Φώτης Καγγελάρης

Τα στηρίγματα της κοινωνίας

Ακόμα μια φορά η Β. Λουρμπά ανοίγει το σπίτι της στον Ίψεν για να σχεδιάσουν, να μελετήσουν μαζί, να στοχαστούν πάνω στην ανθρώπινη συνθήκη: Είτε πάνω στο νόημα είτε πάνω στην ηθική και ν’ αναδυθούν έτσι μέσα από τη συζήτηση αυτή, τα μεγάλα ερωτήματα. Ο Ίψεν με τα «Στηρίγματα της Κοινωνίας» και η Β. Λουρμπά με τη σκηνοθεσία της στήνουν μεταξύ τους μια σχέση φιλοσοφική και ανθρώπινη στην οποία καλούμαστε να παρευρεθούμε, όχι για να πάρουμε μαθήματα ζωής, ο Ίψεν φαίνεται να είναι κατά των απαντήσεων, αλλά για ν’ ακούσουμε τη δίνη των ερωτημάτων όταν ταράζεται ο καθησυχασμένος αλλά βουρκώδης βυθός. Και η B.  Λουρμπά ως ιέρεια, ως σύντροφός του, ζωγραφίζει αυτόν τον βυθό, συνθέτει αυτή την εξώκοσμη αλλά και τόσο εσώκοσμη κοινωνική μουσική, σκηνοθετεί.

Για άλλη μια φορά η Β. Λουρμπά καταπιάνεται με το κοινωνικό σύμπτωμα έτσι όπως το ανασύρει ο ιατρός Ίψεν από τα θολά κοινωνικά νερά. Για να καταδείξει την βαθιά παθογένεια των κοινωνικών σχέσεων και δεσμών που εκτρέφουν και εκτρέφονται από την βεβιασμένη και παραβιασμένη ηθική, την ηθική που δικτυώνεται στο όνομα της κοινωνικής συνοχής, της προσωπικής ενοχής και της θρησκείας.

Η Β. Λουρμπά επιδέξια υλοποιεί το νυστέρι του Ίψεν, δίνοντας μας εξαιρετικές εικόνες από τα επιμέρους στοιχεία της χειρουργικής επέμβασης. Για να μας προσφέρει έτσι μία σεπτή παράσταση χωρίς φανφαρονισμούς, χωρίς εκπλήξεις. Η έκπληξη είναι ήδη μέσα στη γραφή του Ίψεν. Θα έλεγε κανείς ότι, με την τόσο λιτή αλλά πλήρη ροή της παράστασης και ταυτόχρονα, την τόσο φανερή σαν μία πρόβα, συναντά το μεταμοντέρνο ως ειρωνική αποδόμηση της επιφάνειας των πραγμάτων.

Ο Ίψεν (και η Β. Λουρμπά) βαθύς μελετητής της καντιανής «2ης Κριτικής» δεν κάνει απλώς κοινωνική κριτική και αναδύοντας το πρόβλημα, δεν προσφέρει λύση. Τι λύση να προτείνει όταν ο ίδιος ο άνθρωπος είναι χωρίς λύση, «ερριμένος», θα έλεγε ο Heidegger, μέσα στον κόσμο, χωρίς σχέδιο: «ένα συστημένο γράμμα προς τον θάνατο», ένας «Ιπτάμενος Ολλανδός» που ψάχνοντας για λιμάνι έχει, τελικά, για λιμάνι το χωρίς σχέδιο, το χωρίς σκοπό, το ίδιο του το ταξίδι. Ο Ίψεν προϋπαντώντας τον Sartre και τη θεώρησή του για τον άνθρωπο ως «άχρηστο πάθος» ούτε κατακρίνει, ούτε τιμωρεί. Δείχνει την αγωνία του ανθρώπου να σταθεί σε έναν κόσμο τον οποίο απορρίπτει, «η κόλαση είναι ο άλλος», ενώ την ίδια στιγμή παρακαλεί να του ανήκει. Όλο το δράμα αναφέρεται στην ευθύνη του ανθρώπου, απέναντι στον εαυτό του, απέναντι στον άλλο. Ποια είναι η ευθύνη που του αναλογεί;

Και η Β. Λουρμπά πιάνοντας το νόημα (το νόημα του μη- νοήματος) δεν δικάζει, πάσχει με τα πλάσματα στη σκηνή, στη σκηνή του κόσμου, τα οποία αναδεικνύουν το ανθρώπινο δράμα. Ίσως, θα έλεγα, είναι και τρυφερή μαζί τους: τους παρηγορεί, δεν τους αφήνει να κραυγάσουν, ζουν το δράμα τους ως αυτό που η ζωή έχει να προσφέρει.

