Αν οι αλήθειες επιπλέουνε, πλέον, μισές, ας πούμε σαν τα
αχρηστεμένα πια αντικείμενα
που ξεβράζονται στο λιμάνι του Θερμαϊκού, τότε το άλλο
μισό πως καθρεφτίζεται στα
μάτια του ποιητή; Ως η άλλη, ή μία ακόμη, αλήθεια, ή ως
το συμπληρωματικό της ψέμα;
«Τόνοι βάμβακος το ψέμα» γράφει ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου,
και μ’ αυτά τα ψέματα
«στήναμε και κάνα ποίημα», μας υπενθυμίζει.
Τα ποιήματα του Συφιλτζόγλου, σ’ αυτή την δεύτερη κατά
σειρά συλλογή του με
τον γενικό τίτλο «ΜΙΣΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ», μοιάζουνε με τον
δρυοκολάπτη που χτυπά,
με το ράμφος των στίχων, τις μέχρι τώρα βεβαιότητες, τα
μέχρι τώρα ουδέποτε σε
αμφισβήτηση είδωλα («το είδωλο γηράσκει αεί διδασκόμενο,
δηλαδή ψευδόμενο;»
αναρωτιέται ο ποιητής), μέχρι να βρει πού και ποια είναι
τα κούφια, που κρύβονται
εντός τους τα προστατευόμενα ζωύφια, ιδεολογίες, ηθικές,
απόψεις, πρακτικές και άλλα
παρόμοια τινά. Αυτές που με τα ποιήματα του πρόκειται να
τις δει ως τροφή, τροφή για
τα ποιήματα και τροφή για το άλλο μισό, που φαίνεται πως
θέλει να ζήσει κι αυτό.
Ο Συφιλτζόγλου με τα ποιήματα του κατακεραυνώνει τα
πολιτικά και φιλοσοφικά
θέσφατα που, ως φαίνεται, στοίχειωναν φαντασμαγορικά την
μέχρι τώρα ζωή του,
αλλά και την ζωή άλλων συνανθρώπων του. Όχι βεβαίως πως
δίνει άφεση αμαρτιών
στην άλλη πλευρά των πραγμάτων, αλλά μετέωρος (μα
επουδενί ηττημένος) αρχίζει
να ρίχνει την έρμα μέχρι να δει που θα φτάσει το
αερόστατο της ύπαρξής του … ίσως
εκεί που μόνοι τους πλέουν καψαλίζονται, όπως λέει, οι
εναερίτες. Ο Συφιλτζόγλου
παρέμεινε ένας «εναερίτης» της ύπαρξης και της πρακτικής
της απόληξης, χωρίς
ωστόσο, πλέον, δεδομένο προορισμό. Το μόνο που βλέπει: το
πέρα-δώθε στην δουλειά:
«φρεσκοξυρισμένοι πηγαίνουμε στη Δουλειά / αξύριστοι και
γυμνοί ερχόμαστε απ’
τη Δουλειά». Στο μέγιστο της συλλογής όμως (και τούτο δεν
είναι τυχαίο γεγονός)
μιλάει σε πρώτο πληθυντικό, ενώ λιγότερο συχνά μιλάει σε
πρώτο ενικό. Δεν διεκδικεί
δάφνες «οδηγητή», μα ακριβώς τ’ αντίθετο: δείχνει το
ξεστράτισμα, δείχνει το ξέφτισμα
και τούτο αφορά πολλούς και κυρίως εκείνους που θέλησαν
για πρόταγμα το «εμείς»,
αγοράζοντάς τον (σαν τίμιο ξύλο ή σαν πούρο Αβάνας) από
εκείνους που «πουλήσανε»
(με τον μανδύα της μεσσιανικής προσφοράς) καταλλήλως το
«εμείς».
