Όταν πρωτοεκδόθηκε η μελέτη «Από τις αφετηρίες στην ολοκλήρωση του μοντερνισμού: ο Νάνος Βαλαωρίτης» (Κοινωνία των Δεκάτων, 2015) ο ίδιος ο Βαλαωρίτης σημείωνε: «Το κείμενο αυτό για την ποίησή μου είναι το καλύτερο, συνοπτικό, διεισδυτικό όλου του έργου μου, που είναι δημοσιευμένο ή αναρτημένο […]». Ενώ με άλλη αφορμή, αναφερόμενος στον συγγραφέα αυτού του τόμου, μιλά για «έναν φίλο απ’ το βορρά που φάνηκε σ’ αυτή την εποχή του χαμού σαν ένα φως στο σκοτάδι» και για έναν «ποιητή και θεωρητικό που τόσο χρειαζόμαστε». Το βιβλίο αυτό συμπληρωμένο και ουσιαστικά επαυξημένο επανακυκλοφόρησε σε έναν τόμο, ως β’ έκδοση από τις εκδόσεις Ρώμη (2016), από όπου και παρατίθενται ορισμένα αποσπάσματα.

Ο Νάνος Βαλαωρίτης είναι σαφώς μια αφετηρία και μια συνέχεια του μοντερνισμού. Ενώ ξεκινά από τον Σεφέρη −και εν μέρει από τον Γκάτσο− και ενώ αναφέρεται επίσης στον Ελύτη, ξανοίγεται πέρα από τον Κάλας, και μετά τη διεθνή του σταδιοδρομία πορεύεται και πέρα από τις νεότερες ροπές γραφής, λ.χ. τους μπίτνικ, και παλιότερα του ιμαζισμού, του ντανταϊσμού και του φουτουρισμού, σε μια μεταπολεμική τελικά ολοκλήρωση του μοντερνισμού, η οποία και συντελείται μέσω του γλωσσοκεντρισμού του. Στο πέρασμά του πάντοτε από τον υπερρεαλισμό στον μετα-υπερρεαλισμό.

                        Σε αντίθεση με τους σημαντικούς μας ποιητές που αντλούν κατευθείαν από την αρχαία και τη νεότερη −σε μια φυσιολατρική εκδοχή− ανδραγαθία (Σεφέρης, Φάλκος και Ελύτης αντίστοιχα) ο Βαλαωρίτης συνεχίζει την τάση που εκδηλώθηκε στα πρόσωπα των Εγγονόπουλου και Εμπειρίκου, δίνοντας έμφαση στο στυλ και στη γλώσσα. Όχι ως «γλωσσοπαρμένος» (βλ. Σολωμό και Αρ. Βαλαωρίτη, στοιχειωμένους δηλ. ποιητές από λέξεις), ούτε ως «εκκεντρικά γλωσσομανής» (βλ. Κάλβο και Καβάφη) αλλά ως «γλωσσογενής», όπως κι ο Κακναβάτος και ο Παγουλάτος. Μια γλώσσα που αντικαθιστά το υπερρεαλιστικό υποσυνείδητο με τον εαυτό της και που είναι πλέον αυτή που υπαγορεύει αντί του ασυνειδήτου.

Στο έργο του Βαλαωρίτη είναι κυρίαρχη η αίσθηση της διαρκούς απορίας, που σε συνδυασμό με τη γλώσσα, εκτοπίζει από το κείμενο-ποίημα ένα μεγάλο μέρος του εμπειρικού του περιεχομένου, για να βάλει στη θέση του το φαντασιακό και θεωρησιακό του ρευστό, από το οποίο και αναδύεται ο «ίδιος», είτε ως φώνημα, είτε ως η φωτεινή πρόσληψη ενός εαυτού, στη συνάντηση πάντοτε μιας πνευματικής συνείδησης με τον κόσμο (στη συγκεκριμένη έκφανσή του ως universe). Η εμπειρία μάλιστα του κόσμου που έχει ο ποιητής, φαίνεται να περνάει σχεδόν αυτούσια –φιλτραρισμένη από τη θέαση και τον «ψυχισμό» του− στο χαρτί, και αδιάκοπτα το κάθε μέρος ενισχύει το επόμενο κι όλα μαζί δομούν τον χαρακτηριστικό του βηματισμό και τον τρόπο του, που ισορροπεί ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο, το γραπτό και το άγραφο, το επιθυμητό και το ανεπιθύμητο, το ονειρικό και μη.

