ΛΕΝΑ  ΚΑΛΛΕΡΓΗ – ΠΕΡΙΣΣΕΥΕΙ ΕΝΑ ΠΛΟΙΟ

εκδόσεις Γαβριηλίδης

( παρουσιάση , 03/07/19, Αντώνης Ψάλτης, Λάρισα )

Στην ιστορία της Μεσογείου ( από τα παράλια της εγγύς Ανατολής και τα συροπαλαιστινιακά ενδότερά, μέχρι το Γιβραλτάρ ) το πλοίο έχει, ήδη από την νεολιθική ή πιθανώς και από την μεσολιθική εποχή, την σημαντικότερη θέση. Είναι το πλοίο μέσω του οποίου ο προϊστορικός και αρχαίος άνθρωπος θα κατακτήσει τον ρου των ποταμών και την θάλασσα, ουσιαστικά έτσι συμβάλλοντας σημαντικά σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του ανθρώπου και του πολιτισμού. Είναι το πλοίο το μεταφορικό μέσo ανταλλαγής εμπορευμάτων. Είναι το πλοίο που θα μεταφέρει, ως τρόπο εμπορικής συνεννόησης αρχικά, μεμονωμένες λέξεις. Λέξεις λειτουργικές, αλλά και γλώσσες που βρίσκονται στην φάση της δημιουργίας τους ή σημαντικής εξέλιξης τους. Είναι εν τέλει το πλοίο ο αγωγός μέσω του οποίου θα υπάρξει η επικοινωνία όχι μόνο των τότε ελιτ, με ανταλλαγές πολύτιμων δώρων, αλλά και ολόκληρων των ξεχωριστών πολιτισμών, και είναι εξ αιτίας του πλοίου που αυτή η επικοινωνία θα δημιουργήσει έναν ευρύτερα αποκαλούμενο πολιτισμό, τον μεσογειακό (καταχρηστικό όνομα, πλην όμως έχει βάση), που είναι ο γενεσιουργός του δυτικού πολιτισμού.

Κάθε άλλο, λοιπόν, παρά τυχαίο είναι, το ότι ένας από τους βασικότερους μεσογειακούς και θρησκευτικούς μύθους είναι ο μύθος της κιβωτού του Νώε. Ωστόσο δεν πρόκειται για τόσο αυθαίρετο μύθο, άλλωστε ουδείς μύθος πατά απόλυτα στην αυθαιρεσία. Οι αρχαιολογικές μελέτες αναφέρονται σε κάποιο είδος υδάτινων καταστροφών περίπου το 3.000 πΧ, εποχή δηλαδή που οι γλώσσες της ευρύτερης περιοχής μπαίνουν στο στάδιο της αναδημιουργίας τους, της αναγέννησής τους, από την απλή σφηνοειδή, στην δημιουργία αλφάβητου, από τις απλοϊκές προτασούλες στην γραφή βασιλικών επιστολών, αλλά και ιερατικών ύμνων, και λίγο αργότερα επικών ύμνων, που αποτελούν την πρώτη μορφή  ποίησης.

Δεν είναι, λοιπόν και εξίσου, διόλου τυχαίο που το πρώτο μέρος του βιβλίου της Καλλέγρη, με τίτλο “ περισσεύει ένα πλοίο ” ξεκινά με ένα εισαγωγικό άτιτλο ποίημα, με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία, με θέμα την κιβωτό. Λαμβάνοντας αφορμή από τον μύθο του κατακλυσμού, μύθος που με διάφορες παραλλαγές, κυκλοφορούσε σε όλες τις περιοχές της μεσογείου,  η ποιήτρια εκθέτει τους προβληματισμούς της για την γραφή και την λειτουργία της ποίησης. Στις επόμενες τρεις ενότητες προχωρεί στην δική της ανάγνωση του κόσμου, όπως και αργότερα θα πω, αλλά εγώ στην σημερινή μας παρουσίαση θα ασχοληθώ κυρίως με την πρώτη ενότητα του βιβλίου.

