«Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής, κ’ η αλήθεια σου
χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις. Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως
να το σηκώσουν. Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής. Χίλιες
φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταβρώσουν» (Κώστας Βάρναλης, ‘Οι πόνοι της
Παναγιάς’).[1]
Στις 14 Φεβρουαρίου του 1883 γεννήθηκε ο Κώστας Βάρναλης, ο
ποιητής που εμβάθυνε τα όρια της ελληνικής ποίησης. Η ποίηση του Κώστα Βάρναλη
δεν περιμένει τιμές και επαίνους παρά είναι άμεση και ευθύβολη, «ζωντανή» και
«δροσερή». Ο Κώστας Βάρναλης με τους εγερτήριους στίχους του στέκεται πάντα
δίπλα στο πλευρό των εργατών, των απόκληρων και των περιθωριοποιημένων. Και
είναι αυτό το ποιητικό γίγνεσθαι που υπερβαίνει τις νόρμες ενός ποιητικού
καθωσπρεπισμού. Ο διανοούμενος της εργατικής τάξης, ο ποιητής με τις χιλιάδες
λέξεις, «παρήγαγε» ποίηση «κοφτερή» σαν το σπαθί, «τρεχούμενη» σαν το κρύο και
καθάριο νερό, βαθιά συναισθηματική όπως το χάδι της μητέρας.
Πριν και πάνω από όλα όμως, το ποιητικό πράττειν του Κώστα
Βάρναλη αποκτά ένα βαθύ κοινωνικό-πολιτικό περιεχόμενο, καθότι υποσκάπτει τις
νόρμες του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτές οι ποιητικές εγκάρσιες τομές
μετατοπίζουν το πεδίο δράσης και «δύναμης» της ποίησης του, καθότι στρέφονται
προς την πλευρά της λαϊκής-εργατικής τάξης. «Αγερινά πουλιά στο φως και φώτα
στον αγέρα, της Ομορφιάς πετούμενα και νιάτα δίχως γέρα στου Μύθου τα μεσούρανα
(τριαντάφυλλα και κρίνα) μονάχα τραγουδούσαμε (βιολιά και μαντολίνα). Πικρή
σαγίτα κι άξαφνη πέρασε την καρδιά μας και μονομιάς σκοτείνιασεν η αθάνατη
φωτιά μας Και το κορμί μας τ’ άσαρκο και το καθάριο πνεύμα το μάταιον Κύκλο της
Ζωής τον πλημμυρίσαν αίμα».[2]
‘Ο Χορός των Σεραφείμ’ αποτελεί τμήμα της ποιητικής συλλογής
‘Το Φως που καίει’. ‘Το Φως που καίει’ απηχεί το σπινθηροβόλο πνεύμα του Κώστα
Βάρναλη. Σε αυτή την εξαίσια ποιητική συλλογή αποκρυσταλλώνεται η βαθιά
κοινωνική του συνείδηση, η στράτευση του στον αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο. Θα
μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για ένα ποιητικό έργο που ενσωματώνει τα
χαρακτηριστικά του διαλεκτικού υλισμού, εκεί όπου οι ιδέες που ενυπάρχουν
μετασχηματίζονται σε πράξη, σε πράξη αγωνιστική και ποιητική.
Με μία ποιητική καίρια και καυστική, ο Κώστας Βάρναλης
διαμορφώνει μία (ποιητική) «υλικότητα» άμεσα συνδεδεμένη με τον κοινωνικό και
πολιτικό της περίγυρο, θέτοντας επί τάπητος το επίδικο της συσχέτισης τέχνης
(ποίησης) και κοινωνικού-πολιτικού γίγνεσθαι. Η ίδια η ποιητική «περιδίνηση»
του Κώστα Βάρναλη τέμνει και ανατέμνει έναν ποιητικό καθωσπρεπισμό που εκκινεί
από την στοιχειώδη παρατήρηση της φύσης και καταλήγει σε λυρικές και λεκτικές
πομφόλυγες. Η αλληλουχία εικόνων, παρατήρησης και «πολιτικής» ανάλυσης στο ‘Φως
που καίει’ διαμορφώνει μία συμπαγή μεγάλη εικόνα που ενέχει στο κέντρο της τον
μαχόμενο άνθρωπο. Ο ποιητής δεν αρκείται στο σίγουρο ποιητικό «χθες», αλλά,
διαμεσολαβεί την ποιητική του «υλικότητα» στο τώρα, στο σήμερα που οφείλει να
αλλάξει. Έτσι, από τον ‘Χορό των Σεραφείμ’, τον χορό της ανθρώπινης
ματαιοδοξίας καταλήγουμε στη στεντόρεια φωνή του Οδηγητή, του Οδηγητή που
προσδίδει «ύλη» στην ποίηση.
