Ανδρέας Πασσάς, Φθειρίαση

     «Δεν μου κάνεις» γάβγισε ενοχλημένος με το που μπήκα στο γραφείο του. Δεν χρειάστηκε να με κοιτάξει παραπάνω απο μερικά δευτερόλεπτα ή να με ακούσει. Έβγαλε αμέσως την ετυμηγορία του. Η καταραμένη φάτσα μου με ακολουθεί παντού, σκέφτηκα.

     «Είμαι είκοσι χρόνια στη δουλειά» συνέχισε αφήνοντάς με να παλεύω με το αν πρέπει να κλείσω την πόρτα και να βγω ή να την κλείσω και να προχωρήσω. Με έβγαλε εκείνος από το δίλημμα δείχνοντάς μου μια φθαρμένη δερματινή πολυθρόνα μπροστά από το γραφείο του. Άλλωστε το χρωστούσε στον άνθρωπο που με είχε στείλει εκεί, να παρακαλέσω και να δείξω την καλύτερή πλευρά μου για μια ευκαιρία.

     Ήταν σκοτεινά. Δεν είχε κανένα παράθυρο και η πόρτα ήταν παχιά με ηχομόνωση. Σου έδινε την εντύπωση ότι έμπαινες στο εσωτερικό ψυγείου κρεοπώλη που το είχαν μετατρέψει σε γραφείο. Ένας εσταυρωμένος σε μια γωνία αναβόσβηνε τα αδύναμα λαμπιόνια του σε ένα κίτρινο νωχελικό φως παρωχημένης σωτηρίας.

     «Έχουν περάσει από τη δούλεψή μου πολλά κουμάσια. Έχω δει κάθε τύπο ανθρώπου και ξέρω ότι εσύ δεν κάνεις για εδώ. Θα σπάσεις μέσα σε λίγα βράδια και γω θα έχω να μαζέψω τα σκατά».

Πήγα να μιλήσω αν και δεν ήξερα τι ήταν αυτό που θα έλεγα. Το άφηνα καθαρά στη γλώσσα μου. Είχα υποχωρήσει από την πρώτη στιγμή στην άμυνα.

     «Όχι! » με έκοψε με το χέρι του. « Εγώ μιλάω τώρα. Μάθε να ακους αυτούς που γνωρίζουν περισσότερα από σένα. Πόσο είσαι τριάντα;»

     Είχε πέσει έξω και προς τα κάτω για μερικά χρόνια. 

     «Έχεις χάσει το χρώμα σου από το άγχος. Τι να σε κάνω εσένα βρε παιδί μου! Ίσως να ερχόσουν το πρώι να καθαρίζεις…» έπαιξε τα δάχτυλα στο γραφείο. Έπειτα πάγωσε και με κοίταξε στα μάτια.

     «Η πρώτη μου εντύπωση είναι ΠΑΝΤΑ σωστή. Δεν μου κάνεις…αλλά …βλέπω ότι είσαι πιστός» σφύριξε και έσυρε σχεδόν τη λέξη καθώς την πρόφερε. Το πιστός δεν μου άρεσε, έκανε την ουρά μου να κουνιέται. Και που στην ευχή το έβλεπε; Μάλλον κάποιος το είχε γράψει στο μέτωπό μου ενώ κοιμόμουν.

     Σηκώθηκε και γέρνοντας πάνω από το έπιπλο, έτεινε το χέρι του. «Κύριος Τόλης. Όχι σκέτο Τόλης! Κύριος Τόλης».

     Ανασηκώθηκα και του ’δωσα το δικό μου. Η παλάμη του ήταν μεγάλη και ιδρωμένη. Όρθιος φάνταζε τεράστιος, σαν αρκούδα με κουστούμι και μουστάκι. Τα μάτια του γυάλιζαν και ο αέρας του ήταν φορτωμένος με μια κολώνια που φώναζε απο μακριά πρωτεύον αρσενικό. Η χειραψία του είχε διάρκεια και σχεδόν με συνέθλιψε. Όταν με άφησε έπνιξα την παρόρμηση να τινάξω το χέρι μου γιά να το ανακουφίσω.

     «Έχεις έρθει ποτέ σαν πελάτης;»

     «Ναι »

     «Οπότε ξέρεις τι να περιμένεις. Γυναίκα έχεις; Δεν θέλω να μου έρχεσαι σαν καυλωμένος σκύλος εδώ. Δεν θα έχεις μυαλό γιά τίποτα».

     Έγνεψα καταφατικά δαγκώνοντας τα χείλη μου για να καταπνίξω την ειρωνία που πείραζε να σχηματιστεί στο χαμογελό μου.

     Κλείστηκε στις σκέψεις του. Μπορεί να προσπαθούσε να φανταστεί πως ήταν η γυναίκα που ξάπλωνε μαζί μου. Επέστρεψε πίσω στον κόσμο με ένα τίναγμα της κεφαλής του. Διέκρινα κάποια φτηνή παράνοια στο δεξί του μάτι να στέλνει σήματα μόρς.

     «Δεν ξέρω» μονολόγησε.