Οι δύο πρώτοι στίχοι του βιβλίου έχουν ως εξής : “ Από τη σιγουριά της Κιβωτού / περίσσεψε ένας ”. Μήπως η σιγουριά της  Κιβωτού είναι ο δεδομένος κόσμος, η δεδομένη πραγματικότητα, η δίχως ανάγκη αναπαράστασης, δίχως ανάγκη τραγουδιού, δίχως ανάγκη γλώσσας πραγματικότητα. Που αλλού θα βρει κάποιος ασφάλεια, σιγουριά, παρά εκεί που ουδέν τίθεται υπό αμφισβήτηση, αφού έχουν γίνει όλα όπως τα θέλει και τα διδάσκει η σιγουριά; Δίπλα στη λέξη  σιγουριά μπορείτε να βάλετε παράδοση, θρησκεία, νόμοι, έθιμα… Εκεί που όλα προκαθορισμένα δίνονται και λειτουργούν ανέγγιχτα από την περιέργεια της γλώσσας, και κάθε είδους περιέργεια δεν μπορεί παρά να ριψοκινδυνεύει, να ενέχει τον κίνδυνο της ναυτίας, μιας και βρισκόμαστε στην πλημμύρα του μύθου, της θάλασσας ή της γλώσσας.

Κι όμως από αυτή τη σιγουριά περίσσεψε ένας, λέει η Καλλέργη. Κι αυτός ο ένας, που πατρίδα του είναι μόνο το σώμα του, εδώ ( μιας και μιλάμε παράλληλα με τον θρησκευτικό μύθο ) θα μπορούσαμε να υποθέσουμε τον πλάνητα ( πάντα συμφωνά με την χριστιανική θρησκεία ) Ιησού, ο οποίος αναζητά να βρει ποιος ορίζει τον ρυθμό και τον λόγο. Ρυθμός και λόγος : μπαίνει σιγά σιγά στην πλάση του βιβλίου της Καλλέργη το ζήτημα της γραφής της ποίησης. Λίγο πιο κάτω στο ίδιο εισαγωγικό ποίημα ο Θεός μιλά ως παράταιρος, ως έξω από την σιγουριά, ως τρελός και μας λέει ότι στην αρχή είναι ο λόγος. Τρέλα να επιμένουμε στις μέρες μας ότι στην αρχή είναι ο λόγος και όχι πχ το νόμισμα, το συμφέρον, οι ατέρμονες υλικές απολαύσεις, ή τα μεταφυσικά μαξιλάρια που διόλου απλόχερα, αλλά με αντάλλαγμα την σιωπή, την πίστη, και την μη έρευνα, μας προσφέρουν οι θρησκείες.

Δεν πρέπει ουδέποτε να ξεχνάμε ότι δύναμη ουσιαστική της ποίησης είναι η πολυσημία, η μεταφορά, η αλληγορία. Μοιάζει, λοιπόν, στο πρώτο μέρος του βιβλίου, και στα δικά μου μάτια, η Καλλέργη να μας μιλά, δανειζόμενη τον μύθο και την ιστορία της χριστιανικής θρησκείας, για την μοίρα του ιδίου του ποιητή. Είναι ο ποιητής ο δημιουργός δια της γλώσσας; Είναι αυτός που μεταφέρει το ποίημα – το δημιούργημα του θεού δια της γλώσσας στο χαρτί, και χωρίς ιερατικούς διαμεσολαβητές; Η σχέση θείου και ποίησης έχει διερευνηθεί  πάρα πολλές φορές και για μερικούς ποιητές, όπως πχ ο Χέλντερλιν, υπήρξε το μέγα – ίσως και το μοναδικό – ζήτημα.