«Δεν είμ’ εγώ σπορά της Τύχης, ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ μαι τέκνο της ανάγκης κι ώριμο τέκνο της οργής. Δεν κατεβαίνω από τα νέφη,
γιατί δε μ’ έστειλε κανείς Πατέρας, τάχα παρηγόρια για σένα, σκλάβε, που
πονείς. Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι, κρίνα, πουλιά και ψαλμουδιές- τίποτα! Εμένα
παραστέκουν οι θυμωμένες σας καρδιές».[3]
Κι ακριβώς εδώ αναδύεται και αποκρυσταλλώνεται η επιτομή του
ποιητικού διαλεκτικού υλισμού, που διατρέχει το έργο του Κώστα Βάρναλη. Ο
Οδηγητής-ποιητής φωνάζει, φωνάζει δυνατά, χρησιμοποιεί τις λέξεις σαν
«εργαλείο» κατανόησης του κόσμου και συνάμα, σαν «όπλο» αλλαγής του. Ο
Οδηγητής-ποιητής στέκει καταμεσής της γης, στηλιτεύει την ουράνια «ανάθεση» και
δίδει στην εργατική τάξη τα υλικά ώστε να γίνει τάξη για τον εαυτό της. ‘Ο
Χορός των Σεραφείμ’, που αναδίδει αίμα, παραχωρεί την θέση του στον
Οδηγητή-ποιητή που κραυγάζει: «Εγώ μαι τέκνο της ανάγκης κι ώριμο τέκνο της
οργής». Η ποίηση του Κώστα Βάρναλη, «σφυρηλατεί» τις έννοιες, το πνεύμα και την
δράση, λειτουργώντας «ως τέκνο της ανάγκης και ώριμο τέκνο της οργής».
Η διαλεκτική του ποίηση είναι ένα παντοτινό ‘Φως που καίει’,
ένα φως που δείχνει τον δρόμο για το μέλλον. Η ποιητική συλλογή ‘Το Φως που
καίει’ χάραξε εκ νέου τα όρια της ελληνικής ποίησης και της συσχέτισης με τον
κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο. Με αυτόν τον τρόπο, ο ποιητής και η ποίηση δεν
αναζητούν συμπόνια, μετασχηματίζονται οι ίδιοι σε «εργαλεία» μίας ολικής
κατανόησης και μεταβολής των συνειδήσεων και του κόσμου. Η ριζοσπαστική και
κοινωνική διάσταση της ποίησης του Κώστα Βάρναλη κινείται στον αντίποδα της
αντίληψης που περιχαρακώνει τα όρια της ποίησης και της τέχνης.
Η ποιητική φωνή του Κώστα Βάρναλη διεύρυνε τα παλλόμενα όρια
της ποιητικής τέχνης, ανοίγοντας την στους δρόμους, βάζοντας την μέσα στα
σπίτια, μπροστά στις καθημερινές ανάγκες του ανθρώπου, κάτι ανάλογο με αυτό που
έκανε και ο σπουδαίος ΧιλιανόςPabloNeruda.Mε αυτόν τον τρόπο, παρέδωσε την
σκυτάλη σε νεότερους ομοτέχνους του (βλέπε Γιάννη Ρίτσο, Τάσο Λειβαδίτη), οι
οποίοι και κράτησαν την ποίηση στο πεδίο της ανθρώπινης καρδιάς και του
ανθρώπινου ύψους, παρατηρώντας, αναλύοντας και προχωρώντας με βασικό εφόδιο τις
λέξεις που γινόμενες ποίηση, «ιχνηλατούν» τις πτυχές και τις όψεις του
κοινωνικού βίου.
