητάει
κωδικό – δεν έχω. «Ξεχάσατε τον κωδικό
σας; Απαντήστε στην ερωτήση ασφάλειας,
και στη συνέχεια αλλάξτε τον κωδικό
σας. ‘Ατομικισμός ή συλλογικότητα;’».
Απαντώ: «Συλλογικότητα» (➤).
«Ανεπιτυχής προσπάθεια. Ο λογαριασμός
σας κλειδώθηκε». Φυσικά. Όμως, ξέρω. Το
παραμύθι. Κι ξέρω πως το χαμόγελο δεν
είναι χαμόγελο. Πως τίποτα δεν είναι
αυτό που φαίνεται. Ειδικά, τα χαμόγελα.
Κι τα καθρεφτάκια.
Πολλά, άπειρα.
Τα καθρεφτάκια – πείτε τα καθρέφτες,
αν σας κάνει να νιώθετε καλύτερα.
Καθρεφτίζουν πίσω κομμάτια. Δικά μου.
Δικά σας. Ένα δάκρυ. Ένα χαμόγελο. Ένα
φόβο, ένα κρυφό φόβο. Μία επιθυμία, μια
κρυφή επιθυμία. Κι ούτω καθεξής (διαλέγετε
και παίρνετε). Επαναλαμβάνουν τις λέξεις
σας. Τις απορίες σας. Επαναλαμβάνουν
τις τελευταίες συλλαβές σας. «Φοβάμαι
τις ευθείες», θα πω. «Τις ευθείες;», θα
πουν; «Ερωτεύτηκα ένα λαβύρινθο», θα
πω. «Ένα λαβύρινθο;», θα πουν. «Ξεχνάω
πάντα τις Τετάρτες», θα πω. «Τις Τετάρτες;»,
θα πουν.
Κι εγώ.
Ιθαγενής. Και Νάρκισσος. θα τσιμπήσω.
Θα τα κοιτώ. Θα τους μιλώ. Θα πέσω μέσα
τους. Θα πνιγώ. Στα άπειρα σπαράγματα.
Του καθρέφτη. Της εποχής. Του εαυτού
μου. Κι εσείς, μαζί. Θα πέσετε. Θα πνιγείτε.
Στα άπειρα σπαράγματα. Του καθρέφτη.
Της εποχής. Του εαυτού σας. Κι αυτοί
μαζί. Θα πέσουν. Θα πνιγούν. Στα άπειρα
σπαράγματα. Του καθρέφτη. Της εποχής.
Του εαυτού τους.Εις
τους αιώνες των αιώνων. Ο
Λύκος, πάντα εκεί, διαυγής, θ’ αδράξει
τη στιγμή.Αμήν.
Η
στιγμή.
Όταν η στιγμή ήταν στιγμή,
δεν ήξερε πως ήταν στιγμή.
Όταν η στιγμη ήταν στιγμή,
δεν είχε άποψη για τίποτα,
δεν είχε συνήθειες, καθόταν
οκλαδόν.
Οταν η στιγμή ήταν στιγμή.
Μετά, μεγάλωσε.
Η στιγμή. Φούσκωσε, δεξιά κι αριστερά.
Πάνω, κάτω. Φούσκωσε κι άλλο, κι άλλο. Κι
άλλο. Κι έσκασε. Βουβά. Γέμισε τη Συνέχεια
απ’ άκρη σ’ άκρη. Κι έγραψε τη νέα
Αφήγηση. Ξεχάσαμε τα καθρεφτάκια.
Ξεχάσαμε το Δούρειο Ίππο. Ξεχάσαμε τους
εαυτούς μας, ακόμα. Τί ήμασταν πριν,
εννοώ. Πείτε το μνήμη. Ατομική. Συλλογική.
Ή ό,τι άλλο θέλετε. Κι έμεινε, μόνο, το
χαμόγελο του λύκου. Αυτό που δε μπορούσαμε
ν’ ανοίξουμε. Που άδραξε τη στιγμή. Που
έσκασε κι έγινε το Όλο. Το μεγαλύτερο
από τα μέρη του. Εμένα, εσάς, αυτούς, την
εποχή.
Πάντα,
λοιπόν, ο Λύκος.
Με τα
καθρεφτάκια στο καλάθι. Κι τους
αλγόριθμους. Υπολογίζοντας την επόμενη
κίνηση. Τη δική μου. Τη δική σας. Τη δική
τους. Την επόμενη στιγμή. Που θα γεννήσει
το νέο Όλο. Μέχρι αυτό να μαραθεί. Να
πέσει στο πάτωμα. Να αποσυντεθεί. Κι να
έρθει το επόμενο. Στο τετράγωνο. Στον
κύβο. Στο τετράγωνο ξανά.
Guernsey, 2017