Στο πρώτο λοιπόν ποίημα της πρώτης ενότητας, και μετά από όλα τα ζητήματα που θίγει η Καλλέργη στην προμετωπίδα της ενότητας, έχουμε ξεκάθαρα τον ποιητή να μιλά. Όχι να μιλά ο ποιητής για την έλλειψη σιγουριάς της γλώσσας, για τον παράταιρο θεό ή τι άλλο, αλλά έχουμε τον ποιητή να μιλά για τον ποιητή, για την μοίρα του, για την δική του ζωή. Μέσα σ’ αυτή τη σιγουριά, μας λέει, υπήρξα και γω, όμως δεν ξέρω από πλοία, δεν ξέρω από ταξίδια. Αυτό που πρέπει να κάνω, γράφει στον τελευταίο στίχο, είναι να φτιάξω ένα άλλο πλοίο, δικό μου. Άρα ο ποιητής, σύμφωνα με την Καλλέργη, οφείλει να φτιάξει μια δική του ποιητική ( το τονίζω αυτό  ) γλώσσα, αφού όπως μας λέει και στο επόμενο ποίημα, όπως τα πλοία έτσι και οι γλώσσες, άρα κάθε πλοίο και γλώσσα, άρα κάθε ποιητής ( που θέλει να φτιάξει ένα πλοίο –  ένα ποίημα ) πρέπει, αν θέλει να  δημιουργεί ως  ποιητής, να καταθέσει μια δική του ποιητική γλώσσα. Αν ο ποιητής δεν καταθέσει μια δική του ποιητική γλώσσα, αν με άλλα λόγια δεν φτιάξει το δικό του πλοίο, την δική του κιβωτό, έξω από την δεδομένη σιγουριά, τότε, αναρωτιέται η Καλλέργη, γιατί ποιεί ; Τι δημιουργεί ; Τι κάνει ; Στο τρίτο ποίημα, ένα έξοχο ποίημα, “το αλάτι”, όπως το ονομάζει, η Καλλέργη μας λέει ξεκάθαρα, ότι χωρίς την ποιητική γλώσσα του ο ποιητής αποτυγχάνει. Ότι χωρίς συγκεκριμένη πρόθεση, χωρίς το αριστοτελικό “ου ένεκα”, ας προσθέσω εγώ, ο ποιητής παύει να λειτουργεί ως ποιητής και εκπίπτει στην φιγούρα ενός ναυαγού που ψάχνει απλώς από κάπου να πιαστεί. “Όλοι έρχονται στην θάλασσα με στέρεες προθέσεις.” Έτσι ξεκινάει το ποίημα, με αυτή την τόσο ποιητικά γραμμένη καταγγελία ! Ποιος είναι ο λόγος να έρθεις στην θάλασσα, στην ποίηση δηλαδή, αν οι προθέσεις σου δεν είναι θαλασσινές, δεν είναι ποιητικές, αλλά στέρεες, δηλαδή σίγουρες και σταθερές. Αβρόχοις ποσί δεν γράφεται ποίηση και οι στέρεες προθέσεις δεν ταιριάζουν στην θάλασσα. Το να βουτάς στην θάλασσα της ποίησης απλώς για να δροσίσεις την φλεγόμενη ματαιοδοξία σου, αγνοώντας την ώσμωση, και τους κινδύνους της, ήδη, αποκαλύπτει τις προθέσεις σου : αποκαλύπτει πως η πρόθεσή σου δεν είναι το ποίημα, ακόμη και αν πνιγείς γι αυτό, αλλά η δική σου δροσιά, κάτι σαν τα θερινά μπάνια στις πλαζ, κι αυτό δεν είναι η λειτουργία της ποίησης, ούτε της θάλασσας. Στην γραφή των ποιημάτων δεν προστρέχουμε, μας λέει η Καλλέργη, και συμφωνώ απολύτως, ως ένα άλλο group therapy φλεγόμενων ατόμων προκειμένου να σβηστούν τα πάθη μας. Δεν είναι ψυχολογική σανίδα τα ποιήματα. Γι αυτό και όσοι κάτι τέτοιο ποθούν, δεν  βρίσκουν σωτηρία, αντιθέτως έτι περαιτέρω ουρλιάζουν και καίγονται, και φυσικά απορούν γι αυτό. Με άλλα λόγια τα ψυχολογικά προβλήματα και τα συμπλέγματα του καθενός δεν μας αφορούν εμάς τους αναγνώστες. Μπορούν να μείνουν ως  γραπτά στο συρτάρι τους. Κάποιων τα χέρια, πριν καν δαμάσουν την πρώτη θύελλα, γίνονται ξύλα. Και πως να γράψει ένα ξύλινο χέρι, παρά με ξύλινη γλώσσα, όταν ο σκοπός τους ήταν απλώς τα εύκολα ποιηματάκια, που μοιάζουν, αλλά δεν είναι, θαλασσινά τραγούδια … Όσο για εκείνους που θέλουν μέσα στα ποιήματα να βυθιστούν, να σιωπήσουν, υπάρχει και η άνωση. Ο τελευταίος στίχος αυτού του εξαίσιου ποιήματος έχει ως εξής : “Δεν κάνουν τα ψάρια τη θάλασσα ούτε οι λέξεις τη γλώσσα”. Με μερικές λέξεις στη σειρά δεν φτιάχνεται, λοιπόν, ποιητική γλώσσα. Η γραφή του ποιήματος δεν είναι μολύβι, χαρτί, λέξεις. Στην συνέχεια η Καλλέργη συνεχίζει με τα επόμενα ποιήματα να αναπτύσσει τις σκέψεις της για την γραφή των ποιημάτων, καταλήγοντας να μας πει στο τελευταίο ποίημα της ενότητας με τον τίτλο “Τυχαίος χρησμός”, ότι η ίδια δοκιμάζει άλλες γλώσσες, αλλάζει πατρίδες, επιστρέφει σε άγνωστα κύματα, που  είναι σαν να μας λέει, ότι και η επανάληψη ενός ίδιου τρόπου γραφής των ποιημάτων από τον ίδιο ποιητή, αυτό που λέμε μανιέρα, κάθε άλλο παρά ωφέλιμο είναι για την πορεία του, για την δημιουργία του, για τα ποιήματα εν τέλει.

