εκδόσεις τεχνοδρόμιον


Ήτανε κάποτε μια κοπέλα που φύτευε δειλινόδεντρα

κι ύστερα κάθουνταν κάτω απ᾽τον ίσκιο τους

και τα δέλτα δεν ήτανε πια δέλτα

ήτανε κι αυτά δειλινόδεντρα κι ένα κλωνί τους πάνω πάνω έγειρε δεξά

και λύγισε

τσακίστηκε

κι όπως τσακίστηκε –

αφήστε με επιτέλους να σας εξηγήσω –

κι όπως τσακίστηκε

μύρισε σκοτάδι

Από φόβο μόνο σκοτεινιάζει, κύριε

μην ακούτε

είναι μύθος η νύχτα

(Αφηνιάζουν τ᾽άλογα, σπίθες μαβιές αστράφτει το ενδεχόμενο)

Μην ξανακούσω αυτή τη λέξη –

Παρακαλώ! –

Ακούς εκεί φόβος…

Φ.. φ… φόβ…

– δεν παραδέχεστε! Μα

εσάς σας τρομάζουν κι αυτές οι τρεις τελείες!

σας αρρωσταίνει

να βλέπετε γραμμένο το γράμμα βήτα – φόΒ… – κι ύστερα τελείες

φόβ, λοιπόν!

Φόβ και τρεις φορές φόβ! Από τώρα και στο εξής θα σας φωνάζω ΦόΒ!

Ήτανε κάποτε μια κοπέλα – με συγχωρείτε για τη διακοπή

(δείχνει να πνίγεται …)

να, πάρτε αυτό, μυρίστε –  λίγα φυλλαράκια από ηδύοσμο θα σας κάνουν καλό

φαίνεστε κουρασμένος

(πέφτει ένα αστέρι, το καταπίνει)

Κι αν στ᾽αλήθεια δε βρίσκετε τίποτα να πείτε

Αν είναι αλήθεια πως δε βρίσκετε τίποτα να πείτε

Τότε πάρτε παρακαλώ ένα κομμάτι απ᾽το πλευρό σας και

πείτε κάτι μ᾽αυτό

Πώς είπατε;

Να χαραμίσετε ένα κομμάτι απ᾽το πλευρό σας;

(δυνατά γέλια)