     Γι’ αυτόν τον τύπο ήμουν μια ενόχληση, μια παρεμβολή στο πρωινό του και είτε προσπαθούσε να με αφουγκραστεί είτε να βρεί τρόπο να κλείσει τα αυτιά του. Εγώ από την άλλη ένιωθα μόνιμα μικροσκοπικός μέσα στη γαμημένη πολυθρόνα που βούλιαζε ο κώλος μου. Είχα αρχίσει να έχω τους ενδοιασμούς του και γω για την καταλληλοτητα μου. Από την άλλη δεν ήταν και χημεία, μη τρελαθούμε. Σε στριπτιτζάδικο χτυπούσα την πόρτα.

     «Εφτακόσια δίνω. Τρεις μέρες την εβδομάδα. Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο. Το Σάββατο τραβάει μέχρι τις 8. Το πόστο δεν έχει τιπς. Κανένα πόστο, εκτός και αν έχεις βυζιά να κουνήσεις. Και πρέπει να προσέχεις τα κορίτσια. Να κοιτάς αν κάνουν όσους χορούς σου λένε, αν τους γλυστράνε οι πελάτες λεφτά στα εσώρουχα, όλα περνάνε από μας ακόμη και τα τίπς. Κατάλαβες. Ολα έρχονται στα χέρια σου. Για το μαγαζί δουλεύουν όχι γιά τις αφεντιές τους. Πρέπει να έχεις το νου σου γιά άτακτους πελάτες…καυλώνουν και χάνουν τον έλεγχο. Αν κάποια δεν θέλει δάκτυλο μέσα, τέρμα. Δικαίωμα της. Και πρέπει να τις κάνεις να πηγαίνουν στους πελάτες όταν δεν είναι στη πίστα. Μερικές ανάβουν το ένα τσιγάρο μετά το άλλο στα σκαλιά. Καμιά δεν κάνει παραπάνω από τρία την ώρα. Κανόνας. Μπορείς να κάνεις την δουλειά; Πρέπει να κερδίσεις το σεβασμό τους. Αν σε έχουν του χεριού τους μου είσαι άχρηστος. Μπορείς να αγνοήσεις τα βυζιά τους και τα χαμογελά τους όταν στα τρίβουν και τα δυό στη μούρη; Δεν χρειάζεται να σε συμπαθούν, καμία δεν θα στο δώσει τσάμπα και στο πιάτο. Αν το κάνουν θα είναι για να σου κλείσουν τα μάτια για καμιά κουταμάρα και αν σε  τραβάνε από τον πούτσο το μαγαζί χάνει λεφτά και θα έχεις να κάνεις μαζί μου»

     Αν είχα μεγαλύτερα αρχίδια θα τον χειροκροτούσα γιά το λόγο του.

     «Δηλαδή πήρα τη δουλειά;»

     «Μόνο για την Παρασκευή. Θα σε δοκιμάσω. Μου αρέσει που δεν έχεις φάτσα μούργου. Αλλά δεν ξέρω αν μου κάνεις. Νωρίτερα είδα έναν τύπο που ήταν περπατημένος, έχει δουλέψει νύχτα, σίγουρα έχει γαμήσει περισσότερο από εσένα αλλα κάτι μου έλεγε ότι είχε μεγάλες τσέπες και πεινασμένα ρουθούνια. Δεν θα τον έστελνα ούτε γιά τσιγάρα με τα λεφτά μου».

     Σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα. Την άνοιξε, έβγαλε το μεγάλο του κεφάλι και ζήτησε να έρθει κάποιος στο γραφείο. Φώναξε αρκετές φορές, βλαστημώντας ανάμεσα τον κύριο που αναβόσβηνε στον τοίχο.

     Εμφανίστηκε μια γυναίκα που έσερνε τα πόδια πίσω από το κορμί της. Είχε αδύνατο χλωμό πρόσωπο και τα μαλλιά της ήταν δεμένα σφιχτά. Έμοιαζε σαν να την είχαν στίψει απο κάθετι ζωντανό εκτός από τα κόκκαλα που την κινούσαν.

     «Μόνο εσύ είσαι κάτω;»

     Απάντησε κουνώντας το κεφάλι.

     «Ξέρεις τι πίνω;»

     «Ναι »

     «Ωραία φέρτο μου»

     Γυρνώντας στη θέση του είπε «Και δεν θέλω να σε βλέπω να πίνεις. Αν πάρω χαμπάρι ότι είσαι ζαλισμένος, έφυγες. Με κατάλαβες;» άφησε τον ογκώδη κορμό του να πέσει στην καρέκλα. Το δερμάτινο μαξιλάρι κάτω από τον κώλο του ξεφύσησε.

     Ζήτησε το τηλεφωνό μου. Το έγραψε σε μια ξεχαρβαλωμένη ατζέντα και έπειτα μου είπε ότι αυτό ήταν μπορούσα να φύγω, να κάνω ότι στην ευχή έκανα αλλά την Παρασκευή στις 9 ακριβώς να είμαι εδώ.

     Κατεβαίνοντας τα σκαλιά του γραφείου πέτυχα τη γυναίκα που ανέβαινε με ένα ποτήρι στο χέρι. Ο Κύριος Τόλης έπινε σκέτο ουίσκι.

