Μαρία Θ. Αρχιμανδρίτη

Σιδηρά Παρθένα

Από ένα αγκάθι είχαν

εναποθέσει μέσα της

ως φόρο τιμής.

Με κεφάλι ρόδο

Και κλίση στο ανήλιο.

Δεν είχε όνομα

Και  δεν την ονόμαζε κανείς.

Ποιος φυγαδεύει σπίτι του

την εσχατιά;

Το πρόσωπο της  γύριζε μονάχα

στον αναστεναγμό

και  στον  επιθανάτιο ρόγχο

Τα βράδια την πόρτα της χτυπούσαν

ρυτιδιασμένα αγόρια.

Στην αγκάλη της τα νανούριζε 

και στράγγιζε η μνήμη τους ανάμεσα

στα πόδια της.

Έμμηνος σήψη.

Στο λυκαυγές απλώνει  τα σεντόνια

της

αστράφτουν στο φεγγαρόφως

τα γυμνά οστά της.