Η
γλώσσα του σώματος ή το σώμα της γλώσσας;
Ερωτικές
καταγραφές σε ύφος ευλαβικό
(για
τη συλλογή διηγημάτων «Όμορφοι έρωτες»
του Ιάκωβου Ανυφαντάκη,
εκδ. Πατάκης)
Στη
συλλογή διηγημάτων του Ιάκωβου Ανυφαντάκη
που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη,
ο λόγος είναι για τους έρωτες. Οι ιστορίες
του είναι σίγουρα όμορφες, πρόκειται
όμως όντως για ερωτικές ιστορίες; Κι αν
πρόκειται για έρωτες, πόσο όμορφοι είναι
στ’ αλήθεια; Και τι άλλο μπορεί να είναι
οι έρωτες αν όχι αυτονοήτως όμορφοι; Κι
αν πράγματι ισχύει αυτό, γιατί να
διατυπώσει ο συγγραφέας στον τίτλο του
έναν τέτοιο πλεονασμό; Το πρώτο που
ερεθίζει λοιπόν τον αναγνώστη είναι
σχεδόν ευθύς εξαρχής ο τίτλος, που
μοιάζει αταίριαστος, προβοκατόρικος
θα έλεγε κανείς. Πόσο κυριολεκτικός,
πόσο ειρωνικός και πόσο αληθινός είναι;
Συνολικά,
πρόκειται για ένα λογοτεχνικό εγχείρημα
που συνίσταται στη διαλεκτική σύγκρουση
και ανασύσταση όλων των αντιθέτων, στην
ανάδειξη όλων των ήδη καταργημένων
αντιφάσεων, σε ένα καλοστημένο παζλ
όλων των κλισέ και των ανατροπών τους,
ιδωμένο από ένα πλάγιο, οξύ, τρυφερό όσο
και αδιάκριτο βλέμμα.
Οι
ήρωες του Ανυφαντάκη, όλων των φύλων,
σεξουαλικών κλίσεων και αποκλίσεων και
όλων των ηλικιών, είναι οι άνθρωποι της
διπλανής πόρτας, όταν αυτή η πόρτα
παραμένει πάντα κλειστή. Εκείνο που
κάνει ο συγγραφέας είναι να την ανοίξει
για τον αναγνώστη, αποκαλύπτοντάς του
το μυστήριο της ζωής που κρύβεται πίσω
της και συνίσταται ακριβώς στην έκπληξη
πως δεν υπήρξε ποτέ κανένα μυστήριο.
Όλα είναι όπως θα έπρεπε ανέκαθεν να
ήταν στο σύμπαν του Ανυφαντάκη, κι όπως
ποτέ κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί.
Οι έρωτες, χυδαίοι, κοινότοποι,
ανολοκλήρωτοι, υπαινικτικοί, ιδανικοί
και ματαιωμένοι, στο περιθώριο της ζωής
των ηρώων, δημιουργούν για κείνους έναν
αναπόδραστο και αέναα εν τη γενέσει
εαυτό, που ήδη τους πενθεί, συχνά ως
δυνητικούς ή ζώντες, και αναψηλαφεί τη
μεταμόρφωσή τους σε σημεία του Εγώ πάνω
στο σώμα. Στο σώμα που ως υποκείμενο,
αντικείμενο ομιλούν και αρχείο, κρύβει
κάθε φορά ένα πεπρωμένο αποκλειστικά
δικό του, αλλά και εναλλάξιμο με
οποιοδήποτε άλλο θα μπορούσε να
διεκδικήσει το βλέμμα από παρόμοια
οπτική γωνία. Το σώμα είναι μια θέση
στον χώρο και στον χρόνο και γι’ αυτό
μοναδικό και πλήρες για μια μόνο στιγμή.
Τη στιγμή της έγχυσης του ερώμενου όντος
στο πεπρωμένο του εξόχως κοινότοπου.
Το
σώμα φέρει την ύπαρξη, μας λέει ο
συγγραφέας, μαζί και τις λέξεις, την
ιστορία του και την εξιστόρηση εκείνου
που δεν μπορεί ποτέ να ειπωθεί. Η άρθρωση
του λόγου του είναι εκείνη της ακροβασίας
στα όρια των κινήσεων, αρχαίων, εμμενών
και μηδέποτε γενομένων, των κινήσεων
ολόκληρου του ανθρώπινου είδους που
βλέπει στον καθρέφτη του την αντανάκλαση
τής επιφάνειας μιας πραγματικότητας
τόσο εκπληκτικής που το υπερβαίνει, για
τον απλούστατο λόγο ότι ήταν πάντα εκεί.
