επέμεινα να γνωρίσω

με κάθε ασήμαντη λεπτομέρεια

τον τσαλακωμένο χάρτη

του γενεαλογικού μου δένδρου

από την όψη που με βία

μετράει η μνήμη μου

εκατοστό του εκατοστού

με αναπάντητες απορίες

από λευκό χαρτόνι, πικρούς καφέδες

και φυλλαράκια ημερολογίου τοίχου

όπως λέμε ψωμί και νερό

ή όταν ρωτάμε : «με αγαπάς;»

και «τι καιρό θα κάνει;»

δοκίμασα να κόψω με τα δόντια μου

το ομφάλιο λώρο που με δένει

φυλακισμένο ισόβια

στο τετράγωνο που σχηματίζεται

ανάμεσα στη πλατεία Εξαρχείων

και τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας

ανάμεσα σε ένα δάκρυ κορόμηλο

ένα σουπερμάρκετ

κι ένα φαρμακείο

για ώρα ανάγκης

λογάριαζα κάποτε

να δραπετεύσω από εδώ

κρυμμένος σε ένα ποίημα

ή σε ένα σύννεφο

ή σε μια θάλασσα θολή

κι αγριεμένη

δεν με άφησαν όμως

τα στοιχεία της φύσης

να πετάξω μακριά

στους σπαρμένους κάμπους

και τα στερεμένα ποτάμια

της Θηβαϊκής μου καταγωγής

τα όνειρά τα έκανα άγκυρες

να με ντύνουν και να με στολίζουν

πότε Οιδίποδα βασιλιά και αρχηγό

κι άλλοτε τυφλό

και ικέτη