Θ.Δ.ΤΥΠΑΛΔΟΣ

Ο
ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΠΕΣΙΜΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ


αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού της
εξαγγελίας θανάτου της
τέχνης!)


Έχει
ήδη ειπωθεί, αλλά χρήζει επανάληψης:

ΣΗΜΑΔΕΥΕΙ
ΜΙΑΝ ΕΠΟΧΗ. Τα ωραία πράγματα

που θα
μπορέσουμε να πραγματοποιήσουμε ΤΩΡΑ!

Jacques
Vach
é*

Έχοντας
μπει αισίως, στην τελική ευθεία της
δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα,
ευδιακρίτως βλέπουμε, ότι

η
τέχνη, (στην κάθε της
μορφή), που παράγεται από τους μεγάλους
εκδοτικούς οίκους, που εκτίθεται στις
μεγά-

λες
galleries των
ορθίων κοστουμαρισμένων, (με
απαραίτητα αξεσουάρ τους,τα ποτήρια με
τη σαμπάνια και τις

μεγαλοστομίες
σε ανιαρές συζητήσεις, εμπλουτισμένες,
με φιλοσοφικές κορώνες και αναλύσεις
επί αναλύσεων,

περί
των εκθεμάτων στους βρεσκοβαμμένους
τοίχους), ή η τέχνη που ξεπετιέται απ’
τα εμπλουτισμένα με πανά-

κριβα
σκηνικά studios, η πολυδιαφημισμένη
εν τέλει τέχνη, βρίσκεται (όπως
ακριβώς, το σύστημα που την

παράγει),
σε τέλμα ιδεών και σε πλήρη ατολμία, για
ένα βήμα παραπέρα. Η δήθεν επαναστατικότητα,
την οποία

μπορεί
να εμπεριέχει η τέχνη του σήμερα, δεν
είναι παρά απλές καταγραφές της μίζερης
καθημερινότητας, ε-

μπλουτισμένες
με διάφορα τσιτάτα, τα οποία στο τέλος
αφήνουν μια γεύση στο μυαλό του αποδέκτη
του έργου
,

τού
“πόσο
φρικτή είναι η
πραγματικότητα που ζούμε, μα δεν
έχουμε κι άλλη, κι άσε μη και γίνουν
χειρότερα τα

πράγματα.
Ας μείνουμε στα δεδομένα
της στιγμής κι έχει ο Θεός”. Πίσω από
την επιφανειακή επαναστατικότη-

τα,
δεν κρύβεται τίποτα περισσότερο από
μια προσπάθεια του καλλιτέχνη-δημιουργού
(καλό είναι να συμπλη-

ρώνουμε
τη λέξη “δημιουργός” δίπλα στον
καλλιτέχνη γιατί, όλοι είμαστε εν
δυνάμει καλλιτέχνες που απλώς

δεν
κάνουμε το τόλμημα να δημιουργήσουμε,
που φοβόμαστε μια μικρή ανύψωση του
εαυτού μας, προς το θείο

που
εντός της κλείνει η δημιουργία) ν’
αυτοπροβληθεί ως ο απόλυτος, πρωτοποριακός
καλλιτέχνης, ο γεμάτος

με
ναρκισισμό δημιουργός, που στα
μάτια του, το κοινό φαντάζει ως ο δικός
του καθρέπτης. Λησμονεί επιδει-

κτικά
αυτός ο δημιουργός, πως ο καλλιτέχνης,
οφείλει να είναι ο καθρέπτης του κοινού,
ή για να το θέσω πιο

σωστά,
οφείλει να είναι ο καθρέπτης της ενδόμυχης
αναγκαιότητας του κοινού, να ξεπεράσει
το ίδιο τα δικά του

όρια,
να πάει το ίδιο δια μέσου του καλλιτέχνη,
στο ανώτατο επίπεδο νόησης της δικής
του υπέρβασης. Η ανα-

γκαιότητα
του κοινού, οφείλει να είναι ο
εναγκαλισμός του με το ανέφικτο, και η
υποχρέωση του καλλιτέχνη,

οφείλει
να είναι η μετάλλαξή
του σε λυχνία, η οποία, θα δωθεί στα χέρια
του κοινού για τον ανηφορικό δρόμο

προς
το ανέφικτο. Όσο ο καλλιτέχνης, επιζητά
την ύπαρξη των διαχωριστικών γραμμών
μεταξύ αυτού και του

κοινού
του, προς χάρη της δικής του θεοποίησης,
και όσο το κοινό θα αποδέχεται ως
αδιαπραγμάτευτες αυτές