Στις επόμενες τρεις ενότητες η Καλλέργη ξεδιπλώνει, με την δική της ποιητική γλώσσα, τον τρόπο με τον οποίο θωρεί ζητήματα που μας απασχολούν όλους. Φτιάχνει τις δικές της ερωτήσεις, δίνει τις δικές της πιθανές απαντήσεις. Από κάπου εις κάπου, με στίχους εμβόλιμους ή ταιριαστούς στο ποίημα, συνεχίζει να αναφέρεται στο ζήτημα της γραφής. Δεν θα αναφερθώ σ’ αυτές τις επόμενες ενότητες, πλην ενός ποιήματος, μα απλώς θα σας προτείνω εσείς οι ίδιοι να  διαβάσετε τα ποιήματα της Καλλέργη και να επικοινωνήσετε μαζί τους και μαζί της. Γιατί, κατά την άποψη μου, χωρίς τον αναγνώστη το ποίημα είναι κολοβό.

Στο τελευταίο μέρος της συλλογής υπάρχει ένα ποίημα που λέγεται “Ατέλεια”. Σ’ αυτό το ποίημα διαβάζουμε τον στίχο “ένα πλοίο περισσεύει”. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, για πιο λόγο το πλοίο που περισσεύει, βρίσκεται στο ποίημα με τον τίτλο “Ατέλεια”. Σε τι συνίσταται αυτή η ατέλεια εξ αιτίας της οποίας ένα κατιτις, ένα πλοίο ( που σε λίγο θα προσπαθήσω να δω τι είναι αυτό το πλοίο ) περισσεύει, κάτι δηλαδή είναι περιττό ; ( Και ως περιττό ίσως και πολυτελές …) Ή μήπως το αντίστροφο συμβαίνει ; Ακριβώς, δηλαδή, επειδή κάτι περισσεύει, διαπιστώνει η Καλλέργη και την ατέλεια ; Δεν πρόκειται περί φαύλου κύκλου. Κάτι άλλο κρύβεται σ’ αυτή την σχέση  περιττού και ατέλειας. Κάτι άγνωστο όπως γράφει η Καλλέργη στον τελευταίο στίχο της “Ατέλειας”. Μιλώντας για το περισσεύον πλοίο γράφει : “Το αφήνω / να ταιριάζει με το άγνωστο”. Προσέξτε : όχι  να συμπλέει με το άγνωστο, όχι να πλέει προς το άγνωστο ( τι φτηνός ρομαντισμός θα ήταν κάτι τέτοιο…), αλλά “ το αφήνω να ταιριάζει με το άγνωστο”. Ταιριάζει μεν, δεν είναι δε. Το άγνωστο, διαβάζω εγώ σ αυτό το στίχο, είναι η προσπάθεια ανάγνωσης της πραγματικότητας, του κόσμου, και το πλοίο, το ποίημα δηλαδή, που φτιάχνει ο ποιητής, έξω από την κιβωτό, ταιριάζουν, αλλά δεν είναι ίδια. Κάτι διαφορετικό, έστω ελαχίστως, έχει το πλοίο. Δεν είναι εντελώς άγνωστο, είναι σχετικά γνωστό, αλλά και από την άλλη έχει κάτι το σκοτεινό, το άγνωστο, το μυστηριώδες, είναι το ένα και μοναδικό όχημα του ανθρώπου, η γλώσσα, όπως αυτή μεταφέρεται με τα πλοία ήδη, όπως προείπα, από την νεολιθική εποχή. Ας επιστρέψουμε όμως στο περιττό. Θυμόμαστε τον περίφημο στίχο του Νίκου Καρούζου : “ο ποιητής, κύριοι, περισσεύει”. Βέβαια ο Καρούζος δίνει μια πιο “τρέχουσα” και καθημερινή ερμηνεία στον στίχο του όταν τον ρωτάν γι αυτό. Θυμόμαστε, εξίσου, και το μέγα ερώτημα του Χέλντερλιν, γιατί οι ποιητές;