     Η γυναίκα μου ανταπέδωσε την προσοχή με ένα άτονο χαμόγελο. Άδεια, ψυχή, στα τελειώματα της.

     Ο χώρος που ήταν η πίστα, χωρίς φώτα, χωρίς γυμνές γυναίκες και με τη μυρωδιά του μπαγιάτικου ιδρώτα και χυμένου οινοπνεύματος, τα κατάλοιπα τζούφιων οιστρογόνων και την πρωινή κίνηση να φτάνει μέσα υπόκωφη, έμοιαζε σαν κάτι που είχε πεθάνει με το τέλος της προηγούμενης νύχτας και το τρίχωμα του είχε θαμπώσει από το θάνατό του.

     Βγαίνοντας στο φως της ημέρας, είχα την εντύπωση ότι αναδύθηκα από τα σπλάχνα της γης, έχοντας κάνει συμβόλαιο με το διάβολο για κάτι όχι και τόσο αστραφτερό.

     Τρεις μέρες μετά, στην κρεβατοκάμαρα, ξεντυνόμουν όσο πιό διακριτικά μού ήταν δυνατόν. Το ρολόι έλεγε 9.30.  Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο να ξεπλύνω την κάπνα και ξάπλωσα γλυστρώντας απαλά μέσα στα παπλώματα. Η Άννα ήταν σκεπασμένη μέχρι το κεφάλι. Κύλησα πάνω της για να κλέψω λίγη ζεστασιά.

     Το κορμί της είχε την ελαστικότητα βράχου. Ένα ζωντανό όπλο έτοιμο να χτυπήσει, στα όρια της υστερίας.

     «Κάνε πέρα βρωμάς μουνί» πήγε στην άκρη του κρεβατιού αφήνοντάς με σε ένα έκπληκτο κενό στο σεντόνι να αναρωτιέμαι στιγμιαία για την ύπαρξη του. Όμως, ημουν κουρασμένος για κάτι τέτοιο. Έπεσα ανάσκελα με τα μάτια ορθάνοιχτα και την υπερένταση να ξεχειλίζει στα νεύρα μου. Ήξερα πολύ καλα που θα πήγαινε το πράγμα άμα τσιμπούσα.

     Γύρισε, στηρίχθηκε στον αγκώνα της και με κάρφωσε με την τρέλλα της αυπνίας στα μάτια. Κάθε ίχνος γοητείας είχε πάει περίπατο στο ίδρυμα.

     «Έμεινες ξύπνια όλο το βράδυ;»

    «Δυσκολευόμουν να κοιμηθώ ξέροντας ότι ο φίλος μου είναι ανάμεσα σε γυμνές» είπε και ο χλευασμός μύριζε στο στόμα της.

     «Μωρό μου, είναι μόνο μια δουλειά που την έχουμε ανάγκη και που την πήρα!» φρόντισα να βάλω σιγαστήρα στον ενθουσιασμό μου.

     «Σιγά που θα την άφηνες».

     «Ωχ είμαι κουρασμένος και θέλω να κοιμηθώ» της γύρισα την πλάτη κάνοντας κάθε λάθος που περίμενε απο εμένα.

     Μου έριξε μια δυνατή σφαλιάρα στο δεξί αυτί και πριν προλάβω να πονέσω είχε σηκωθεί κλαίγοντας και φύγει ξυπόλητη για το καθιστικό. Άκουγα το κλάμα και τα ρουθουνίσματά της, το αυτί μου πονούσε και η ανοχή μου έβραζε.

     «Ωραία να πάω να γαμηθώ και γω να φέρω χρήματα. Θα σου αρέσει;» ήρθε στην πόρτα.

     «Άσε με να κοιμηθώ, σε παρακαλώ!»

     «Απάντησέ μου» τσίριξε.

     «Γαμώτο μου δεν είμαστε μόνοι στην πολυκατοικία. Βούλωστο! ..Και δεν πρόκειται να γαμήσω κάποια γιατί δεν το θέλω!»

     «Μπορεί να το θέλουν εκείνες!».

     «Σιγά το κελεπούρι!» γέλασα

     Σηκώθηκα και πήγα προς το μέρος της. Εκείνη μαζεύτηκε πάνω στη πόρτα της ντουλάπας. Την έπιασα και την κάθισα στο κρεβάτι ψιθυρίζοντάς της όλα εκείνα που ήξερα ότι θα λειτουργούσαν.

     Πήρα το χέρι της μέσα στο δικό μου και την ανάγκασα να με ακολουθήσει πάνω στο στρώμα και να βάλει το κεφάλι της στο στήθος μου. Το σώμα της χαλάρωσε πάνω στο δικό μου και σε λίγο κοιμόμασταν μπλεγμένοι.

     Τη δουλειά την κράτησα για πέντε μήνες. Η Άννα έφυγε στους δύο. Βλέπετε, ότι και να έκανα για να την πείσω ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας στο τέλος δεν κατάφερα να κρατήσω τις μουνόψειρες μακριά.