Η γιαγιά μου δεν ήθελε να πάει στην Αυστραλία ή στην Αμερική,
άντε στη Γερμανία, όπως οι περισσότεροι Έλληνες της δεκαετίας του πενήντα. Η
γιαγιά μου ήθελε να πάει να πεθάνει. Την άκουγα και νόμιζα ότι είναι κι αυτή
μια χώρα.
Όταν αρχίσαμε τη γεωγραφία στο δημοτικό, η δασκάλα με ρώτησε
σε ποια χώρα θέλω να πάω κι απάντησα, Ναπεθάνω και κάλεσε πανικόβλητη τη μάνα
μου και της δήλωσε ότι έχω ψυχολογικά προβλήματα.
Η μαμά ήταν με τη γιαγιά. Την
κοιτούσε φουρκισμένη κι εκείνη χαμήλωσε το κεφάλι και τα άλλα παιδιά,
που την έβλεπαν πλάτη, είπαν, «η γιαγιά σου κλαίει», αλλά εγώ ήξερα ότι γελούσε.
Η γιαγιά μου άργησε πολύ να πάει στη χώρα Ναπεθάνω. Δεν έμπαινε
στο χάρτη κι έτσι πρόλαβα και μεγάλωσα. Η γιαγιά μου από πριν γεννηθώ έπιασε
την κοιλιά της κόρης της, που δεν ήξερε ότι με έψηνε, την κοίταξε βαθιά στα
μάτια, της τσίμπησε τα μάγουλα και τα βυζιά -όπως τόνιζαν κι οι δυο- και της είπε:
«Είσαι γκαστρωμένη, το ξέρεις; Κορίτσι!»
Άναψε καντήλι και πήγε και ζήτησε τον δεκαεννιάχρονο πατέρα
μου, τραβώντας τον απ’ τoαυτί στο
σπίτι της. Τότε η γιαγιά μου ήταν τριάντα έξι, χήρα με τρία κορίτσια και τους πάντρεψε
επειγόντως για να ‘χει ένα στόμα λιγότερο να ταΐζει.
Ύστερα πηγαινοερχόταν σπίτι μας, να παρακολουθεί το νεαρό ζευγάρι και
προπαντός, εμένα. Καθόταν ώρες κολλημένη στην κοιλιά της κόρης της και μου
μιλούσε. Άκουγα ιστορίες της γενιάς της, της φυλής της, της χώρας της. Μου
μιλούσε σ’ όλες τις γλώσσες που ήξερε και δεν ήξερε. Κι είχαν όλες τον τόνο της
αγάπης της. Άμα εδέησα να βγω στον κόσμο, την αναγνώρισα απ’ τη φωνή. Με κρεμούσε
σ’ ένα πανί που έδενε διαγώνια απ’ την πλάτη της στο αριστερό στήθος, για ν’
ακούω την καρδιά της. Έκανα τα πρώτα μου βήματα, δεμένη απ’ το κορδόνι της
ρόμπας της. Δεν ήταν ακριβώς δικιά της εκείνη η ρόμπα, η γιαγιά ήταν πάμπτωχη.
Μια ρόμπα ολόμαλλη, κανελί καρό, με μεταξωτά φυτίλια στα μανίκια και μεταξωτό
χοντρό κορδόνι για ζώνη. Δώρο μιας πλούσιας κυρίας που της έκανε μπουγάδα κάθε
Τετάρτη και Σάββατο.
Με έπαιρνε κι εμένα στην πλούσια κυρία. Έμενε ολομόναχη στο Κολωνάκι σ’ ένα
ρετιρέ μ’ έξι δωμάτια, τρία μπάνια και δύο δωμάτια υπηρεσίας, με τις αμέτρητες
γάτες της και το τυφλό σκυλί της. Κυκλοφορούσα σιωπηλή απ’ το ένα δωμάτιο στο
άλλο, φορώντας τα τακούνια της και τα γυαλιά πρεσβυωπίας της που τα έκαναν όλα
πρησμένα και τουρλωτά, με τη βεντάλια της στο χέρι και τη μεταξωτή της εσάρπα
στους ώμους. Το τυφλό σκυλί της μ’ ακολουθούσε προσεκτικά, μην κουτουλήσει στα
έπιπλα. Οι γάτες της μας παρατηρούσαν με τα τιγρίσια μάτια τους, αραχτές στους
βελούδινους καναπέδες.
Παντού με συνόδευε ένας παράξενος ήχος, ένα αέναο φλαπ-φλαπ-φλαπ
αντιλαλούσε στα σαλόνια, στα δωμάτια υπηρεσίας, στις κρεβατοκάμαρες, στα
μπάνια, στα μπαλκόνια, μα κυρίως, καθρεφτιζόταν στους καθρέφτες.
Το ξεθωριασμένο φάντασμα έλεγα μέσα μου και το χαιρετούσα και κοιταζόμασταν
και δίπλα μου φρενάριζε ο τυφλός σκύλος σαν να αφουγκραζόταν κι αυτός την
παρουσία του.
Ποτέ δεν ρώτησα
για τον ήχο. Χρόνια αφότου η γιαγιά μου πήγε στη χώρα Ναπεθάνω, άκουσα ξάφνου
το φλαπ-φλαπ-φλαπ, περνώντας από μια αυλή στην καρδιά της Αθήνας. Το ξεθωριασμένο
φάντασμα χαμογελούσε στους καθρέφτες της μνήμης μου.
Κάποια στιγμή
τόλμησα να κοιτάξω πάνω απ’ το φράχτη και είδα τον ήχο με τα μάτια μου: Σεντόνια
βρεγμένα που τα χτυπούσε ο αέρας.