                         Μια ποίηση που παραμένει ανοιχτή και διόλου αυτάρεσκη με τον τρόπο της, που θέτει τον Άλλον ως κέντρο στον χώρο −στο χαϊντεγκεριανό αυτό «ξέφωτο»− τον άλλον ως άνθρωπο, ως αντικείμενο, αλλά και ως ατομική και συλλογική αίσθηση ενός εγκλωβισμού. Εκεί η αίσθηση που κομίζει ο ποιητής δεν είναι αυτή της παγίδευσης και του αδύνατου της αντίδρασης τύπου Κάφκα, ούτε «το σημειωτόν στο κενό» τύπου Σάμιουελ Μπέκετ, αλλά η δική του διακριτή αιώρηση που αντανακλά έναν εαυτό που αυτο-υπονομεύεται, μέσα στο φωτεινό και στο ιδιότυπα χορτασμένο. Συγχωνεύεται λοιπόν με τον Άλλον με τρόπο καινούργιο και αναγνωρίσιμα δικό του. Με ρίζες πιασμένες «ανάποδα» στον ουρανό, στον υπερρεαλισμό (βλ. ενδεικτικά «ό,τι ξεβράζει η θάλασσα της συνειδήσεως τους», «ΧVI», Κύριο Σώμα) απλώνεται κάθετα και δικτυωτά προς τη γη, γνήσια φορμαλιστικός, συνδυάζοντας και ταξινομώντας τον κόσμο σε νέους οπτικούς και ηχητικούς συνδυασμούς προτάσσοντας μονίμως τον γλωσσοκεντρισμό του, δηλαδή την προτεραιότητα της γλώσσας, την οποία μεταπλάθει στις μορφικές αναζητήσεις του, έναντι του θέματος-περιεχομένου. Μεταξύ άλλων συνδυασμών και ταξινομήσεων αξίζει να συγκρατήσουμε τους ακόλουθους: το δραματικό που συνυπάρχει με το κωμικό, το τοπικό με το παγκόσμιο, το τρέχον με το ιστορικό και το προ-ιστορικό, το λογικό με το προ- και μετα-λογικό, το τυπικά κοινωνικό με το άναρχο, εξομοιώνοντας τελικά το πνευματικό με το καθημερινό. Έτσι καταλήγει στη γη και τότε γράφει με «μια γραφή σαν κηδεία που αργά προχωράει με σκυμμένο κεφάλι και διάθεση μαύρη» και μετά επανα-απογειώνεται κι ως εκκρεμές μεταξύ ουρανού και γης παλινδρομεί εκφράζοντας πρωτίστως, την απορία του έμβιου και αυτοαναφερόμενου όντος, τη στιγμή ιδίως που με τα χρόνια «τα χτυπήματα στην πόρτα γίνονται όλο και πιο δυνατά».

Ας κλείσουμε την παρούσα σύντομη παρουσίαση με ένα ποίημά του:

Και σ’ έβλεπα που μ’ έβλεπες εκεί όπου δεν ήμουνα

Σε μέρος που δεν ήτανε κανένας απ’ τους δυο μας

Συννεφιασμένο απόγευμα όπου θα συναντιόμαστε

Στην άβυσσο του στοχασμού πέφτοντας σαν τα πρόβατα

[…] Τον εαυτό μου νιώθοντας σαν να ‘μουνα ένας άλλος

  («XIV», Κύριο Σώμα) 

ο Νάνος Βαλαωρίτης με τον Πέτρο Γκολίτση