«Δε δίνω λέξεις παρηγόρια, δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς· καθώς το
μπήγω μες το χώμα γίνεται φως, γίνεται νους».[4] Ο ποιητής δεν χρειάζεται
να αποδώσει τα διαπιστευτήρια μίας καθωσπρέπει ποίησης που «ψελλίζει»
χαμηλόφωνα ανώδυνες λέξεις και φράσεις. Αντιθέτως, μας προσφέρει το κοφτερό
«μαχαίρι» της δράσης και της κινητοποίησης. Μας προσφέρει το «μαχαίρι» της
ποίησης του, που δεν κρύβεται στη σκιά αλλά ανοίγεται στο φως της πράξης και
της ενεργούς και μαχόμενης κοινωνικής και πολιτικής παρέμβασης.
Με αυτόν τον τρόπο, τα νοήματα αντιστρέφονται και το ποιητικό
συμβάν μετασχηματίζεται σε εγκάρσια τομή και σε ρήξη που χαράζει νέα όρια και
νέους τρόπους νοηματοδότησης της κοινωνικής ολότητας. Οι λέξεις του Κώστα
Βάρναλη είναι καίριες και «καυστικές», ειρωνικές και δυνατές, που μόνο αυτές,
αρκούν, αποτυπωμένες στο χαρτί, να καταδείξουν το εύρος του ποιητικού του
συμβάντος. Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται η έννοια της παλλόμενης τέχνης. Οι «σκλάβοι
πολιορκημένοι» του Κώστα Βάρναλη είναι και οι «πολιορκημένοι» του σήμερα, οι
«πολιορκημένοι» που περνούν μέσα από τις συμπληγάδες της βαθιάς οικονομικής
κρίσης. Για τους «πολιορκημένους» του παντοτινού καιρού έγραψε ο Κώστας
Βάρναλης. Για τους «πολιορκημένους» που οφείλουν να «απελευθερωθούν» από τα
δεσμά της προκατάληψης.
Η ποίηση του Κώστα Βάρναλη μας δίνει πάλι την ελπίδα. «Σαν
ψάρι, που το κάρφωσεν άξαφνα το καμάκι, χάμου σπαράζεις, Άνομε, ξερνοβολάς
φαρμάκι. Για να μην ψάχνεις άδικα να μας δαγκώσεις ξαφνικά, γραμμή τα
ξεριζώσαμε τα δόντια σου τα παστρικά».[5] Η ποίηση δυναμώνει και
«ξεριζώνει» τα δεσμά της εκμετάλλευσης και της προκατάληψης.
[1]
Ο Κώστας Βάρναλης προσδίδει ανθρώπινα
χαρακτηριστικά στην Παναγία. Σε αυτό το υπέροχο ποίημα, η Παναγία αντανακλά
όλες τις μητέρες του κόσμου, που οι συμβουλές, τα λόγια και τα χάδια τους εκκινούν
από την βαθιά μητρική αγάπη. Η σιωπή στην οποία καλεί η μητέρα είναι το δικό
της εργαλείο άμυνας μπροστά στην επιθετικότητα των ανθρώπων. ‘Οι Πόνοι της
Παναγιάς’ εκκινούν από ένα βαθύ αίσθημα τρυφερότητας και αγάπης, έτσι που η ποίηση
να φαντάζει ως ο γεννήτορας της πλέριας και ολικής αγάπης που θα ξεχυθεί στον
κόσμο. Ο ποιητής μπαίνει στη θέση της μητέρας, των μητέρων όλου του κόσμου. Και
πως μπορεί να μη γίνει αναφορά στην αξεπέραστη και βαθιά αισθαντική ερμηνεία
(στη μελοποίηση του ποιήματος από τον Λουκά Θάνο), του Νίκου Ξυλούρη;
[2]
Βλ. σχετικά, Βάρναλης Κώστας, ‘Ο Χορός των
Σεραφείμ’, ‘Ποιητική συλλογή: ‘Το φως που καίει’, Εκδόσεις Κέδρος, 1976, σελ.
62.
[3]
Βλ. σχετικά, Βάρναλης Κώστας, ‘Ο Οδηγητής’,
Ποιητική συλλογή: ‘Το Φως που καίει…ό.π.,
σελ. 86.
[4]
Βλ. σχετικά, Βάρναλης Κώστας, ‘Ο Οδηγητής…ό.π., σελ. 87.
[5]
Βλ. σχετικά, Βάρναλης Κώστας, ‘Ο Λαός…ό.π., σελ. 92.