Και κάπως έτσι, οι ιστορίες του Ανυφαντάκη
είναι φτιαγμένες με έναν τρόπο που τους
στερεί τη συνεκτικότητα για να τους
αποδώσει ειρμό, συνέχοντάς τες σε μια
αρμονία που αναγνωρίζεται ως εκείνη
του πιο μύχιου και μη αναμενόμενου
εαυτού. Κανείς δεν περιμένει να είναι
τόσο προβλέψιμος όταν η σκιά του βρίσκεται
πάντα δύο βήματα εμπρός του. Και κανείς
δεν έχει την τόλμη να παραιτηθεί από το
κυνηγητό του εαυτού του, με την προσμονή,
τη σιγουριά, τον αποτροπιασμό ή την
ελπίδα ότι θα τον περιμένει στην επόμενη
γωνία. Ενώ οι τροχιές τόσο των χαρακτήρων
όσο και της αφήγησης διαγράφονται πάνω
σε ένα αόρατο νήμα που συνδέει το τυχαίο
με το αναπόφευκτο, το ασύμπτωτο με το
οργανικά αναγκαίο.
Από
τον ρομαντισμό ως τον Mallarmé,
όπως συνοψίζει ο Φουκώ, «η λογοτεχνία
κλείνεται μέσα σε μια ριζική μη
μεταβατικότητα, γίνεται η απλή και
ξεκάθαρη κατάφαση μιας γλώσσας που δεν
έχει άλλο νόμο από το να καταφάσκει την
προβληματική ύπαρξή της. Δεν έχει τίποτε
άλλο να κάνει παρά μόνο να αναδιπλώνεται
σε μια συνεχή επιστροφή στον εαυτό της,
λες και ο λόγος της δεν θα μπορούσε να
έχει άλλο περιεχόμενο εκτός από το να
λέει την ίδια του τη μορφή».i
Κι αν πράγματι ισχύει κάτι τέτοιο για
τη σύγχρονη λογοτεχνία στο σύνολό της,
στο βιβλίο του Ανυφαντάκη αυτός ο
παραγωγικός αυτισμός της γλώσσας
αντανακλάται στη σχέση των ηρώων του
με αυτήν, ως λόγο, ομιλία, αναβολή της
δράσης και ματαίωση της επικοινωνίας,
όσο και στη μεταξύ τους αλληλεπίδραση.
Τα
διηγήματα του βιβλίου αποτελούν έτσι
ερμητικές καταβυθίσεις σε μια επιφάνεια
τόσο προφανή ώστε να μπορεί να μένει
πάντα κρυμμένη (σαν κάτι που θυμίζει το
«Κλεμμένο γράμμα» του Πόε), ενώ οι
αφηγηματικοί ελιγμοί του συγγραφέα
μοιάζουν συνολικά ως η μόνη αληθινή
οδός προς την απόλυτη ευθεία. Μια ευθεία
που προδίδει για τον συγγραφέα έναν
τέτοιο βαθμό κατάκτησης των εργαλείων
του που κάνει τις ιστορίες να μοιάζουν
με θραυσματικές καταγραφές της
πραγματικότητας που θα μπορούσαν να
συναρμολογηθούν με οποιοδήποτε τρόπο,
και ταυτόχρονα δημιουργεί τη βεβαιότητα
πως υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να
ειπωθούν. Και είναι ακριβώς αυτός που
έχουμε μπροστά μας.
Ο
συγγραφέας παίζει με τον αναγνώστη αλλά
δεν τον εξαπατά ποτέ. Διαρκώς τον
αποπλανά, χωρίς ποτέ να τον παραπλανήσει,
και ξέρει να τον έχει ανά πάσα στιγμή
εκεί ακριβώς που τον θέλει. Μοιράζεται
μαζί του τη δίνη του γύρω από τους
ομόκεντρους κύκλους των ηρώων του, και
μια λογοτεχνική ιδιόλεκτο που αγγίζει
την ειλικρίνεια της πιο εύγλωττης και
αποκαλυπτικής σιωπής: εκείνης της
έκστασης, όταν από κραυγή και ουρλιαχτό
μετατρέπεται σε ακινησία, υποβολή,
θάμβος και άπνοια, όταν μονώνεται στις
πιο απόκρυφες και μη κοινωνήσιμες εσοχές
του εαυτού.
«Με
πόσους τρόπους μπορείς να πεις μια
ιστορία;» διαβάζουμε στην πρώτη παράγραφο
του διηγήματος “Summertime
in
Prague”.
«Μπορείς να μεταθέσεις αρχή και τέλος,
αφηγητή ύφος και γωνία, αλλά με πόσους
τρόπους μπορείς να πεις μια ιστορία;
Μπορείς να παραλείψεις κάποια κομμάτια,
να αφηγηθείς εξαντλητικά άλλα, αλλά μια
ιστορία είναι μια ιστορία, είναι η ίδια
ιστορία. Ακόμα κι αν καταφέρεις να την
κλείσεις σε μια, δύο τρείς λέξεις. Με
πόσους τρόπους θέλεις να πεις μια
ιστορία; Αν δεν αντέχεις, μην την πεις,
αλλά η ιστορία δεν θα σωπάσει ποτέ».
Ειρήνη
Σταματοπούλου
———————————————
i
Βλέπε: Michel Foucault,
Οι λέξεις και τα πράγματα, μτφρ.
Κωστής Παπαγιώργης, Αθήνα: Γνώση, 1993.