τις
γραμμές και δεν εξερευνά τις δικές του
δημιουργικές δυνατότητες, τις δικές
του καλλιτεχνικές παρεμβάσεις

και
υπερβάσεις, τόσο θα στέκει παθητικός
δέκτης των κακών κειμένων, τόσο στην
τέχνη όσο και στην ίδια του

τη
ζωή, μια κι όπως είναι ευρέως γνωστό,η
τέχνη δεν είναι παρά αντανάκλαση της
ζωής, αν και θα έπρεπε να 

γίνεταιτο αντίθετο κι όσο τα δεδομένα είναι
αυτά, τόσο ο μιζεραμπιλισμός, θα
ορθώνεται, θα θεριεύει, θα διο-

γκώνεται
και στο τέλος, θα καταπιεί αμάσητο το
απαίδευτο και ανενεργό ως προς την δική
του παρέμβαση στα

τεκταινόμενα,
κοινό.

Χαρακτηριστικό
παράδειγμα των λεγομένων μου, (υπάρχουν
ουκ ολίγα που θα μπορούσα να παραθέσω),
είναι

ένας
συγγραφέας που το έργο του (ένα
εγκώμιο αλλοιωμένων στοιχείων)
είναι επιτομή της διαχωριστικής
γραμ-

μής
μεταξύ του καλλιτέχνη και του αναγνώστη,
και του οποίου το έργο βρίσκεται στα
χέρια πολλών απαίδευτων

μα
και γνωριζόντων περί τα της λογοτεχνίας
δεδομένων, είναι ο Ρaolo
Coehlio
, του οποίου η αμιμήτου χαρακτή-

ρα,
η αβυσσαλέας ανοησίας
φράση του, “όταν θες κάτι πάρα πολύ,
ολόκληρο το σύμπαν συνωμοτεί, έτσι
ώστε

να
τ’ αποκτήσεις”, μια
φράση που περικλίει όλες
τις φασματικές δυνάμεις που μεταβάλλουν
τον αναγνώστη (ο

επί
“καναπέους” βουτηγμένος, ο έκθαμβος
από τη μεγαλειώδες “σοφία”
της δεδομένης φράσης που μόλις διά-

βασε,
και της ευφράδειας του
καλλιτέχνη), στον απόλυτο παθητικό
δέκτη. Τον μεταβάλλει στον αδρανοποιημέ-

νο,
τον αφημένο στη μοίρα που για ‘κείνον
προδιαγράφει μια μη ορατή, μια μη
διασταυρωμένη ως προς την

ύπαρξή
της συνωμοσία, ενός εξώτερου σύμπαντος,
ένα εν αντιθέσει από το εσώτερο, το εντούεαυτούτου,σύ-

μπαντος.
Η παθητικότητα αρχίζει και τελειώνει
πάνω στην εναποθέτηση
των δικών σου απώτερων επιθυμιών,

στις
διαθέσεις και τις συνωμοσίες του όποιου
εν κατακλείδι, σύμπαντος πλην του δικού
σου. Η αδράνεια για την

αλλαγή,
για την κατάργηση της τάξης των πραγμάτων
κι εν συνεπεία, ο τερματισμός της
εξερεύνησης της 

χαμένης
μυχιότητας όπως με τον πιο εύστροφο
τρόπο τηνονομάτισεο
Georges Bataille, έχει μόλις συντελεστεί,

εντός
του υπερεγώ του αναγνώστη του δεδομένου
αποφθέγματος και σε συνδιασμό με τον
άμετρο θαυμασμό

που
ο συγγραφέας του εμπνέει, ταυτόχρονα
έχει αμετακλήτως, εγκαθιδρυθεί
η ερεβώδες κυριαρχία του μιζερα-

μπιλισμού…
(περαστικά μας!)

Εντός
των πάντων, κουρνιάζει η ποιητική
προδιάθεση, η ποίηση σε “λανθάνουσα
μορφή”, (βλπ:
Tristan Tzara,

ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΟΣ, μτφρ. Στ. Ν. Κουμανούδης,
σελ. 30, εκδ. Ύψιλον
). Το
ζην 

ποιητικώς,
υπάρχει, ζει κι αναπνέει,
ακόμα κι όταν δεν γίνεται αντιληπτό μες
στις αιτιολογικές συσκοτίσεις και
την

πνευματική
χαύνωση που διανέμεται ως επί των
πλείστων, ως μεγάλα καλλιτεχνικά
επιτεύματα. Σίγουρα η 

ποίηση
εκκολάπτεται στα πάντα: ένα φιλί που
σου τινάζει τα μυαλά, είναι ποίηση ένα
ηλιοβασίλεμα που φαντάζει