Έτσι, λοιπόν, και σχεδόν απ’ την αρχή της συλλογής,
διαπιστώνει : «απ’ το ύψος των
περιστάσεων / εξαφανίστηκε το ύψος». Μπορούμε να δούμε
στα συγκεκριμένα
ποιήματα δόσεις ειρωνείας, θλίψης και «αντίστροφης»
συνθηματολογίας. Όμως είναι
μόνο αυτό ο Συφιλτζόγλου; Σαφώς όχι. «όλοι περάσανε με
κόκκινο / και σώθηκαν /
γράφει ο Αντώνης
Ψάλτηςκαι γω ξεχάστηκα / νομίζοντας ηλιοβασίλεμα / το πορτοκαλί»,
γράφει στο
τέλος ενός ποιήματος. Και είναι σα να μας λέει πως ανεξάρτητα με τις
όποιες
εκπαραθυρώσεις οραμάτων ωστόσο πάντα εγώ θα βλέπω κάτι, ένα ηλιοβασίλεμα έστω,
εκεί που άλλοι θα βλέπουνε οδική συμπεριφορά, μία συμπεριφορά και μια πορεία
που την στοίχειωνε ένα «δύσβατο ώσπου». Ώσπου εν τέλει «πέσαμε σε δυτική
μελαγχολία».
Όμως δεν πρόκειται για μια μελαγχολία αυτοκτονική. Σχεδόν με θλιβερό
χιούμορ απορρίπτει
τον καρυωτακισμό μάλλον εις βάρος του όλου. Δεν είναι
λύση η αυτοκτονία, «ποιό
περίστροφο / και ποιά μπαλάντα / εδώ είναι όλα για
σκότωμα», κι έτσι συνεχίζουν να
επιβιώνουν όλα. Μα τότε ποία είναι η λύση; Και κυρίως:
υπάρχει λύση;
Το άλλο μισό δεν μας το υποδεικνύει ο ποιητής, ούτε μας
το σερβίρει με την απλοχεριά
ενός συνειδητοποιημένου, ίσως δε και συντετριμμένου,
αναχωρητή ή «αποχωρητή».
Αντιθέτως αρκείται στην «ραμφιαία» κατατρόπωση των όσων
ήδη γνωρίζουμε οι
πάντες. Η ποίηση του Κυριάκου Συφιλτζόγλου, ήδη απ’ το
πρώτο του βιβλίο με τον
τίτλο «έκαστος εφ’ ω ετάφη», δίνει στην γραφή την δύναμη
μιας οριστικής λήξης των
αμφιταλαντεύσεων. Πρόκειται για μια φωνή που βάζει όρια
στα πράγματα διεκδικώντας
την δική της πορείας. Δεν πρόκειται για μια μοναστική
φωνή. Ο Συφιλτζόγλου δεν
μονάζει, ούτε παραιτείται. Απλώς και βήμα βήμα ξεχωρίζει
την ήρα από το σιτάρι και
συνεχίζει, και είναι έτσι σαν να μας λέει : το άλλο μισό,
κύριοι, το καθενός υπόθεση
προσωπική και απεριόριστα υπαρξιακή και σε καμία
περίπτωση υπόθεση των ποιημάτων
: «ρωτήστε το απέραντο λευκό / κι αν πάρετε απάντηση / να
μου τρυπήσετε τη μύτη»
Αν σ’ αυτό το σύντομο σημείωμα πρέπει να κάνω λόγω για
επιρροές τότε σαφώς θα
«έδειχνα» προς την πλευρά του Αναγνωστάκη, του Στεριάδη
και θα τόνιζα την αχλή,
ενίοτε, ενός λόγου «υπονοούμενου», ενός λόγου «μισού»,
που ίσως θυμίζει λίγο κάτι
απ’ την Ιταλία των ερμητιστών.
Τελειώνοντας να σημειώσω πως φωνές σαν του Συφιλτζόγλου
διακρίνονται μεν από
πάθος, αλλά ταυτόχρονα δείχνουν πως είναι και πολύ
προσεκτικές. Θα έχει μέγιστο
ενδιαφέρον η ποιητική συνέχεια του, αφού δεν μοιάζει να
πρόκειται για έναν ποιητή
«πυροτέχνημα», ούτε είναι ένας διάττων αστήρ.