Ο κ. Αυλωνίτης ένας τέλειος Μπέρνικ, μία σκηνική παρουσία που ανταποκρίνεται πλήρως στο ζητούμενο, να δείξει το εσωτερικό του δράμα χωρίς εξάρσεις, σαν να έχει αποδεχθεί τις αντιφάσεις του για να γίνει αποδεκτός από τη ζωή. Ωστόσο, με ένταση μας δίνει να ακούσουμε με την εξαιρετική ηθοποιία του ότι, όπως συμβαίνει στον Αισχύλο, αυτός ο ίδιος είναι μία επιλογή δυνάμεων που δεν ορίζει.

Η κ. Καράμπελα λιτή στην έκφραση του δράματος που ζει μέσα της, καλεί τον θεατή σε μία πειστική ταύτιση με την Ντίνα για να μοιραστεί μαζί του το ερώτημα: «τι θα έκανες στη θέση μου;».

Ο κ. Κατηφόρης ως εφημέριος στηρίζει με τα εκφραστικά του μέσα τις καταγγελίες της ηθικής, είναι σίγουρος και πειστικός για τον ρόλο του, τόσο που θέλεις να διακόψεις την παράσταση για να τον ρωτήσεις, εκείνη την ώρα: «δηλαδή, πάτερ, τι αξίζει πιο πολύ η ηθική ή η ζωή;».

Η κ. Λογαρά ενσαρκώνει την Λόνα με τρόπο άψογο, κατά το ήμισυ βυθισμένη στο δράμα και κατά το ήμισυ σαν να παίρνει τη ζωή ελαφρά, σαν να μην είναι μέτοχος αυτού που συμβαίνει, σαν τυχαία να βρέθηκε εκεί. Δύσκολος ρόλος, παίρνει υψηλότατο βαθμό η προσέγγισή του.

Η κ. Μανδηλαρά ως Μάρθα έχει βιώσει πλήρως τον ρόλο της σαν να της συμβαίνει καθημερινά αυτό που παίζει στην σκηνή, έχει πλήρη επίγνωση το μέχρι που θα διεκδικήσει τη σκηνική της παρουσία.

Ο κ. Ξυδάκης, καθοριστικός σπόνδυλος της άρθρωσης του έργου, αποδεικνύεται ταλαντούχος φωτιστής των σκοτεινών υπογείων του έργου, ξέρει να δαμάζει τα εκφραστικά του μέσα και ταυτόχρονα να τους επιτρέπει να στηρίζουν το ζητούμενο από την σκηνοθεσία. Ο κ. Ξυδάκης, πολλά υποσχόμενος ηθοποιός, οφείλει να δώσει περισσότερη σημασία στη στάση του σώματός του.

Και τέλος, η κ. Τζερουνιάν αναδεικνύει την βαθιά, κλασική υποκριτική της μόρφωση, τον πλήρη έλεγχο της φωνής της, την καταφυγή στην απλότητα για να αποδώσει τις πολύπλοκες συνιστώσες του δράματος στη σκηνή. Η κ. Τζερουνιάν, μια μεγάλη ηθοποιός, μας θυμίζει το περίφημο κείμενο του Diderot για το «Παράδοξο του ηθοποιού» και την έννοια της ταύτισης με τον ρόλο. Η κ. Τζερουνιάν, απλώς, σπουδαία.

Ο φωτισμός, άκαμπτος δεν βοηθάει.

Η μουσική αμήχανη. Το έχω πει και άλλες φορές. Η σκανδιναβική μουσική έχει διαμάντια για να υποστηρίξει τα έργα του σκανδιναβικού δραματολογίου.

Τα σκηνικά – κουστούμια, αυτά που περιμέναμε και αυτά που συμφωνούν με την ατμόσφαιρα του έργου.

Ο Ίψεν, με την αναχώρηση των δύο νέων, μας προσφέρει διέξοδο από την «παλιά» ηθική, στην προϋπάντηση του Dvorak και της «Συμφωνίας του Νέου Κόσμου» που εκπροσωπεί η Αμερική. Η Β. Λουρμπά μας προσφέρει διέξοδο από το βάρος και την οχλαγωγία της πόλης, δίνοντάς μας με την παράσταση στο θέατρο της, τον χώρο εκείνο που ταυτίζεται με τον χώρο μέσα μας, τον χώρο του «ξένου» εαυτού μας που καλείται να βρει την αυθεντικότητα του και την σχέση του με τον άλλο.