Αν η ατέλεια, λοιπόν, έγκειται στο γεγονός ότι πάντα κάτι θα μας ξεφεύγει από την ερμηνεία του κόσμου, ή πάντα κάτι σιωπά στην ερμηνεία του κόσμου ( και αυτή η ερμηνεία γίνεται δια της γλώσσας ), τότε από την άλλη αυτό που περισσεύει, το πλοίο, δεν είναι άλλο τι από το την ποίηση, ή αν θέλετε ( πέρα από αφαιρέσεις και έννοιες ) το ίδιο το ποίημα. Εν τέλει : (το ίδιο) το βλέμμα του ποιητή. Αλλά γιατί να περισσεύει το βλέμμα του ποιητή και όχι το βλέμμα του αντιπροσώπου του θεού, ή του δικαστή ; Διότι το βλέμμα του ποιητή ( το οδύσσειο βλέμμα, όπως ο Αγγελόπουλος το κινηματογράφησε, σ’ εκείνη την αριστουργηματική ταινία ) βρίσκεται, όπως προείπα, έξω από την σιγουριά της κιβωτού, δηλαδή έξω από κάθε παραδεδεγμένη ανάγνωση του κόσμου, της πραγματικότητας. Και δεν θα μπορούσε, αν είναι ποίημα, να συμβαίνει αλλιώς, αφού αυτό είναι το ποίημα, αυτός είναι ο άσβεστος πόθος του ποιητή : Να αναγνώσει την πραγματικότητα, τον κόσμο κάπως αλλιώς, πέρα από την απαραίτητη, πλην κοπιαστική και αδιέξοδη, καθημερινότητα. Ο ποιητής δεν προσπαθεί να δραπετεύσει από την πραγματικότητα. Ο ποιητής ζει φρικτά μέσα στην πραγματικότητα, το αποδέχεται αυτό, το γνωρίζει καλά αυτό, και γι αυτό προσπαθεί με το ποίημα να την αναγνώσει αλλιώς. Αποδράσει σημαίνει αυτοχειρία, είτε βιολογική, είτε ποιητική. Και ο ποιητής κάθε άλλο παρά αυτόχειρας είναι. Ο ποιητής ψάχνει συνεχώς για μια άλλη ανάγνωση του κόσμου, είτε με επιτυχία, όπως στην περίπτωση της Καλλέργη, είτε – άλλοτε – με αποτυχία, και συχνά πυκνά η αποτυχία δεν είναι λογοτεχνική, και τότε  ακόμη διαβάζουμε πολύ καλά ποιήματα. Επιτυχία – αποτυχία εν τέλει δεν είναι αυτό που έχει την μέγιστη σημασία. Εν τέλει προτιμότερο είναι ένα πλοίο, ένα ποίημα, ο ποιητής να θαλασσοτσακίζεται στα βράχια της πραγματικότητας, παρά να μην προσπαθεί καθόλου να την αναγνώσει ποιητικά.