Υπάρχουν ταινίες που επιλέγεις -ημέρες αφόρητης ζέστης- να
τις δεις στη κλιματιζόμενη αίθουσα ενός μούλτιπλεξ περισσότερο για να περάσεις
δυο δροσερές ωρίτσες με αναψυκτικό και ντορίτος στο χέρι, παρά για να
απολαύσεις ένα ακόμη κινηματογραφικό δημιούργημα.

Ο λόγος για το “Solace” (Το χάρισμα) του βραζιλιάνου
σκηνοθέτη Afonso Poyart. Μία αστυνομική περιπέτεια, η οποία ενώ θα
μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι φιλόδοξο, ακολουθεί τη συνηθισμένη αμερικανική
συνταγή: αίμα – πιστολίδι – καταδίωξη στους δρόμους της πόλης.

Μια σειρά καλοστημένων και πανομοιότυπων δολοφονιών αναγκάζει το FBI να αναζητήσει έναν παλιό εν αποστρατεία συνεργάτη με υπερφυσικές ικανότητες, τον Τζον Κλάνσι, με σκοπό να διαλευκάνει το
μυστήριο. Πολύ σύντομα θα ανακαλύψει ότι ο κατά συρροή δολοφόνος κατέχει τις
ίδιες ικανότητες με εκείνον, προβλέποντας τις κινήσεις του. Στο “Solace” το
μεταφυσικό επιχειρεί να συγκρουστεί με τη λογική, το θάρρος με την ατολμία, η
σκληρή αλήθεια με την ακόμα σκληρότερη αποφυγή της.

Παρόλο που το σενάριο παρουσιάζει ενδιαφέροντα στοιχεία
(κάποιες καλές ανατροπές και ορισμένες -έστω μετρημένες στα
δάχτυλα- σκηνοθετικές εκπλήξεις) γρήγορα εξανεμίζονται από την προχειρότητα και την εξόφθαλμη υπερβολή της αφήγησης που αποδοκιμάζει την όποια
προσδοκώμενη ατμόσφαιρα ενός θρίλερ μυστηρίου.

Μία απόπειρα που έχει κάτι από το προ πενταετίας “Hereafter”
του Clint Eastwood, κάτι από “Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη (!) και σίγουρα κάτι από
το θρυλικό πια “Seven” του David Fincher, καθώς όπως διαβάζουμε, το σενάριο
προήλθε από προσχέδιο σίκουελ της εν λόγω ταινίας, το οποίο και απορρίφθηκε.

Η παρουσία του Anthony Hopkins σώζει ό,τι μπορεί να σωθεί,
παρόλο που κάθε του ρόλος μοιάζει προέκταση του “Hannibal”,
επιβάλλοντας άπειρα σφιχτά κοντινά πλάνα στις ρυτίδες των εκφραστικών του
ματιών. Από την άλλη, ένας όχι κακός ερμηνευτικά Colin Farrell που δεν φαίνεται
να «χωράει» απόλυτα στο ρόλο ενός κατά συρροή δολοφόνου.