στα
μάτια σου ως μοναδικό, είναι ποίηση,
ακόμα κι αν αύριο πρόκειται να πάρεις
ένα όπλο και να επαναστατή-

σεις
για ένα καλύτερο μέλλον, ακόμα πιο πολύ
αν στην προσπάθειά σου επάνω πεθάνεις,
αυτό αν δεν είναι η α-

νώτερη
μορφή ποίησης, τότε τι είναι; Το να
πεθάνεις για να ζήσουν οι άλλοι ένα
καλύτερο μέλλον, προσωπικά

μου
φαντάζει ο καλύτερος επίλογος ενός
επικού ποιήματος που μπροστά του τα έπη
του Ομήρου ωχριούν. Φυσι-

κά,
η ποίηση από μόνη της, ποτέ δεν ξεκίνησε
καμιά επανάσταση, (την τραγούδησε μα
δεν την ξεκίνησε). 

Η ποίηση
όμως αφύπνησε συνειδήσεις.

Ποίηση
σε λανθάνουσα κι αρχέγονη κατάσταση,
είναι το φιλί, το ηλιοβασίλεμα και τ’
όπλο, που τα σμιλεύουν

και
τους δίνουν την τελική μορφή του
ολοκληρωμένου ποιήματος, τα χείλη, τα
μάτια, τα χέρια μα πάνω απ’ όλα

η
καρδιά και το πνεύμα του ανθρώπου που
τ’ αποκωδικοποιεί, ο λόγος ειλικρινά,
έπεται πολύ όλων αυτών.

Κι
εν τέλει, τι είναι ο ποιητής και τι η
ποίηση;

Η
ποίηση, είναι ένα μικρό κερί αναμένο
μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, κι ο ποιητής,
είναι ένα μπιτόνι με βενζίνη

γεμάτο
που οφείλει δίπλα στο κερί να σταθεί
έτσι ώστε ν’ αρπάξει φωτιά και με το
φλεγόμενο κορμί του, το σκο-

τάδι
να σκοτώσει… τα είπε όμως καλύτερα
από μένα ο Σινόπουλος και το απέδειξαν
εμπράκτως ο Baudelaire,

ο
Rimbaud, ο Lautreamont (η ποίηση πρέπει να γράφεται
απ’ όλους), ο Λαπαθιώτης και τόσοι άλλοι
που έζησαν

ποιητικώς,
αλλά κι αυτομόλησαν μες στους στίχους
τους κι έδειξαν δρόμους που φώτισαν
με τη φαιά ουσία

τους.
Ζην ποιητικώς…

Ας
έρθω όμως στα καθ’ ημάς
πεπραγμένα. Στην Ελλάδα
των μνημονίων, η τέχνη, ομοιάζει από
ανύπαρκτη ως

πεθαμένη.
Δε λησμονώ την ύπαρξη των αυτονομημένων,
των πολλών έξω από τα καθιερωμένα περί
τέχνης των

μέσων”.
Υπάρχουν κι ας είναι η
φωνή τους κατά πολύ περιορισμένη,
υπάρχουν με όλα τα καλά κι όλα τα κακά

τους
κι ελπίζω κάποια μέρα, από τη δική τους
θέση να υπάρξει αυτή η μορφή τέχνης που
θα διακυρήξει τον θά-

νατο
της τέχνης και την γένεση της εμβίας
τέχνης. Μόνο στο περιθώριο της πλαισιωμένης
με συμβατικά, 

στεγανοποιημένα
βαρίδια τέχνης θα μπορέσει να ξεσπάσει
η πυρκαγιά τουεπαναστατικού πεσιμισμού

 Πολλοί είναι αυτοί
που ακούγοντας τον όροεπαναστατικός
πεσιμισμός
, τρομάζουν και κοιτούν
όλο απορία 

 γύρω τους να bρουν
την απάντηση στο ερώτημα, “πως μπορεί
ο πεσιμισμός να είναι επαναστατικός;”.

 Για όσο τα δεδομένα γύρω
μας θα είναι μαύρα, η ποια λάθεμενη
εκδούλευση ενός επαναστάτη προς τους 

εν δυνάμει συντρόφους του καθώς
και της επανάστασης καθεαυτής, είναι
τα παρουσιάζει ως άσπρα. 

