[The
Chapter of the Rending in Sunder]

Και μετά ξεκίνησα την έξη
μου

να περπατώ τις νύχτες

για να απαλλαγώ από τις
χορδές,

τις ζαρωμένες. Ο Κύριος μου
αποκάλυψε

ότι είμαι γεμάτη πτηνά

που έχουν γίνει καπνός κι
αγκιστρωμένες χορδές.

Λέω στον Κύριο, Κύριε
πάρε

μια χορδή. Την έχω ονομάσει

οροπέδια κυκλωμένα με κερί μελισσών φιτίλια,

βήματα που σπέρνονται στα
σκαλοπάτια μου,

ντέφια μέσα σε δέντρα.

Τότε ένα ανιαρό μακάβριο
θαύμα 

ξετυλίγεται, γιατί ο Κύριος  παίρνει 

τη χορδή και ότι άλλο τη συνοδεύει.

Όταν περπατάς σε μια σχάρα

βρίσκεται ο ήχος της
σχάρας.

Η Μαργαρίτα Δευτέρες σημαίνει ακριβώς

αυτό. Είπα, πώς θα μπορούσα
να φάω;

Έφαγα. Και πώς μπορώ να
κοιμηθώ; Αρχίζω να τρέμω.

Ο Κύριος λέει, κοίτα
τα υποκαταστήματα,

πως δημιουργούν πλεξίδες
στους τάφους.

Και ο Κύριος λέει, κοίταξε
το κατάστημα ψιλικών,

λαμπερό, κουτί μέσα από
παραγγελία.

 Έχουν το πένθος τους εκεί οι άνθρωποι.

Τώρα οι γεμάτες χρώμα
εικόνες, τώρα οι εικόνες

καταρρέουν. Λέω υγρό
πεζοδρόμιο 

συνέχισε να με στηρίζεις. Το υγρό πεζοδρόμιο με

στήριξε. Τώρα τα φετίχ
καταρρέουν,

τώρα οι μετεωρίτες πέφτουν. Ο Κύριος λέει,

Προσδοκούσα μια ευλογία να
βγει. Και εγώ λέω

την έκανα κατάρα.

Ο Κύριος μιλά, σε
ακουστική γλώσσα από ρίζες,

πυροβολισμούς, σε ήχο 

ασφάλτου, σε ήχο αυτοκινήτων.

Λέω, οδηγούμαι σε

μπελάδες. Εδώ είναι τα
νήματα των κοσμημάτων

και οι αναγκαίες δονήσεις
για να την

κάνω. Ο Κύριος λέει,
μάσησε

και άσε να σε μασήσουν,
αλληλούια. Κόψε

και ράψε, αλληλούια.
Γεμάτος υπερβολή,

ο Κύριος λέει, μπαρ, μπάρα, μπάρα .

Λέω εγώ χιονισμένη έκταση;
Αιώνιο χιονισμένο μέρος;

Μίλησα για πεύκο που
ψήνεται; Λέω θάμνο;

Ο Κύριος λέει, είναι αυτό
που θέλεις

το απαίσιο ελεύθερο; Και
εγώ λέω

στον Κύριο, Κύριε μίλα.

Και ο Κύριος μιλά, για τον
ήχο που αφήνει η γη στη τροχιά της,

υπόκωφος, είναι καρδιάς ζώου χτύπος 

[The Chapter of the Rending in Sunder]

And then I began my habit

of walking at night

to get rid of the strings,

witherings. The Lord revealed to me

that I am full of birds

turned smoke and hookèd strings.

I say to the Lord, Lord take

a string. I have named it

mesas ringed with beeswax wicks,

footsteps sowing up my stairs,

tambourines in trees.

Then a tedious, gruesome miracle

unfolds, for the Lord takes

the string and what attends it.

Walking over a grate

there is the sound of the grate.

Margarita Mondays mean exactly

that. I say, how could I eat?

I ate. And how can I sleep? I shake.

The Lord says, look at the branches,

how they braid over graves.

And the Lord says, look at the HandiMart,

a bright, ordered box.

They have their grief, the people there.

Now the tableaus mass color, now the tableaus

fall down. I say wet pavement keep on

holding me up. Wet pavement hold me

up. Now the fetishes crumble,

now the meteors cup. The Lord says,

I meant of it a blessing. And I say,

I made of it a curse.

The Lord says, sound of roots,

sound of shoots, sound of

asphalt, sound of cars.

I say, I am walked into

deeps. Here are the jewelthreads

and throbbings that I need

to leave. The Lord says, chomp

and be chewed, alleluia. Sever

and stitch, alleluia. Exceedingly,

the Lord says, bar, barr, barr.

I say snowfield? Snowfield?

Piñon roasting? Chaparall?

The Lord says, is what you want

the terrible free? And I say

to the Lord, Lord speak.

And the Lord says, sound of earth in orbit,

its muffled, its four-chambered beat.

Η Ποιήτρια και καλλιτέχνις Mary Margaret Alvarado γεννήθηκε στο Τέξας και μεγάλωσε στο Κολοράντο των Η.Π.Α. 

Είναι  συγγραφέας της ποιητικής συλλογής Hey Folly (2013) 

Αυτή τη στιγμή ζει στο Κολοράντο με τον σύζυγό της και τα δύο παιδιά της.

*Η απόδοση του ποιήματός της στα Ελληνικά έγινε με τη συγκατάθεση της ποιήτριας