Η ωραιοποίηση
της ασχήμιας, είναι το άλλοθι
του κίβδηλου συστηματοποιημένου όμως,
στοχασμού, 

του ωχαδερφισμού η ταυτότητα,
το”έτσι έχουν τα
πράγματα”.Οφείλω εδώ μια
διευκρίνηση

 προς αποφυγή παρεξηγήσεων:
η διαφορά του μαύρου στον μιζερα-μπιλισμό,
με το μαύρο στον επαναστατικό πεσιμισμό,
έγκειται στο ότι το πρώτο, είναι μια
στυγνή καταγραφή του,
μια εξιστόρηση του, χωρίς

 καμιά προσωπική
παρέμβαση του καλλιτέχνη έτσι ώστε, να
μετατραπεί, το μαύρο
σε άσπρο. 

Το δεύτερο, είναι η επισήμανση
της ύπαρξής του και συνάμα, είναι η
κραυγή, η βούληση, η προσταγή 

του καλλιτέχνη, με τα όποια όπλα (μέσα),
εκείνος διαθέτει, ώστε να το μετατρέψει
σε άσπρο. (Χαρακτη-

ριστικό
παράδειγμα επαναστατικού πεσιμισμού,
η
Guernica του
Ρ
icasso: οι
τσακισμένες – 

νεκρές μορφές, στρέφουν
τα βλέμματά τους στην αιωρούμενη λυχνία,
που δεν είναι τίποτα άλλο α

πό την εξύψωση
των αδικοσκοτωμένων,
προς την αιώνια μνημόνευση τους). Άλλο
πράγμα η αλήθεια, 

κι άλλο η αποδοχή για
την αποδοχή της.επαναστατικός
πεσιμισμός εν τω ρου της ιστορίας,

 είναι
παρεμβατικός και υπερβατικός την ίδια
στιγμή, ή δεν είναι
τίποτα.

Η
Ελλάδα -λοιπόν- του σήμερα. Η
Ελλάδα των μνημονίων. Η
Ελλάδα του αρχαίου πολιτισμού και
του α-

ρχαίου
Ελληνικού πνεύματος. Η
Ελλάδα του σύγχρονου πεθαμένου πολιτισμού.
Η Ελλάδα της πεθαμένης
ελπί-

δας.
Η Ελλάδα που μοιάζει να
μην έχει τίποτα να περιμένει από πουθενά,
ούτε από τους πολιτικούς της μα ούτε

κι
από τους ανθρώπους των γραμμάτων και
των τεχνών (είναι γνωστή η διακύρηξη
των 16 κατά την υπογραφή

του
α’ μνημονίου που λίγο πολύ, μας είπαν
πως και λίγο θα είναι ό,τι πάθουμε και
είναι και πάλι ευρέως γνωστό,

πως
ο μοναδικός εν ζωή μεγάλος λογοτέχνης
που στάθηκε και στέκεται στο πλευρό του
καταρρακωμένου ελλη-

νικού
λαού, είναι ο Νάνος Βαλαωρίτης), εν
αντιθέσει αλλοτινών δισχερών εποχών.
Η τέχνη στα μάτια των 

 πολλών,
φαντάζει ως είδος πολυτελείας κι αυτό
καλούνταινα αλλάξουν οι
συνειδητοποιημένοι ως προς 

την ανάγκηαλλαγής
των δεδομένων και στο κοινωνικοπολιτικό
γίγνεσθαι μα και στο καλλιτεχνικό, 

καλλιτέχνες. Η ιστοριογραφική
εικοτολογία, θα μπορέσει να επαναπροσδιοριστεί
προς όφελός μας μόνο όταν 

εμείς το
θελήσουμε.

Η
εξαγγελία θανάτου της τέχνης, θα γίνει
τη στιγμή του διαγγέλματος για το τι
ζητά-τι απαιτεί, ο επαναστατι-

κός
πεσιμισμός. Ο θάνατος της τέχνης, θα
συνοδευτεί με τη μετατροπή της ζωής σε
εμβία τέχνη, με την υπερί-

σχυση
του Απόλλωνα έναντι του Μολώχ. Τότε ο
μιζεραμπιλισμός, δε θα είναι τίποτα
περισσότερο από μια μου-

σειακής
αξίας, χαμένη στην ομίχλη του δικού της
απροσδιόριστου, λέξη.
Είθε τα χρώματα του εν τοις ουρανοίς

καμβά,
να οριζοντοποιήσουν την κάθετη γραμμή.
Είθε η διαύγεια του μη ορατού, να ξεπεράσει
το ορατό.

Η
τέχνη πέθανε!

Τελευταία
μας στάση, το ανέφικτο!

Πάτρα,
Νοέμβριος 2016

*Jacques
Vaché,
Γράμματα
Από Το Μέτωπο, μτφρ. Νίκος Σταμπάκης,
σελ. 54, εκδ. Φαρφουλάς